Διάβαζα το δημοσίευμα της πρώτης σελίδας, στην αγγλική έκδοση του Νέου Κόσμου του περασμένου Σαββάτου, με τίτλο «Living in fear» που ελεύθερα θα μπορούσε να μεταφραστεί «ζώντας στο φόβο».
Το ίδιο θέμα, με κάποιες αλλαγές και κάποιες ενστάσεις, δημοσιεύθηκε στα ελληνικά και στην πρώτη σελίδα του Νέου Κόσμου στην έκδοση της Δευτέρας.
Φίλες και φίλοι, πολλοί από εσάς, ίσως διαβάσατε ένα από τα δύο ή και τα δύο κείμενα.
Μακάρι να υπήρχε μια οργανωμένη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, σε εβδομαδιαία βάση, προκειμένου να θέτουμε επί τάπητος ορισμένα φλέγοντα θέματα όπως αυτό που είδε το φως της δημοσιότητας στις δύο εκδόσεις των εφημερίδων μας και συζητώντας τα να δίνουμε λύσεις.
Για όσους δεν το διάβασαν και για να φρεσκάρω τη μνήμη των όσων έτυχε να το διαβάσουν αναφέρω περιληπτικά, όσα αναφέρονται στα δημοσιεύματα, για να καταλήξω, εκεί που, δυστυχώς, θα… καταλήξω.
Στην έρευνα που έκανε το Πανεπιστήμιο Monash και το State Trustees, έλαβαν μέρος 76 άτομα, άνδρες και γυναίκες, εκ των οποίων τα 62 ήταν μη αγγλικής καταγωγής και συγκεκριμένα 19 ελληνικής καταγωγής και οι υπόλοιποι Ιταλικής και Βιετναμέζικης.
Η ηλικία αυτών που συμμετείχαν στην έρευνα κυμαίνονταν από 62 μέχρι και 100 ετών. Οι περισσότεροι από αυτούς αναφέρθηκαν στην κακοποίηση που υπέστησαν και υφίστανται από πρόσωπα οικογενειακού περιβάλλοντος και κυρίως από τα παιδιά τους.
Οι περισσότεροι ζούσαν μέσα στο φόβο και από ολόκληρη την ομάδα των 72 ατόμων οι Έλληνες εξέφρασαν τα περισσότερα παράπονα και αναφέρθηκαν σε τραγικές καταστάσεις και φρικτές περιπτώσεις εκμετάλλευσης, κακοποίησης και εξευτελισμού από τα παιδιά τους, άλλους συγγενείς και πρόσωπα που εμπιστεύονταν.
Έλληνας, περιγράφοντας το περιβάλλον που ζει, ανέφερε ότι… θα προτιμούσε να είχε γεννηθεί ζώο. «Θα προτιμούσα να είχα γεννηθεί σκύλος. Ζουν καλύτερα από εμάς».
Αναφέρθηκε η περίπτωση Ελληνίδας που τα παιδιά της πούλησαν το διαμέρισμα που είχε, ζώντας μόνη της μετά το θάνατο του ανδρός της και κατάντησε να κοιμάται στο δρόμο.
Κάποια κυρία ανάφερε ότι κάποιοι νέοι πήγαν τον πατέρα τους στο γηροκομείο για λίγες εβδομάδες, προκειμένου να πάνε ταξίδι, και τον άφησαν εκεί 14 χρόνια μέχρι που πέθανε!
Μίλησαν για περιπτώσεις ατόμων που, επειδή εμπιστεύθηκαν κάποτε τα παιδιά τους και τους έδωσαν το δικαίωμα να ρυθμίζουν τα οικονομικά τους, σήμερα βρίσκονται σε μια κατάσταση να τρώγουν το ίδιο φαγητό επί πέντε ημέρες, να αγοράζουν τρόφιμα με περασμένη ημερομηνία λήξης και να πηγαίνουν στην κεντρική αγορά την ώρα που κλείνει προκειμένου να βρουν ευκαιρίες και παρατημένα λαχανικά ή φρούτα.
Απ’ ό,τι λέγεται, υπήρξαν αντιδράσεις από ομογενείς, οι οποίοι και ισχυρίζονται πως στην όλη έρευνα του Πανεπιστημίου υπήρξε υπερβολή και σκοπιμότητα. Ειπώθηκε πως η έρευνα εξυπηρετούσε συμφέροντα.
Άλλο όμως, κατά τη γνώμη μου πάντα, άλλο να καταδικάζουμε ή να αμφισβητούμε μια συγκεκριμένη έρευνα και άλλο να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, να αποκλείουμε και να εθελοτυφλούμε. Υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις εκμετάλλευσης ηλικιωμένων γονέων.
Ας πάνε οι αμφισβητούντες πέντε-δέκα φορές σε ένα από τα γηροκομεία μας, να γνωριστούν με τους τροφίμους και θα ακούσουν κάτι θλιβερές, τρομακτικές ιστορίες.
Ας κοιτάξουμε προσεκτικά γύρω μας για να αναγνωρίσουμε παλιούς άρχοντες και αρχόντισσες ντυμένους με το ένδυμα της θλίψης, της πίκρας και της απογοήτευσης, ερείπια ξεχασμένα σε δωμάτια ιδρυμάτων και πολύβουες αίθουσες βουτηγμένες σε νεκρική σιωπή.
Ένας λεβέντης γέρος εβδομήντα οκτώ ετών που ζούσε με το γιο του, στο αρχοντικό που είχε κτίσει ο ίδιος, άκουσε ένα βράδυ τη συζήτηση που είχε ο γιος του με τη γυναίκα του και το σχέδιο τους για να τον βάλουν στο γηροκομείο.
Η πίκρα του έσβησε τη διάθεση για ύπνο. Μόλις έπεσε η νύχτα που έμοιαζε νεκρική, έμεινε για λίγο στον όμορφο κήπο, που ο ίδιος φρόντιζε και μετά χάθηκε. Κανείς δεν τον ξαναείδε από τότε. Αργότερα έμαθαν ότι βρισκόταν στο νησί του, όπου και έσβησε κάποια χειμωνιάτικη νύχτα.
Η ίδια περίπτωση, περίπου, σε κάποιο παραλιακό αρχοντικό. Είπαν του γέρου ότι έπρεπε να πάει στο Γηροκομείο. Με χαρούμενα πρόσωπα, με γέλια και πειράγματα τα παιδιά του, ετοίμασαν τη βαλίτσα του.
Είπαν πως δεν είχε καλά-καλά ξημερώσει και ο… γέρος ξυρίστηκε, ντύθηκε, πήρε τη μικρή βαλίτσα του, βγήκε και διέσχισε τη λεωφόρο που χώριζε το σπίτι του από τη θάλασσα. Τα είχε χάσει, είπαν.
Είπαν ότι την λάτρευε τη θάλασσα. Ήταν από παιδί ερωτευμένος με το γαλάζιο του νησιού του.
Φαντάζομαι πώς έφτασε στη άκρη της παραλίας και συνέχισε να περπατάει. Δεν τα κατάφερε φαίνεται να περπατήσει στην επιφάνεια. Τον βρήκαν μετά από μερικές ημέρες σφηνωμένο σε κάτι βράχια. Είπαν ότι θα πρέπει να γλίστρησε. Τη βαλίτσα δεν την βρήκαν. Αυτές τις δύο περιπτώσεις που προανέφερα έτυχε να τις ξέρω και μερικώς να τις ζήσω.
Γιατί, εδώ που τα λέμε, το θέμα κακοποίησης των ηλικιωμένων, από τα παιδιά τους ή από τους γύρο τους, είναι θέμα πομπού και δέκτη.
Άλλος γονιός μπορεί να δεχτεί, να συγχωρήσει και να σφάξει τον μόσχο το σιτευτό για τον… άσωτο. Κάποιος άλλος, μια μητέρα ας πούμε, να πέσει να πλαγιάσει και να…πεθάνει, γιατί ξέχασε η μοναχοκόρη της να την φιλήσει και να της πει καληνύχτα. Μπορεί να μοιάζει υπερβολή αλλά κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πως αντιδρά η ψυχή και ο νους κάποιες δύσκολες ώρες.