ΚΟΙΝΗ γαρ η τύχη των θνητών και άγνωστο το μέλλον.

ΚΑΙ διαφορετικά: αν κάτι ενώνει όλους τους ανθρώπους, αυτό είναι ο θάνατος.

ΝΑΙ, ο θάνατος. Η κοινή μας μοίρα. Η μάνα όλων των βεβαιοτήτων. Το αναπόδραστο μέλλον μας.

ΣΥΝΕΠΩΣ, εκατοντάδες μελλοθάνατοι, παραβρεθήκαμε την περασμένη Δευτέρα, στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα (στο Clayton) να ευχηθούμε καλό ταξίδι στον Νίκο Μποσινάκη, που, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «έφυγε».

ΤΙ σημαίνει, όμως, «έφυγε» και, προπαντός πού «πήγε»; Πού πάνε όλοι αυτοί που «φεύγουν»;

ΜΑ όπου πάει και η δύναμη της σφιγμένης γροθιάς, όταν ανοίγουμε το χέρι μας, υποθέτω.

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ πάλι, να πηγαίνουν εκεί που ήταν πριν…  γεννηθούν; Να επιστρέφουν στη γενέθλια «γη» του πουθενά.

ΜΕ λίγες κουβέντες, δεν ξέρω. Κάποτε, όταν ακόμα ήμουν πολύ νέος, έκανα ορισμένες «υποθέσεις».

ΤΩΡΑ πια ούτε αυτό κάνω. Αποφάσισα κάποια στιγμή, ότι η συγκεκριμένη ερώτηση στερείται νοήματος, αφού όποια απάντηση και αν έδινα στο «αιώνιο ερώτημα», δεν θα άλλαζε ούτε κατά μία μύρα, την προκαθορισμένη πορεία.

ΠΗΡΑ απόφαση, λοιπόν, ότι θα πάω και εγώ εκεί που πηγαίνουν όλοι και τελείωσε το θέμα.

ΠΟΤΕ-πότε όμως, και κυρίως όταν πηγαίνω σε κάποια κηδεία, όπως και την περασμένη Δευτέρα, επανέρχεται από μόνο του το (βασανιστικό) ερώτημα.

ΞΕΤΡΥΠΩΝΕΙ απρόσκλητο, από τη σκοτεινή μεταφυσική γωνιά των ενσυνείδητων νευρώνων του μυαλού μου και ζητά απάντηση.

ΑΠΟ την ίδια διαδικασία, θέτοντας τα ίδια (αναπάντητα) ερωτήματα, θα έπρεπε να είχε περάσει και το μυαλό του φίλου μου του Μποσινάκη.

ΑΥΤΑ σκεφτόμουν κοιτάζοντας το φέρετρο, που ήταν σκεπασμένο με λουλούδια, και αισθάνθηκα κάποια ανακούφιση (αν μπορεί να ειπωθεί έτσι) στην ιδέα ότι, ενδεχομένως, ο Νικόλας να «γνωρίζει» πια την απάντηση, που βασανίζει τους ανθρώπους από την στιγμή που απέκτησαν συνείδηση της ύπαρξής τους.

ΕΝΑΣ από τους τελευταίους «σταθμούς», που έκανε ο Νικόλας (όπως και χιλιάδες άλλοι συμπάροικοι που «φεύγουν» για το ίδιο ταξίδι) είναι ο «Νέος Κόσμος». 

ΟΙ σελίδες των κηδειών (και μνημοσύνων) είναι η μεγάλη «αποβάθρα», απ’ όπου όλοι οι «ταξιδιώτες», ενημερώνουν συγγενείς, φίλους και γνωστούς ότι «φεύγουν».

ΔΕΝ είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι σελίδες αυτές της εφημερίδας έχουν τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα.
  
Η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών αρχίζουν το διάβασμα από τις συγκεκριμένες σελίδες για να βεβαιωθούν ότι δεν πρόκειται να «φύγει» κανένας φίλος χωρίς να του πουν (έστω και ψιθυριστά) το στερνό αντίο.

ΑΥΤΗ είναι (στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο), κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη προσφορά τούτης της εφημερίδας στην παροικία.

ΚΑΝΕΙΣ, απ’ ό,τι γνωρίζω, (και το έχω ψάξει το θέμα) δεν μπορεί να διανοηθεί την παροικία μας, χωρίς τον «Νέο Κόσμο». Ακόμα και αυτοί που δεν τον αγοράζουν ή τον διαβάζουν «λαθραία».

ΓΙΑ περισσότερο από μισό αιώνα έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Ένας πολύ δικός μας «άνθρωπος». Μέλος της ίδιας μας της οικογένειας. Κύτταρο της ζωής μας.

ΜΟΥ έχει κάνει εντύπωση ότι όταν βρίσκομαι στην πατρίδα και συναντώ πρώην συμπάροικους, που έχουν φύγει από εδώ πριν δέκα ή είκοσι χρόνια, το πρώτο πράγμα που με ρωτούν είναι «τι κάνει ο «Νέος Κόσμος»;

ΚΑΙ η ερώτηση γίνεται με τέτοια ειλικρίνεια και θέρμη, λες και ρωτούν για κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο και όχι για μια εφημερίδα.

ΔΕΝ είναι απλά μια εφημερίδα (σαν όλες τις άλλες) ο «Νέος Κόσμος». Είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Έχει τη δική της ψυχή.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ και οι αναγνώστες της την αγαπούν με τον τρόπο που την αγαπούν, πέρα και πάνω από ιδεολογικές επιλογές και κομματικές ταυτότητες.

Ο «Νέος Κόσμος» δεν μόνο ο «καθρέφτης» της παροικίας μας. Είναι ο «βηματοδότης» της καθημερινότητας μας. Η καρδιά του εδώ Ελληνισμού. Η αληθινή επαφή του με την Ελλάδα, τον κόσμο και την παροικία.

ΣΗΜΑ κατατεθέν, των αγώνων μας για προκοπή και αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας. Είναι (και) ο τελευταίος μας «σταθμός» για το συλλογικό αντίο.

ΤΟ γιατί ο «Ν.Κ» χαίρει τόσης αγάπης και εκτίμησης, οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στους λόγους τους οποίους γεννήθηκε.

«ΠΑΙΔΙ» της ανάγκης ήταν και όχι προσπάθεια για να γίνει μια επιχείρηση που να βγάζει λεφτά. Γι’ αυτό την αγκάλιασαν (από την αρχή) αυθόρμητα και δεκάδες συμπάροικοι.

ΜΕΤΑΞΥ αυτών ήταν και ο Νίκος Μποσινάκης, που στάθηκε δίπλα στο «Νέο Κόσμο», σε μια εποχή που τα ιδεολογικά πάθη μεσουρανούσαν και οι πληγές του εμφυλίου ήταν ακόμα ανοιχτές.

ΤΟΥΣ δύσκολους εκείνους καιρούς, ο «Ν.Κ» ήταν ένα ανεμικό τετράφυλλο και η ελληνική παροικία έκανε τα πρώτα δειλά βήματά της σε τούτη τη χώρα.

ΟΣΟ μικρή ήταν το μακρινό, για εμάς τους νεότερους 1957, η εφημερίδα, τόσο μεγαλύτερη ήταν η φλόγα των πρωτεργατών της.

ΕΝΑΣ από αυτούς που συνέβαλαν στο να γίνει ο «Ν.Κ» η ψυχή του εδώ ελληνισμού ήταν και ο Νίκος Μποσινάκης.

ΟΠΩΣ μου δηγήθηκε (για άλλη μια φορά) κατά τη διάρκεια της κηδείας ο Νώντας Πεζάρος, που τα πρώτα τριάντα χρόνια είχε το πηδάλιο της αρχισυνταξίας και συνέβαλε όσο κανένας άλλος στο να γίνει η εφημερίδα αυτή που είναι σήμερα, η δουλειά του Νίκου ήταν να κάνει δέματα την εφημερίδα και να γράφει πάνω τα ονόματα των συντρόφων που την παραλάμβαναν για να την μοιράσουν στα εργοστάσια που εργάζονταν.

ΚΑΙ τη δουλειά αυτή την έκανε εθελοντικά (όπως και οι υπόλοιποι) κάθε εβδομάδα για πάρα πολύ καιρό και όσο υπήρχε ανάγκη μέχρι η εφημερίδα να σταθεί στα πόδια της.

ΣΤΟ «πηγαδάκι» που έγινε γύρω από τον Πεζάρο έλαβαν μέρος στη συζήτηση και άλλοι, που ο καθένας εξιστορούσε τις δικές τους εμπειρίες από τον ανεπανάληπτο Νικόλα.

ΕΠΕΙΔΗ η εκκλησία ήταν ασφυκτικά γεμάτη, αρκετοί (όπως και η δική μας παρέα) αναγκάστηκαν να καθίσουν απέξω και να κάνουν τη δική τους «λειτουργία» στο Νικόλα, που, ας σημειωθεί, υπήρξε και πρωτεργάτης της τοπικής Κοινότητας που έχτισε την εκκλησία, απ’ όπου και τον αποχαιρετήσαμε.

ΕΓΩ τον Νίκο τον γνώρισα πολύ αργότερα, γύρω στις αρχές του 1970 που ήλθα στην Αυστραλία. Ήταν μαζί με το Γιάννη Δόλλη, το Μάκη Γυλοπίδη, το Φάνη Ζιάνα, το Νίκο Δημόπουλο, το Διονύση Συκιώτη και τους ανθρώπους του «Ν.Κ», οι πρώτοι αριστεροί που γνώρισα στη νέα μου πατρίδα.

Ο Νικόλας, μαζί με το Ζιάνα και τον Δημόπουλο, ήταν αυτοί με τους οποίος «ταίριαζα» και περισσότερο.

ΘΥΜΑΜΑΙ τις Κυριακές τα πρωινά, που συνεδρίαζε η κομματική ομάδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας, της οποίας είμαστε μέλη, ο Μποσινάκης κατέβαινε μαζί με το Δόλλη και περνούσαν από τα γραφεία του «Ν.Κ» να πάμε μαζί στη συνεδρίαση.

ΟΙ περισσότερες συνεδριάσεις τελείωναν συνήθως με διαφωνίες και νεύρα, πράγμα που εκνεύριζε ακόμα περισσότερο τον Νικόλα, που συνήθως ήθελε λίγες και παστρικές κουβέντες.

ΤΑ «δικά του» συνήθως δεν τα έλεγε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης αλλά στον καφέ που πίναμε αργότερα όταν «σχολιάζαμε» τα όσα είχαν μεσολαβήσει.

Η αριστερά ήταν μια από τις μεγάλες αγάπες του Νικόλα και πρόσφερε, σε όλη του τη ζωή, γενναιόδωρα για την προκοπή της.

ΟΦΕΙΛΩ να ομολογήσω, για άλλη μια φορά δημόσια (αυτή είναι η δεύτερη φορά που γράφω σε αυτή τη στήλη για τον Μποσινάκη), ότι υπήρξε ένας από τους πιο ανιδιοτελείς ανθρώπους που έχω γνωρίσει.

ΟΛΙΓΑΡΚΗΣ, ολιγόλογος και μετρημένος σε όλα του ήταν ο Νικόλας. Ό,τι είχε να πει το έλεγε, χωρίς καθωσπρεπισμούς και «καλούς τρόπους». Ήταν ωμός πολλές φορές. Αλλά ειλικρινής και αυθεντικός.

ΗΤΑΝ ο Νικόλας Μποσινάκης. Μια ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου, με ήθος και ποιότητα. Ήταν από τους λόγους που έχω γνωρίσει που παρέμεινε αναλλοίωτος (και ακέραιος) μέχρι το τέλος της ζωής του.

ΕΚΑΝΕ και κάτι άλλο ακόμα πιο σπάνιο ο Νικόλας: άφησε πίσω του ένα γιο (τον Δημήτρη) που του έχει μοιάσει σε πολλά. Η παράδοση συνεχίζεται… 

ΚΑΛΟ ταξίδι ρε φίλε εκεί που «πας». Μέχρι να πάρουμε το ίδιο μονοπάτι θα σε θυμόμαστε. Αυτά για σήμερα και γεια χαρά σε όλους.