Σάλο –και όχι αδικαιολόγητα– προκάλεσε η δημοσιοποίηση στοιχείων έρευνας που έγινε από το Πανεπιστήμιο Monash για την κακοποίηση μεταναστών και μη, από τα παιδιά τους ή συγγενικά πρόσωπα, στην αγγλική έκδοση του Νέου Κόσμου του Σαββάτου. Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, ο αριθμός των Ελλήνων ηλικιωμένων που πέφτουν θύματα κακοποίησης από συγγενικά τους πρόσωπα είναι μεγαλύτερος από κάθε άλλη εθνότητα.
Εκ προοιμίου, να πούμε ότι το δείγμα ήταν μικρό, 76 άτομα συνολικά, ηλικίας από 76 μέχρι 100 χρόνων, από τους οποίους οι 62 κατάγονται από μη αγγλόφωνες χώρες. Οι ελληνικής καταγωγής ηλικιωμένοι που πήραν μέρος ήταν 19. Η επικεφαλής της έρευνας, επίκουρος καθηγήτρια Τζο Γουέϊνερ, δήλωσε ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα κακοποίησης έχουν οικονομικό κίνητρο. Τα περισσότερα άτομα από τους Έλληνες που πήραν μέρος στην έρευνα, ήταν γυναίκες και μάλιστα χήρες. Η ερευνήτρια θα πει ότι οι Έλληνες, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εθνότητα, στηρίζονται στα παιδιά τους για όλες τις τραπεζικές τους υποθέσεις, την πληρωμή των λογαριασμών και διάφορες άλλα ζητήματα στα οποία η χρήση της αγγλικής γλώσσας αποτελεί τροχοπέδη.
Από την ίδια έρευνα διαπιστώνεται ότι οι Έλληνες έχουν την… πρωτιά και στο να παίρνουν τα λιγότερο προστατευτικά μέτρα. Εξουσιοδοτούν τα παιδιά τους να διαχειρίζονται την περιουσία τους, κάτι που μπορεί ν’ αποβεί και όργανο εκμετάλλευσης, θα πει η ερευνήτρια.
ΕΙΔΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ
Έρευνες έχουν βρει ότι η κακοποίηση μπορεί να συμβεί σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας, ανεξάρτητα από περιοχή, κοινωνικο –οικονομική θέση, κατάσταση υγείας, ηλικία, πολιτισμό, φύλο, σεξουαλική ταυτότητα, εθνικότητα ή θρησκεία.
Από τα πιο συνηθισμένα είδη κακοποίησης είναι εκείνη που έχει οικονομικά κίνητρα. Αυτή συνδέεται συχνά με σωματική, ψυχολογική και συναισθηματική κακοποίηση.
Η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος, το οποίο θα διογκώνεται με την αύξηση του αριθμού των υπερηλίκων, ίδρυσε την υπηρεσία Δικαιώματα των Ηλικιωμένων της Βικτώριας (Seniors Rights Victoria) με πρωταρχικό στόχο να βοηθήσει στην πρόληψη της κακοποίησης των ηλικιωμένων και να διασφαλίσει την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία τους.
Προς την κατεύθυνση αυτή και στο πλαίσιο των ενεργειών της εντάσσονται και οι κατά τόπους συγκεντρώσεις που γίνονται σε συνεργασία με τις δημοτικές Αρχές, αυτόν τον καιρό, όπου ηλικιωμένοι καλούνται να πάρουν μέρος για να πληροφορηθούν ποια είναι τα δικαιώματά τους, αλλά και να πάρουν απάντηση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αναφορικά με το θέμα της κακοποίησης.
Σε μια τέτοια συγκέντρωση, εκπροσωπώντας τον Νέο Κόσμο, βρέθηκα προχτές Τρίτη πρωί στο Δημαρχείο του Yarra City στη Bridge Rd. του Richmond.
Στο χώρο ο μεγαλύτερος αριθμός ατόμων είναι γυναίκες. Γυναίκες ηλικιωμένες που σίγουρα έχουν κάποια σχέση –άμεση υποψιάζεται κανείς– με το θέμα της κακοποίησης. Οι παρόντες είναι χωρισμένοι, κατά εθνικότητα, σε τραπέζια. Έλληνες, Ιταλοί, Βιετναμέζοι, Γιουγκοσλάβοι, Αυστραλοί.
Παρακολουθούν τον ομιλητή Gary Ferguson, ο οποίος αναφέρεται διεξοδικά σε μια συγκεκριμένη περίπτωση κακοποίησης, με οικονομικό κίνητρο. Εκθέτει όλη τη διαδικασία της κακοποίησης μιας μητέρας από την κόρη της, μια κακοποίηση που ξεκινά από το σημείο που η κόρη παίρνει στην κατοχή της τις πιστωτικές κάρτες της μητέρας της, τα χρυσαφικά της, της αφαιρεί το δικαίωμα να μείνει στο ίδιο το σπίτι της την βάζει σε γηροκομείο και εξαφανίζεται.
Επιστρέφει μετά μεγάλο χρονικό διάστημα και, με την πρωτοβουλία τρίτων, επεμβαίνει η υπηρεσία ‘Δικαιώματα Ηλικιωμένων Βικτώριας’ η ηλικιωμένη βγαίνει από το γηροκομείο, η κόρη υποχρεώνεται να επιστρέψει τις πιστωτικές κάρτες και τα κοσμήματα και συμφωνεί με την μεσολάβηση πάντα της κρατικής υπηρεσίας να φροντίζει τη μητέρα της.
ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΦΡΑΓΜΑ
Ο ομιλητής θα υπογραμμίσει ότι η υπηρεσία ‘Δικαιώματα Ηλικιωμένων Βικτώριας‘ προσφέρει τις υπηρεσίες της εντελώς δωρεά και όλες οι υποθέσεις είναι άκρως εμπιστευτικές.
Θα αναφερθεί στο γεγονός ότι ένα τεράστιο φράγμα στην απόφαση να ζητήσουν βοήθεια άτομα που κακοποιούνται είναι οι αρχές με τις οποίες μεγάλωσαν και είναι δύσκολο να απαλλαγούν απ’ αυτές. Θα ανατρέξει στην παιδική του ηλικία, όταν κάθε Κυριακή όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς για φαγητό. Όλα τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών τους. Κανείς δεν τολμούσε να λείψει. Εκεί, μετά το φαγητό, συζητιότανε όλα τα προβλήματα των συγγενών. Στο τέλος και πριν φύγει ο καθένας για το σπίτι του, ο παππούς σηκωνόταν όρθιος, χτυπούσε το χέρι του στο τραπέζι και έλεγε: ‘Ό,τι ειπώθηκε σ’ αυτό το δωμάτιο, θα μείνει εδώ. Τίποτε δε θα βγει πιο έξω’. Αυτά πριν μισό αιώνα. Σε καμία περίπτωση ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να μένει στο χτες. Η κοινωνία εξελίσσεται, οι ανάγκες αλλάζουν, ο άνθρωπος πρέπει να απελευθερώνεται από ό,τι αποβαίνει σε βάρος του» θα καταλήξει. Ο ομιλητής.
Ο ίδιος θα πει ότι 10%-15% ατόμων ηλικίας άνω των 65 χρόνων, έχουν υποστεί κάποια μορφή βίας. Το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί λόγου της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων.
Ακολούθησαν ερωτήσεις γενικής φύσης και στη συνέχεια, κατά άτομο, συνεντεύξεις.
Η Νίκη, 50 χρόνων, γεννημένη στη Μελβούρνη, είναι η πιο ομιλητική, αλλά και η πιο φορτισμένη.
ΚΡΑΥΓΗ ΠΑΤΕΡΑ
Μιλά για την ανάγκη κέντρων ημερήσιας φροντίδας, όπου τα παιδιά που φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους, θα μπορούν να τους αφήνουν εκεί για μια μέρα, ώστε να μπορούν να πάρουν ανάσα και δύναμη να συνεχίσουν.
Τίθεται υπό σημείωση.
Η Νίκη δεν σταματά εδώ, γιατί το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ζητά επίμονα τη λύση του. Τέσσερις αδελφές στην οικογένεια δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο θέμα της φροντίδας του πατέρα τους. Η ίδια –συμβαίνει να είναι η μεγαλύτερη– θέλει να εκπληρώσει την επιθυμία του πατέρα της να μείνει σπίτι του με τη γυναίκα του. Η τελευταία αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα υγείας, είναι σε θέση να φροντίζει με κάποια δυσκολία τον εαυτό της, όχι όμως τον σύζυγό της. Η μεγάλη κόρη ζητά από τις αδελφές της να μοιραστούν την ευθύνη της φροντίδας του πατέρα τους, όπως υποστηρίζει, όμως, η ίδια, εκείνες έχουν μεγάλες αντιρρήσεις. Ο ηλικιωμένος έχει υποστεί τον Σεπτέμβρη εγκεφαλικό και τον Φεβρουάριο καρδιακή προσβολή ελαφράς μορφής. Τον περασμένο Αύγουστο έκανε εγχείρηση κοίλης. Βρισκόταν στην ανάρρωση, όταν όπως διατείνεται η Νίκη, μία από τις αδελφές έκρινε καλό να τον βάλει σε γηροκομείο.
Με μελανά χρώματα περιγράφονται από την ίδια οι συνθήκες διαβίωσης εκεί. (Πληγές στην πλάτη από τη συνεχή ακινησία, κατάσταση συνεχούς υπνηλίας και κόπωσης από τα φάρμακα). Κατορθώνει με μεσολάβηση της μητέρας της να τον φέρει πάλι στο σπίτι του, εκεί όμως δημιουργείται θέμα μεταξύ των αδελφών αναφορικά με τη φροντίδα του. Οι τρεις μικρότερες αδελφές αρνούνται να δώσουν χέρι βοηθείας με τον ισχυρισμό ότι ‘η ίδια η μητέρα τους, τους έχει μάθει να κοιτάζουν μόνο τον άντρα και τα παιδιά τους και ποτέ να μη κοιμούνται σε άλλο κρεβάτι».
«Είναι φοβερό. Η μητέρα μου όταν τα έλεγε αυτά δεν εννοούσε να μη μένουν όταν παντρευτούν, ούτε μια νύχτα στο πατρικό σπίτι. Οι γονείς μου θυσιάστηκαν για μας. Ο πατέρας μου δούλευε σε δυο δουλειές για να μη μας λείψει τίποτε. Το ίδιο και η μητέρα μας. Φρόντιζαν τα εγγόνια τους για να μπορούμε απερίσπαστα να εργαστούμε. Τώρα, αυτό που λέω είναι να φέρουμε τον πατέρα μας σπίτι και να έχουμε κάποια εξωτερική βοήθεια. Δόξα τω Θεώ υπάρχει τρόπος να γίνει αυτό. Να ζήσει ο πατέρας μου, όσα χρόνια του μένουν στο σπίτι του. Αυτό θέλει και αυτό ζητά. Οι αδελφές μου όμως είναι ανένδοτες.
Είμαι μία και είναι τρείς. Η μία μάλιστα γίνεται και βίαιη όταν θίγω το θέμα αυτό. Μ’ έχει χαστουκίσει μπροστά στον πατέρα μου ο οποίος είναι τρομοκρατημένος. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε γηροκομείο και ζητά απεγνωσμένα να γυρίσει σπίτι του».
ΦΟΒΑΜΑΙ
Η ίδια θα πει ότι ‘φοβάται να ζητήσει νομική συμβουλή γιατί δεν θέλει να καταλήξει το θέμα στους State Tustees’
«Αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μεταξύ μας, θα χάσουμε και τον έλεγχο. Αυτό φοβούνται οι περισσότεροι Έλληνες που κακοποιούνται από τα παιδιά τους και πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης. Δεν θέλουν οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής να πάνε στα χέρια του κράτους».
Η ίδια θα καταλήξει: «Ελπίζω να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε με τις αδελφές μου. Να μαλακώσει η καρδιά τους και να φερθούν ανθρώπινα. Προς το παρόν, η κατάσταση είναι εφιαλτική».
Για εφιαλτικές καταστάσεις θα μιλήσουν και άλλες Ελληνίδες, εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα «χωρίς όνομα παιδί μου για να μη γίνουμε ρεζίλι της κοινωνίας, αλλά να μη γίνουν και τα πράγματα χειρότερα από ό,τι είναι» θα πει μια γλυκιά ηλικιωμένη γυναίκα που μόνο που θα αναφερθεί στο πρόβλημά της, την πνίγουν τα αναφιλητά και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. «Θα σου πω. Εσένα θα σου πω. Δε μιλώ αλλού γιατί φοβάμαι».
Θα μιλήσει για έναν άντρα άρρωστο για ένα γιο που τα ναρκωτικά τον έκαναν αγνώριστο. «Όλο το σπίτι είναι ερείπιο. Δεν υπάρχει μπάνιο, δεν υπάρχει κουζίνα. Όλα σπασμένα, ένα ρημαδιό». Σταματά και μετά με μισόλογα αφήνει να εννοηθεί ότι όχι μόνο η ίδια αλλά και το σπίτι είδαν στιγμές ανείπωτης βίας.
«Δεν υπάρχει βοήθεια από πουθενά. Υπήρξε μέρα που δεν είχα να αγοράσω ούτε ψωμί».
Μιλώντας για ψωμί, κάποια άλλη, γύρω στα εβδομήντα, μικροκαμωμένη θα πει ότι «το πιοτό τρελλαίνει τα παιδιά. Δεν ξέρουν τι κάνουν. Ζητάνε λεφτά. Δεν έχεις να τους δώσεις. Αδειάζουν το πορτοφόλι σου από τις πενταροδεκάρες, γίνονται αγρίμια, βρίζουν, φωνάζουν σπάνε πράγματα. Έρχονται μέρες που λείπει και το ψωμί. Έχω μια γειτόνισσα που μόλις τον δει να φεύγει, έρχεται με δυο κομμάτια πίτα. Ακούει τις φωνές, τα σπασίματα, καταλαβαίνει. Δεν λέει τίποτε μόνο κάνει ότι δεν καταλαβαίνει για να μη με ντροπιάσει. ‘Να έψησα πίτα και είπα να σου φέρω να δοκιμάσεις, να μου πεις αν την πέτυχα’. Πού να τα πεις αυτά και ποιος να σε καταλάβει; Μακάρι να είχα κάποιον να τον συνεφέρει. Να τον συμβουλέψει. Εγώ όταν μιλώ εξαγριώνεται. Όταν δεν είναι πιωμένος, είναι άλλος άνθρωπος. Καλός, γλυκομίλητος, πονετικός. Τι να το κάνω, όμως, αυτό δεν κρατά. Η ντροπή, γράψτο αυτό, μας κρατά το στόμα κλειστό.
ΨΕΜΜΑΤΑ
Σειρά κάποιας άλλης να μιλήσει που με κοιτά, για πολλή ώρα τώρα, εξεταστικά, σα να μετράει αν πρέπει να το κάνει ή όχι.
«Ήμασταν σαν αδελφές με τη διπλανή μου. Ξαφνικά την έχασα. Ο γιος της την έβαλε σε γηροκομείο. Της είπε ότι είναι μόνο για λίγο. Θα πήγαινε με την οικογένειά του διακοπές και μετά, είπε, θα την έπαιρνε. Αυτό ήταν όμως. Έμεινε έξι μήνες εκεί. Έγινε πετσί και κόκκαλο. Έπαθε μελαγχολία, δεν έτρωγε, έμεινε 35 κιλά. Μια μέρα που γιόρταζε ο εγγονός της τα γενέθλιά του, το παιδί θυμήθηκε τη γιαγιά του και τη ζήτησε. Πήγε ο πατέρας του να τη φέρει από το γηροκομείο και βρήκε ένα σωρό κόκαλα. Από την ακινησία, δεν μπορούσε να περπατήσει. Την έφερε σηκωτή, την απόθεσε σε μια πολυθρόνα, είπαν τα Happy Birthday και όταν την πήρε να την πάει πίσω η γριούλα έκλινε με το κοκαλιασμένο χεράκι της την πόρτα και κλαίγοντας τον παρακαλούσε ‘μη παιδί μου, μη με πας εκεί ξανά’. Ποιος την άκουγε όμως. Ήμουν εκεί και τα είδα με τα μάτια μου. Φτωχή Βασιλική…»
Θ’ ακούσω κι άλλα πολλά, πριν φύγω μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά.
Μπορεί να μην είναι πολλοί οι συμπάροικοι που κακοποιούνται από τα παιδιά τους. Να είναι ελάχιστοι. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να κλείσουμε τα αυτιά μας στις κραυγές τους για βοήθεια, ούτε μας δίνει το δικαίωμα να προσποιηθούμε ότι δεν υπάρχουν. Μια από τις υποδείξεις που ήλθε από τους ίδιους είναι ‘να χτυπά την πόρτα τους κάπου–κάπου κάποιος που μιλά τη γλώσσα τους’.
Σε περιοχές που μένουν ηλικιωμένοι Έλληνες, κοινωνικοί λειτουργοί κάπου – κάπου να κάνουν κάποια επίσκεψη. Έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα που γίνονται θύματα βίας και κακομεταχείρισης, είναι συνήθως μόνα. Αποκομμένα από την κοινωνία.
Το τηλέφωνο της υπηρεσίας Δικαιώματα Ηλικιωμένων Βικτώριας είναι 1300 368 821.