«Ο Πολιτισμός του Πόντου» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Ομέρ Ασάν, που κυκλοφόρησε στην τουρκική γλώσσα στην Τουρκία το 1996.
Ο Ομέρ Ασάν (Omer Asan στα τουρκικά) είναι Τούρκος συγγραφέας, ποντιακής καταγωγής. Το βιβλίο του εκδόθηκε σε ελληνική μετάφραση απο τον Εκδοτικό Οίκο Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, το 1998, και σε δεύτερη έκδοση το 2007.

Πρόκειται για ένα μοναδικό, στην κυριολεξία, βιβλίο, γιατί στην τουρκική βιβλιογραφία δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο. Βέβαια για τον Πόντο υπάρχουν πολλά βιβλία στην ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερα ιστορικού προσανατολισμού, από Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι αντλούν τις πληροφορίες τους από αφηγήσεις Ποντίων προσφύγων, ή από ιστορικές έρευνες.

Κατά κανόνα, τα βιβλία αυτά αναφέρονται σε καταστάσεις και εξελίξεις στην περιοχή του Πόντου μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας το 1922-1923.

Εκείνο που έλειπε μέχρι τώρα ήταν μια εκ «των έσωθεν» αναφορά για τους Έλληνες του Πόντου που δεν τους έπιασε η ανταλλαγή πληθυσμών. Εδώ να αναφέρω πως η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας έγινε με κριτήριο το θρήσκευμα, όχι τη φυλή, ούτε τη γλώσσα.

Η ανταλλαγή έπιασε εκείνους από τους κατοίκους του Πόντου, της υπόλοιπης Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης που ήταν Ελληνορθόδοξοι στο θρήσκευμα. Η γλώσσα δεν αποτελούσε κριτήριο για την ανταλλαγή. Έτσι, μεταξύ των Ελληνορθόδοξων, και ελληνόφωνων, ήταν και Ελληνορθόδοξοι, αλλά τουρκόφωνοι Έλληνες.
Και για τους Οθωμανούς από την Μακεδονία, την Ήπειρο και την Κρήτη, ίσχυσαν τα ίδια κριτήρια. Ανταλλάχθηκαν εκείνοι από τους κατοίκους της Ελλάδας που στο θρήσκευμά τους ήταν Οθωμανοί. Και εδώ υπήρξαν περιπτώσεις Οθωμανών στο θρήσκευμα, η γλώσσα των οποίων ήταν η ελληνική, όπως συνέβαινε με τους Οθωμανούς της Κρήτης. Και αυτούς τους έπιασε η ανταλλαγή.

Από την ανταλλαγή πληθυσμών εξαιρέθηκαν οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και Τενέδου από τη μια, και από την άλλη οι Μουσουλμάνοι της Θράκης.

Κρίνω πως στο σημείο αυτό απαιτείται μια σύντομη αναδρομή στην σταδιακή διείσδυση των Τούρκων στον ευρύτερο χώρο της Μικράς Ασίας, για να δούμε πώς ένα μέρος των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και άλλων περιοχών, εξισλαμίστηκε.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι ήταν το πρώτο από τα τουρκικά φύλλα που από τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν σταδιακά διείσδυσαν σε περιοχές της Μικράς Ασίας, και τελικά ίδρυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι Σελτζούκοι Τούρκοι πήραν την επωνυμία τους από τον ηγέτη τους Σελτζούκ, ο οποίος κατά τα τέλη του 10ου αιώνα τους οδήγησε αρχικά στην Περσία – σημερινό Ιράν – όπου δέχτηκαν τον ισλαμισμό. Τον επόμενο αιώνα επιβλήθηκαν σε όλη την περιοχή, και κατόρθωσαν και έγιναν κύριοι του Χαλιφάτου της Βαγδάτης.

Έχοντας αποκτήσει δύναμη, οι Σελτζούκοι Τούρκοι κινήθηκαν προς την Αρμενία και την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, που αποτελούσε τα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για να ανακόψει την προέλασή τους προς τις κεντρικές περιοχές της Μικράς Ασίας, ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Δ΄ ο Διογένης εκστράτευσε εναντίον τους, και στην τοποθεσία Ματζικέρτ δόθηκε μεγάλη μάχη τον Αύγουστο του 1071, στην οποία το βυζαντινό στράτευμα έπαθε πανωλεθρία, και ο ίδιος αυτοκράτορας πιάστηκε αιχμάλωτος.

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗΝ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Ακάθεκτοι οι Σελτζούκοι Τούρκοι προχώρησαν προς το κέντρο της Μικράς Ασίας, και προς τα νότια παράλια του Αιγαίου, όπου εδραίωσαν την παρουσία τους, δημιουργώντας ένα ισχυρό σουλτανάτο, με βάση το Ικόνιο.
Αυτή ήταν η πρώτη παρουσία των Τούρκων στην Μικρά Ασία. Στα τέλη του 13ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους στον μικρασιατικό χώρο και οι Οθωμανοί Τούρκοι, οι οποίοι τον 14ο αιώνα δημιούργησαν το Οθωμανικό κράτος, με πρωτεύουσα την Προύσα, το οποίο με την πάροδο του χρόνου είχε καταστεί η κύρια δύναμη των Οθωμανών στην Μικρά Ασία.

Οι Οθωμανοί Τούρκοι τελικά κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1453, διαλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και δημιουργώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που απλώθηκε σε όλη την Βαλκανική Χερσόνησο, στην Μέση Ανατολή και στην βόρεια Αφρική.

Ο Νεοκλής Σαρρής, Καθηγητής Κοινωνιολογίας της Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει τα ακόλουθα στον Πρόλογο του βιβλίου του Ομέρ Ασάν:
«Η πιο φημισμένη πόλη της Μαύρης Θάλασσας, δηλαδή του «Πόντου», όπως για εκατονταετίες ονομαζόταν η Τραπεζούντα, προσαρτήθηκε στο Οθωμανικό κράτος το 1461. Άλλωστε, το Διδυμότειχο που σήμερα βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια (και που για ένα διάστημα υπήρξε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους), κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1358, η Θεσσαλονίκη πρώτα το 1374 και τελικά το 1430, και η Αθήνα αρχικά το 1397 και ύστερα το 1458», σελ. 17.
 Εκείνο που θέλει να τονίσει ο κ. Σαρρής είναι ότι η Τραπεζούντα, η οποία την περίοδο εκείνη ήταν η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, η οποία ιδρύθηκε το 1204, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, ήταν το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού που έπεσε στην ορμή των Οθωμανών Τούρκων, παρά το γεγονός ότι ήταν η πλησιέστερη πόλη στην εστία του οθωμανικού κράτους.

Τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι διωγμοί και οι εξισλαμισμοί στον Πόντο ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι εξισλαμισμοί κορυφώθηκαν κατά τον 17ο αιώνα, όταν ο σουλτάνος παραχώρησε στους ντερεμπέηδες, τοπικούς άρχοντες, τεράστια κτήματα, και διοικητικές υπευθυνότητες για τις περιοχές τους.
Έτσι, οι συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων δεν εξαρτιόταν τόσο από την πολιτική των εκάστοτε σουλτάνων, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν τι γινόταν στην αχανή αυτοκρατορία τους, αλλά από τους κατά τόπους Ντερεμπέηδες.

Ο Χρήστος Σαμουηλίδης, στο βιβλίο του «Η Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού» γράφει τα ακόλουθα, σχετικά με τους Ντερεμπέηδες:
«Εξαιτίας των πιέσεων, καταπιέσεων και δεινών που προκαλούσαν οι Ντερεμπέηδες, καθώς και των διωγμών που έγιναν τον καιρό του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ (1648-1687) και των μεγάλων Βεζύρηδων Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1661) και Αχμέτ Κιοπρουλού (1661-1676), εξισλαμίστηκαν ομαδικά ολόκληροι πληθυσμοί από την περιοχή του Άκαμψη ποταμού (Τσορόχ) ως τις περιοχές της Τραπεζούντας, Ριζούντας, Όφη, Σουρμένων και Γημωράς. Η παράδοση μάλιστα λέει ότι πολλοί χριστιανοί της περιφέρειας Όφη εξισλαμίστηκαν μαζί με τον Επίσκοπό τους Αλέξανδρο, που μετονομάστηκε σε Ισκεντέρ…», σελ. 159-160.
Σημειώνω εδώ πως ο Ομέρ Ασάν, συγγραφέας του βιβλίου «Ο Πολιτισμός του Πόντου», κατάγεται από το χωριό Ερένκιοϊ της περιφέρειας Όφη, και η έρευνά του επικεντρώνεται κυρίως στους κατοίκους της περιοχής αυτής.

Στον δικό του Πρόλογο για την ελληνική έκδοση του βιβλίου του ο Ομέρ Ασάν κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις, αναφερόμενος στους Οφλήδες, κατοίκους της περιοχής Όφης:
«Οι Οφλήδες, οι οποίοι αποτελούν το αντικείμενο της μονογραφίας μου, είναι γνωστοί στην Τουρκία ως οι πιο μεγάλοι υπέρμαχοι του ισλάμ, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που σε κάθε τέσσερα τζαμιά το ένα έχει Οφλή χότζα. Από τότε που αποδέχτηκαν το ισλάμ θεώρησαν καθήκον τους να διαδώσουν τη θρησκεία τους σαν ιεραπόστολοι και έγιναν εθελοντές πρεσβευτές αυτής της θρησκείας», σελ. 25-26.
Εν όψει αυτής της ιστορίας των μουσουλμάνων στο θρήσκευμα κατοίκων του Όφη, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα μιλούσαν ποντιακά (ρωμαίικα τα λένε), χωρίς όμως να γνωρίζουν ότι είναι ελληνική διάλεκτος, είναι εύλογο το ερώτημα τι ήταν εκείνο που παρακίνησε έναν νέο, από το χωριό Ερένκιοϊ, να αναζητήσει τις ιστορικές του ρίζες.

Παράλληλα με την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, με βάση το βιβλίο του Ομέρ Χασάν, θα επιχειρήσω μια ανίχνευση του ιδιόμορφου ποντιακού πολιτισμού που είχε διαμορφωθεί κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες, και έχει διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας, σε κάποιες επαρχίες του ιστορικού Πόντου.