Ένας από τους κορυφαίους του υποκόσμου της Μελβούρνης, ο Τόνι Μόκμπελ -ο οποίος είχε συλληφθεί το 2007 στην Ελλάδα- ήρθε σε συμφωνία με την αστυνομία της Βικτώριας, ομολόγησε την ενοχή του για διακίνηση ναρκωτικών και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα καταδικαστεί σε 20 χρόνια φυλάκιση.
Μέσα σε δέκα χρόνια, ο Μόκμπελ φέρεται να συγκέντρωσε πάνω από εκατό εκατομμύρια δολάρια από τη διακίνηση ναρκωτικών. Μάλιστα, όπως αποκαλύφθηκε, διηύθυνε τη συμμορία του και όσο καιρό βρισκόταν στην Ελλάδα.
Για τη σύλληψή του είχε επικηρυχθεί με ένα εκατομμύριο δολάρια. Ήταν καταζητούμενος για πάνω από 15 μήνες πριν συλληφθεί στην Ελλάδα το 2007 (φορώντας περούκα) και εκδοθεί στην Αυστραλία.
Για τη φυγή του στην Ελλάδα, η οποία έγινε με τη συνεργασία αρκετών Ελλήνων, φέρεται να δαπάνησε πάνω από 1,7 εκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας και δημοσιεύματα του Τύπου, τουλάχιστον τρεις Έλληνες της Αυστραλίας φέρεται ότι βοήθησαν τον Μόκμπελ στις οικονομικές δοσοληψίες του και στο «ξέπλυμα χρημάτων».
Άλλοι τέσσερις Έλληνες φέρεται ότι οργάνωσαν τη φυγή του από την Αυστραλία (ενώ βρισκόταν ελεύθερος με χρηματική εγγύηση), ενώ Έλληνες ναυτικοί φέρεται ότι ήταν και το πλήρωμα του σκάφους που τον μετέφερε από την Αυστραλία στην Ελλάδα.
Έτσι η ομολογία της ενοχής του Μόκμπελ μπορεί να κλείνει το προσωπικό του κεφάλαιο με την δικαιοσύνη –αν και αυτό δεν είναι βέβαιο- αλλά θεωρείται βέβαιο ότι θα έχει συνέχεια για αρκετούς Έλληνες που συνεργάστηκαν μαζί του.
Ο Μόκμπελ ομολόγησε την ενοχή του μόνο για τρεις σοβαρές περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών, ενώ, στο πλαίσιο της συμφωνίας του με την αστυνομία (προφανώς, γιατί θα συνεργαστεί μαζί της με την αποκάλυψη πληροφοριών που θα συμβάλουν στην εξερεύνηση άλλων εγκλημάτων) αποσύρθηκαν άλλες επτά κατηγορίες.
Επίσης, όπως αποκαλύφτηκε τώρα, ο Μόκμπελ αθωώθηκε από ένορκους για το φόνο του Λούις Μοράν, ενώ δεν διώχθηκε για το φόνο του Μάϊκλ Μάρσαλ.
Στην Ελλάδα, ο Μόκμπελ ζούσε με την σύντροφό του Ντανιέλ Μαγκουάιρ, μαζί με τις δυο κόρες της. Η μια είναι 15 ετών και η άλλη τριών μηνών. Η δεύτερη γεννήθηκε στην Ελλάδα και πατέρας της είναι ο Μόκμπελ.
Ο Μόκμπελ διέφυγε από την Αυστραλία, ενώ ήταν υπόδικος, τον Νοέμβριο του 2006 για να φτάσει στην Ελλάδα την παραμονή των Χριστουγέννων του ίδιου χρόνου.
Σύμφωνα με την αστυνομία, το γιοτ με το οποίο διέφυγε, αγοράστηκε στο Σίδνεϊ και «τροποποιήθηκε» για το μεγάλο ταξίδι. Στο Σίδνεϊ έφθασε και το τετραμελές πλήρωμά του από την Ελλάδα.
Ο Τόνι Μόκμπελ, όπως λένε οι Αρχές, δεν πήγε «ανοργάνωτος» στην Ελλάδα. Για πολλές μέρες οι ελληνικές Αρχές διερευνούσαν το laptop του, αλλά και τους τραπεζικούς λογαριασμούς ενός γνωστού Ελληνοαυστραλού επιχειρηματία, στη ναυτιλιακή εταιρεία του οποίου ο «βαρόνος του εγκλήματος» φέρεται να είχε κάνει επενδύσεις. Ο γκριζομάλλης επιχειρηματίας, ο οποίος έχει ζήσει στην Αυστραλία, είναι ο άνθρωπος που παραχώρησε στον Μόκμπελ ένα πολυτελές 4×4 για να κυκλοφορεί έως ότου αγόρασε την πανάκριβη Mercedes SLK και έτρωγε συχνά μαζί του σε πολυτελή παραλιακά εστιατόρια. Έπιναν μαζί καφέ στα «Δελφίνια» όταν οι Έλληνες αστυνομικοί συνέλαβαν τον Μόκμπελ, αλλά ισχυρίζεται ότι τον γνώριζε ως «Στίβεν Πάπας», όπως έγραφε και το πλαστό- διαβατήριό του.
Ο συμπάροικος φέρεται να είχε στήσει ναυτιλιακή εταιρεία στην οποία ο Μόκμπελ θα συμμετείχε ως «σιωπηλός επενδυτής», προφανώς με χρήματα από τη διακίνηση ναρκωτικών που θα του έστελναν συνεργάτες του από την Αυστραλία για να τα «ξεπλένει!
Ο «χοντρός Τόνι», όπως τον αποκαλούν οι Αυστραλοί, σχεδίαζε να μείνει για πάντα στην Ελλάδα. Άλλωστε, εκεί γεννήθηκε η κόρη του Ρενέ, που απέκτησε με τη Μαγκουάιρ, η οποία έχει και άλλη μια κόρη από προηγούμενο γάμο. Ζούσε σε μια πολυτελέστατη μεζονέτα στη Γλυφάδα πληρώνοντας ενοίκιο 2.000 ευρώ!
Οι Αυστραλοί εντόπισαν τα ίχνη του 42χρονου καταζητούμενου στις 15 Μαΐου του 2007. Κλιμάκιο τριών Αυστραλών αστυνομικών πήγε στην Ελλάδα στις 25 του ίδιου μήνα. Η σύλληψη θα γινόταν τρεις μέρες νωρίτερα, αλλά οι Έλληνες αστυνομικοί έχασαν τα ίχνη του Μόκμπελ, που κυκλοφορούσε μεταμφιεσμένος με περούκα και είχε αφήσει γένια, έτσι ώστε να μην είναι σίγουροι αν ήταν ο καταζητούμενος!
Αμέσως μετά τη σύλληψή του, ο Μόκμπελ λέγεται ότι επιχείρησε να δωροδοκήσει τους Έλληνες αστυνομικούς, προσφέροντάς τους 1,6 εκατ. δολάρια για να τον αφήσουν ελεύθερο! Όμως, ούτε καν του απάντησαν… Οι Αυστραλοί αστυνομικοί τον είδαν μόνο πίσω από ένα τζάμι για να τον αναγνωρίσουν. Ήταν τόση η χαρά τους που ένας από αυτούς άρπαξε έναν Έλληνα συνάδελφό του και τον φίλησε!
Ο «βαρόνος» του οργανωμένου εγκλήματος, είχε καταδικαστεί ερήμην σε φυλάκιση εννέα ετών για εισαγωγή δύο κιλών κοκαΐνης στην Αυστραλία, κατηγορείται για ηθική αυτουργία στη δολοφονία ενός άλλου αρχιγκάνγκστερ, του Λιούις Μοράν.
ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΑΤΑ ΣΤΑ CLUB ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΩΝ 20 ΕΚΑΤ. ΔΟΛ.
Στη Γλυφάδα ο Μόκμπελ ζούσε πλούσια με τη σύντροφό του και τα παιδιά τους. Φρόντιζε να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του για να μην αναγνωρίζεται εύκολα, χωρίς, όμως, να δίνει στόχο ότι κρυβόταν. Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα έτρωγαν στο πολυτελές εστιατόριο «Το Μπακάλικο», όπου δεν κάθονταν ποτέ παραπάνω από μισή ώρα, πάντα σε γωνιακό τραπέζι και κρυμμένοι πίσω από τα φυλλώματα των θάμνων.
Φορούσε πάντα γυαλιά ηλίου, τζόκεϊ και βερμούδα. Δεν έπινε ποτέ οινοπνευματώδη και έτρωγε πάντα… λαχανοντολμάδες, μαζί με τα άφθονα φαγητά που παράγγελνε! Εκείνο που έκανε εντύπωση στους εργαζόμενους του πολυτελούς εστιατορίου ήταν ότι άφηνε πάντα μεγάλο φιλοδώρημα, έως και 60 ευρώ! Επειδή μιλούσε αγγλικά, τον αποκαλούσαν «Αμερικάνο»… Συχνά επισκεπτόταν και τα «Starbucks» της Γλυφάδας, όπου το προσωπικό τον θυμάται να ζητάει θρυμματισμένο πάγο στο ρόφημά του.
Ο Μόκμπελ ξεκίνησε την «καριέρα» του πλένοντας… πιάτα σε ένα προαστιακό nightclub της Μελβούρνης. Αργότερα, έγινε για λίγο σερβιτόρος πριν αναλάβει καθήκοντα… security, όταν διαπιστώθηκε ότι οι μειλίχιοι τρόποι του ήταν ικανοί να πείσουν χωρίς βία, ακόμη και τον πιο δύστροπο πελάτη! Στα 19 του αγόρασε ένα μπαρ στην περιοχή Ροζάνα και πέντε χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Καρμέλα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.
Το 1987 αγόρασε ένα ιταλικό ρεστοράν στη Μπορόνια και δέκα χρόνια αργότερα άνοιξε το εστιατόριο «T Jays» στο Μπράνσγουικ. Όμως το 1998 ήρθε η καταδίκη του για παραγωγή αμφεταμινών και αφέθηκε ελεύθερος όταν υπέβαλε έφεση. Όσοι τον ξέρουν, λένε ότι υπήρξε μεγάλος τζογαδόρος και στις ιπποδρομίες της Μελβούρνης κέρδισε περιουσίες, τις οποίες επένδυσε στήνοντας οίκους μόδας, μπαρ, εστιατόρια, ξενοδοχεία, nightclub και αγοράζοντας γη. Στις αρχές του αιώνα κόμπαζε στους φίλους του ότι είχε υπό τον έλεγχό του 38 εταιρείες και περιουσία πάνω από 20 εκατομμύρια δολάρια!
Σε βάρος του 41χρονου είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης από την Ιντερπόλ καθώς από τον Μάρτιο του 2006 καταζητείτο από τις αστυνομικές Αρχές της Αυστραλίας, για δύο δολοφονίες και μία καταδίκη για υπόθεση ναρκωτικών.
Ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, προσπαθώντας να εμποδίσει την έκδοσή του στην Αυστραλία, ισχυρίσθηκε ότι η χώρα του τον ζητά για πολιτικούς λόγους, αίτημα που κατά την υπεράσπισή του πάσχει καθώς δεν υπογράφεται από εισαγγελέα. Το Συμβούλιο Εφετών δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς του Αυστραλού και με απόφασή του διέταξε την έκδοσή του στις αρχές της Αυστραλίας