Ιούνιος 2007. Κυριακή απόγευμα. Ώρα 4:00 μ.μ. Καύσωνας ανελέητος. Ένα επίμονο εκνευριστικό τηλεφώνημα σκοτώνει κάθε ελπίδα να απολαύσω την κυριακάτικη σιέστα μου, την  οποία τηρώ με θρησκευτική ευλάβεια όποτε βρίσκομαι στην Ελλάδα. Είναι ο φίλος Κ (όχι ο γνωστός ήρωας του Κάφκα, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν, μετά τα όσα υπέφερε στην Ελλάδα), ένας πρώην φοιτητής μου στη Μελβούρνη, που εδώ και πολλά χρόνια ζει μόνιμα στην Αθήνα.

Με ρωτάει: «Τι κάνεις απόψε». Τον πληροφορώ ότι είμαι καλεσμένος –εντελώς απρόοπτα, πριν από μισή ώρα– για μια τηλεοπτική συνέντευξη (για το τελευταίο μου βιβλίο) στην ΕΡΤ, στο πρόγραμμα «Odyssey» της φίλης μου Αφέντρας Βαρσαμακίδου, αλλά πώς να πάω με τέτοια λαύρα… Μου λέει: «Μη φύγεις, έρχομαι σε καμιά μια ώρα να σε πάω εγώ με το καινούργιο μου αυτοκίνητο που έχει και air-condition, για να μου πεις “με γεια…”». Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που νιώθω σαν την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων…» με την αναπάντεχη εμφάνιση των διαφόρων «από μηχανής θεών» της Ελλάδος, οι οποίοι πάντα με σώζουν στο παρά πέντε, έστω κι αν δεν τυγχάνει να ανήκω στην, κατά τα άλλα, συμπαθή συνομοταξία των δωδεκαθεϊστών…

Γύρω στις 7:30 μ.μ. ο Κ με αφήνει στο προαύλιο ενός απ’ τα πάμπολλα σκόρπια κτίρια του πολυδαίδαλου συγκροτήματος της ΕΡΤ στην Κατεχάκη (πρώην ΥΕΝΕΔ), με την υπόσχεση να περάσει να με πάρει «για να βγούμε έξω» όταν θα τελείωνα γύρω στις 9:30 μ.μ.

Τα περίεργα, ανάμικτα συναισθήματα που ένιωθα πριν (είχα ξαναεπισκεφθεί τον ίδιο χώρο πριν 24 χρόνια, δίνοντας την πρώτη, παρθενική, τηλεοπτική μου συνέντευξη σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων του κρατικού καναλιού τον Γενάρη του 1987) εντάθηκαν, καθώς ολομόναχος τώρα ανέβαινα τις σκάλες ενός των κτιρίων. Ένα ανεξήγητο άγχος αρχίζει σταδιακά να με καταλαμβάνει,  αδυνατώντας να εξηγήσω λογικά την προέλευσή του. Ίσως οφειλόταν στην αβεβαιότητά μου για το αν βρισκόμουν στο σωστό μέρος. Περισσότερο όμως πρέπει να οφειλόταν στην απέραντη ερημιά του όλου χώρου. Μια άκρα του τάφου νεκρική σιωπή βασίλευε παντού. Αναρρίγησα. Σαν ήρωας του Κάφκα κι εγώ (τον άλλον Κ στη «Δίκη»), άρχισα να παίρνω, στα κουτουρού, σβάρνα τους διαδρόμους και τις πόρτες. Μάταιος κόπος. Άδικα αναζητούσα κάποιο γραφείο πληροφοριών, μια κάποια ανθρώπινη παρουσία. Παντού πόρτες κλειδαμπαρωμένες ή μισόκλειστες. Αίθουσες άδειες ή κατασκότεινες. Στούντιο με κατάμαυρες κουρτίνες και σβησμένους προβολείς. Όλα σιωπηλά, νεκρικά, πένθιμα. Πού και πού κάποιες ξεθωριασμένες ταμπελίτσες σε ορισμένες πόρτες υπαινίσσονταν την ανθρώπινη παρουσία, που τώρα – φευ – απουσίαζε παντελώς. Ευτυχώς που, μολονότι το παμπάλαιο κτίριο όπου βρισκόμουν δεν κλιματιζόταν, ήταν –περιέργως– σχετικά δροσερό. Κι ωστόσο, εγώ ένιωθα να ασφυκτιώ, να πνίγομαι, όχι τόσο απ’ τη ζέστη, όσο από ένα αίσθημα αδιεξόδου. Πανικοβαλλόμουν στη σκέψη ότι ίσως να μην έφτανα ποτέ στον προορισμό μου (δηλ. στο στούντιο που έπρεπε) χωρίς τον «μίτο της Αριάδνης» (δηλ. το κινητό που δυστυχώς δεν είχα, για να επικοινωνήσω με τη φίλη τηλεπαρουσιάστρια). Στο μέτωπό μου είχαν αρχίσει ήδη να σχηματίζονται οι πρώτοι θρόμβοι ιδρώτα.

Αφού προχώρησα σε κάποιους ακόμα διαδρόμους, ανεβοκατέβηκα κλίμακες και σκαλοπάτια, χτύπησα πόρτες και ανοιγόκλεισα γραφεία, στούντιο, αποθήκες, τουαλέτες και δεν ξέρω τι άλλο, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, κοντοστάθηκα κάθιδρος κι έντρομος. Σκέφτηκα ότι για να μη χαθώ (αν δεν είχα χαθεί κιόλας) εντελώς σ’ αυτό τον μυστηριώδη λαβύρινθο, έπρεπε οπωσδήποτε να ξαναγυρίσω στην αφετηρία, δηλαδή στην είσοδο του κτιρίου απ’ όπου μπήκα. Τώρα είχα αρχίσει να φοβάμαι για τα καλά. Δεν ξέρω τι ακριβώς και γιατί. Δεν ήταν μόνο ότι είχα χάσει το μπούσουλα, ότι είχα χαθεί, κι ενδεχομένως να έχανα και την τηλεοπτική συνέντευξη, αλλά κάτι πολύ χειρότερο…

Για να το διασκεδάσω, σκέφτηκα ότι οι ενέδρες, οι απαγωγές και τα βασανιστήρια μέσα σε τηλεοπτικά στούντιο κι εγκαταστάσεις, μόνο σε μυθιστορήματα-θρίλερ (όπως το «Γεια σου τηλεόραση!» που εκείνες τις μέρες μου είχε χαρίσει ο φίλος συγγραφέας Αλέξανδρος Ασωνίτης) συνήθως συμβαίνουν και σπανίως στην πραγματική ζωή. Με τέτοια επιχειρήματα προσπαθούσα να ξεγελάσω τον εαυτό μου, να παρηγορηθώ και να ηρεμίσω κάπως, αποδίδοντας αυτές τις παράλογες φοβίες μου στον ανυπόφορο καύσωνα που, δεν αποκλείεται, σκεφτόμουν, να  με είχε βαρέσει κατακούτελα…

Παρ’ ότι όμως το ξερό κουράγιο που έκανα, ήμουν πια πεπεισμένος ότι, οσονούπω, κάτι φοβερό επρόκειτο να μου συμβεί, μόνο που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω. Κι αυτή μου η πεποίθηση δεν άργησε καθόλου να επαληθευτεί. Αφού έμεινα για μερικά λεπτά εν μέσω ενός τεράστιου ανήλιαγου διαδρόμου, σαν στήλη άλατος, αναζητώντας κάποια επιφοίτηση, και μη βρίσκοντας άλλη διέξοδο, αποφάσισα να επιστρέψω στην κύρια είσοδο – πράγμα που έκανα αυθωρεί και παραχρήμα. Έτσι, εντός ολίγων λεπτών, που όμως εμένα μου φάνηκαν αιώνες, βρισκόμουν επιτέλους στην είσοδο. Και τότε – ω του θαύματος! – η φοβία εκείνου του μυστηριώδους «κάτι», που για τόσην ώρα με καταδυνάστευε πολιορκώντας με εξουθενωτικά, μορφοποιήθηκε ανάγλυφα σ’ όλο το αποκρουστικό της μεγαλείο…
Τη στιγμή που έφτανα στο ξέφωτο της κύριας πύλης του άχαρου κτιρίου, διαπίστωνα –επιτέλους– μια παρουσία! Μια τρομακτικά αλλόκοτη, σχεδόν εξωγήινη παρουσία που, παραδόξως, δεν είχα προσέξει καθώς εισερχόμουν στο κτίριο –εκτός αν επρόκειτο για… φάντασμα που μόλις τώρα εμφανιζόταν μπροστά μου… Ενδεχομένως να μην είχα δώσει τη δέουσα προσοχή, απορροφημένος από την έγνοια και το άγχος ανεύρεσης του στούντιο όπου έπρεπε να παρουσιασθώ – σκέφτομαι τώρα εκ των υστέρων – χωρίς όμως να είμαι πλέον βέβαιος για τίποτα…

Λοιπόν, στο δεξί μου μέρος, όπως επέστρεφα τώρα προς την έξοδο (δηλαδή αριστερά της εισόδου) κείτονταν ένα τεραστίων διαστάσεων πουλί! Ένα πελώριο πουλί, και μάλιστα μυθικό, που στα κατάπληκτα μάτια μου φάνταζε σαν μια απόκοσμη υπερφυσική οντότητα. Επρόκειτο για έναν φοίνικα, όχι ζωντανό, ούτε καν μπαλσαμωμένο, αλλά θανάσιμα λαβωμένο, ήτοι ψόφιο. Εμβρόντητος και κάθιδρος τον κοιτούσα σχεδόν εκστατικά, σα να αντίκριζα δια ζώσης ένα εφιαλτικό φάντασμα μιας αλήστου μνήμης εποχής…

Διστακτικά στην αρχή, αλλά αποφασιστικά στη συνέχεια, τον πλησίασα σε απόσταση αναπνοής, αβέβαιος αν έπρεπε να βάλω τους τύπους επί των ήλων και να τον ψηλαφίσω. Φρικιούσα στην ιδέα ότι θα μπορούσα να μολυνθώ από κάποιο μεταδοτικό ιό ή ανίατη νόσο. Εξετάζοντάς το επισταμένα τώρα, διαπίστωνα ότι επρόκειτο για μια φτηνή, κακόγουστη, ξεβαμμένη και ξεφτισμένη ξύλινη απομίμηση του μυθικού ιερού πτηνού των αρχαίων Αιγυπτίων, το οποίο είχε καταντήσει ένα πανάθλιο βρικολακιασμένο ψοφίμι. Ήταν ένας κάλπικος φοίνικας-«μαϊμού» (σαν τους κίβδηλους επινοητές-κατασκευαστές του) που κείτονταν τώρα μαδημένος, με σπασμένες φτερούγες, ξεδοντιασμένος, στραβολαιμιασμένος, με εξαρθρωμένο κεφάλι, εγκαταλελειμμένος και παραπεταμένος στην άκρη, περιμένοντας καρτερικά το ρακοσυλλέκτη που θα τον έθαβε σε κάποια χωματερή για να αναπαυθεί επιτέλους εν ειρήνη…

Ούτως ή άλλως δεν επέπρωττο να αναγεννηθεί ποτέ μέσα απ’ τις στάχτες του – αφού μόλις και μετά βίας κατάφερε να επιζήσει μόνο για μια επταετία και όχι για πεντακόσια χρόνια (!), όπως το ήθελε η παράδοση – έχοντας υποστεί τα πάνδεινα στα αμαρτωλά χέρια των εθνοσωτήρων-Φρανκεστάιν, οι οποίοι στο διάστημα αυτό (της επταετίας) κατάφεραν να κακοποιήσουν και μεταλλάξουν τη χώρα ολοκληρωτικά (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αφού, για να παραφράσω τον Δημήτρη Δανίκα «Το [απριλιανό τέρας] του Φρανκεστάιν το ντύσανε με τσαρούχια και φουστανέλα αλά ελληνικά!…». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν σε παραίσθηση, νόμισα ότι άκουσα το παραληρηματικό κι ασυνάρτητο «γαύγισμα» του Δικτάτορα ο οποίος εφθέγγετο σαν άλλος Φρανκεστάιν:

«Ο ανθρώπινος οργανισμός, ως καλύτερον πολλών εξ υμών οι της ιατρικής γνωρίζουν, αποθνήσκει από της στιγμής που χάνει την δυνατότητα της ανανεώσεως των κυττάρων του και η Ελλάς δεν επιτρέπεται να αποθάνη […] Διότι όσον επικίνδυνον είναι ο χειρουργός να αποβάλει και να προσβάλει κατά την εγχείρησιν, μετά των καρκινογόνων κυττάρων και υγιά κύτταρα, άλλον τόσον είναι επικίνδυνον δια τον οργανισμόν εάν αφήση επ’ αυτού ασθενή κύτταρα μετά των υγιών. Και επομένως η ανάγκη της επισημάνσεως των ασθενών κυττάρων μετά των ρωμαλέων και ικανών δια την προσπάθειαν, είναι προσπάθεια εξαιρετικής σημασίας».

Υ.Γ.: Όταν τελείωσα με την τηλεοπτική μου συνέντευξη (τελικά εδέησε και βρήκα το στούντιο, στο οποίο «ανακρίθηκα» για το τελευταίο μου βιβλίο από την φίλη Αφέντρα και τον Αντώνη Αλαφογιώργο) κι επέστρεψε ο φίλος Κ να με πάρει, με ρώτησε πώς τα πήγα με  το… «Odyssey». «Μια χαρά…» βιάστηκα να του απαντήσω, αμήχανα, αποσιωπώντας την προσωπική μου μικρή, αλλά αλησμόνητη «οδύσσεια» που προηγήθηκε. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα καταλάβαινε την αναπάντεχη συνάντησή μου με το απριλιανό τέρας του Φρανκεστάιν. Το πιθανότερο δε είναι να εκλάμβανε την καθ’ όλα αληθινή περιπέτειά μου σαν ένα ακόμη από τα τόσα μυθοπλαστικά τερτίπια μου…

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης και συγγραφέας. Τα τελευταία του βιβλία είναι: η ελληνική μετάφραση της αυτοβιογραφίας του νομπελίστα Πάτρικ Γουάιτ «Ψεγάδια στον καθρέφτη» (εκδ. “Τυπωθήτω”, Αθήνα 2008), η βιογραφία «Κώστας Ταχτσής: η αθέατη πλευρά της σελήνης» (εκδ. “Ηλέκτρα”, Aθήνα 2009) και τα θεατρικά «Προσοχή: Εύθραυστον!» (2010 )και «Honeymoon στο “Χίλιες και μια Νύχτες“ (2011) από τις αθηναϊκές εκδόσεις «Αιολικά Γράμματα».