«Όπως και όλα τα άλλα παιδιά, και εγώ πίστευα ότι όλοι οι νεκροί είχαν πεθάνει μόνο προσωρινά, και μια μέρα θα γυρίσουν από αυτόν το θάνατο».
(Μλάτνεν 23, Ανατολικό Σαράγιεβο)
Έρχομαι από ένα μικρό, νέο βαλκανικό κράτος. Μαυροβούνιο, ένα μικρό κομμάτι του κάποτε ισχυρού κράτους που κάλυπτε όλα τα Βαλκάνια.
Πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, εξαφανίστηκε η Γιουγκοσλαβία, που οι περισσότεροι πολιτικολόγοι τη θεωρούσαν μια από τις πρώτες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που θα μπορούσε να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις για την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και υπήρχαν και εκείνοι που επισήμαναν την έλλειψη δημοκρατίας, η Γιουγκοσλαβία είχε πολύ καλές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές σχέσεις με τη Δύση.
Κάποτε ήταν ένας λαός, τώρα είχε χωριστεί στα διαφορετικά έθνη και θρησκείες.
Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην πατρίδα μου, το 1991, ήμουν τεσσάρων χρονών. Όπως μεγάλωνα, έχτιζα τη δική μου εικόνα για το τι έγινε, άρχιζα να καταλαβαίνω τι ήταν αυτό που άλλαξε τις ζωές των ανθρώπων γύρω μου. Μπορώ να πω ότι το Μαυροβούνιο δεν είχε ανοιχτό πεδίο μάχης, όπως η Βοσνία. Ο πόνος όμως ήταν ίδιος, όπως μου έλεγαν οι γονείς μου.
Ίδιος, επειδή σκοτώναμε ο ένας τον αδελφό του.
Οι άνδρες από ολόκληρη Γιουγκοσλαβία βρέθηκαν στο πεδίο μάχης. Κάποιοι πήγαιναν εθελοντικά, σ’ άλλους ερχόταν προσκλήσεις από το στρατό. Οι περισσότεροι νέοι αρσενικοί που εκείνη την στιγμή εκπλήρωναν την στρατιωτική τους θητεία στα διάφορα μέρη της χώρας, τώρα ήταν εχθροί με τους καλύτερους φίλους απ’ το στρατό.
Ο πόλεμος διήρκεσε πάνω από τέσσερα χρόνια. Ακόμα και όταν επίσημα είχε τελειώσει με την Συμφωνία του Ντέιτον, τον Δεκέμβρη 1995, οι ατυχίες που προκάλεσε όλο και περισσότερο έβγαιναν στην επιφάνεια.
Αυτά θυμάμαι… Τα σημάδια που δεν έχουν πάψει ποτέ να μας θυμίζουν τον πόλεμο.
Θυμάμαι την χαρά που υπήρχε στο χωριό μου όταν γυρνούσαν τραυματισμένα αγόρια. Τουλάχιστον ήταν ζωντανοί και ασφαλείς.
Θυμάμαι μια από τις καλύτερες παιδικές μου φιλενάδες, που περίμενε τον πατέρα της δυο-τρία χρόνια. Κανείς δεν ήξερε αν ζει ή όχι, μέχρι που μια μέρα εμφανίστηκε στην αυλή του σπιτιού τους. Ακόμα και σήμερα, ο κ. Ράνκο δεν μιλάει.
Ποτέ, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δεν μίλησε για το πόλεμο. Κάθεται στη καρέκλα του, και κάποιες φορές γυαλίζουν τα μάγουλά του απ΄ τα δάκρυα. Κανείς δεν ξέρει τι έκαναν τα χέρια του, τι είδαν τα μάτια του, που παγωμένα ακόμα κοιτάνε στις σκηνές του πολέμου.
Θυμάμαι ότι σε κάθε πολυκατοικία της γειτονιάς είχαμε νέους φίλους. Οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει την αυλή τους, τις δουλειές τους, τα πάντα, για να σωθούν. Ώριμοι άνθρωποι, αναγκασμένοι να ξεκινήσουν ξανά την ζωή τους, να ξαναγεννηθούν.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΣΑΡΑΓΙΕΒΟ
Ακολούθησαν το εμπάργκο και ο πληθωρισμός. Χάρη στο πληθωρισμό, μετά τον πόλεμο το νόμισμα είχε χάσει εντελώς την αξία του. Ο μισθός που έπαιρνε ο πατέρας μου έχανε την αξία του σε μισή ώρα, όσο χρειαζότανε να φτάσει από την βιομηχανία που δούλευε στη τραπέζια. Με το μισθό ενός μήνα μπορούσε να αγοράσει ένα κιλό μήλα.
Οι περισσότεροι νέοι εκπαιδευμένοι άνθρωποι εγκατέλειπαν τη χώρα, ενώ μισό εκατομμύριο προσφύγων από την Κροατία, τη Βοσνία και το Κόσοβο έψαχνε την σωτηρία του στη εξαθλιωμένη Σερβία.
Όχι, όμως, η οικογένεια του Μλάντεν Γούτοβιτς, από το Ανατολικό Σαράγιεβο, που έζησε ολόκληρο τον πόλεμο στην εμπόλεμη ζώνη.
Τις πρώτες στιγμές του πολέμου στη Βοσνία, ο Μλάτνεν έζησε σε ένα νοσοκομείο στο Σαράγιεβο, τρεισήμισι χρονών αγόρι. Όταν η κατάσταση στη πόλη άρχισε να γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη, αποκτώντας την μορφή πραγμάτων που θα ακολουθήσουνε, τη τελευταία στιγμή ο πατέρας τον πήρε απ’ το νοσοκομείο και τον έσωσε από το σίγουρο θάνατο.
«Από εκείνη την περίοδο θυμάμαι μόνο ένα παιχνιδάκι που μου είχαν δώσει στο νοσοκομείο. Δυστυχώς, λίγο πιο μετά η ανυπακοή μου έκανε τον πατέρα να το σπάσει. Το μικρό μου αμάξι είχε την μοίρα του κράτους στον οποίο γεννήθηκα, με μια κατ’ ουσίαν διαφορά. Το κρατικό σύστημα δεν το έσπασε κανείς – έσκασε μόνο του!» μιλάει ο Μλάτνεν.
Ο πόλεμος στη μνήμη του Μλάντεν ζει ακόμα και σήμερα: οι στιγμές του κινδύνου, όταν με κάθε σειρήνα συναγερμού ο κόσμος κρυβόταν στα καταφύγια, στα υπόγεια της γειτονιάς. Ολόκληρη η γειτονιά βρισκόταν εκεί κάτω. Στεναχωρημένοι μεγάλοι προσπαθούσαν να δουν τι συμβαίνει. Τα παιδιά όμως, ήταν ευτυχισμένα που πάλι μπορούσανε να παίξουνε μαζί.
Όπως και στην Βοσνία, και στο Μαυροβούνιο παίρναμε την ανθρωπιστική βοήθεια, από το UNICEF. Το γάλα υπήρχε μόνο στη σκόνη. Την μερένδα την φτιάχνανε οι μητέρες μας. Το κρέας μας το έδιναν σε κονσέρβα.
«Παίρναμε κάποια βοήθεια, δεν ξέρω από ποιον» θυμάται ο Μλάτνεν.
«Νόμιζα ότι μας το στέλνουν κάποιοι κακοί άνθρωποι, επειδή το βασικό τρόφιμα ήταν ο περίφημος «Ίκαρ», για το οποίο ύστερα μάθαμε ότι ήταν τρόφιμα για τα σκυλιά. Αυτός ήταν ο λόγος που νόμιζα ότι εξίσου κακό είναι το τυρί Φέτα, εφόσον μας το έστελνε ο ίδιος που μας χάριζε τον «Ίκαρ»
Από το συμβολικό ποσό που κάθε μήνα έπαιρνε η μητέρα του Μλάτνεν ως εθελόντρια, του αγόραζε μια μεγάλη σοκολάτα, που τότε έφτανε μέχρι τα γόνατά του. Η σοκολάτα έπρεπε να διαρκέσει ολόκληρο τον μήνα.
«Ο Θεός μόνο ξέρει πώς αντιστεκόταν στην μητρικό της ένστικτο να μην μου την δώσει να την φάω ολόκληρη».
Η μητέρα του Μλάντεν είχε πάντα ένα μικρό κουτί μαζί της, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το είχε φτιάξει ο πατέρας του. Έβαλε τα χρυσά κοσμήματα και ό, τι χρήμα είχανε στο πλαστικό κουτάκι, από το λάστιχο φτιάχνοντας την αλυσίδα για αυτό το ασυνήθες μπρελόκ. Όλη αυτή την περιουσία, το πλούτος τους, το είχε δώσει στη γυναίκα του, να το φυλάξει απ’ τους εχθρούς, ενώ ο ίδιος πολεμούσε.
Μια μέρα γύρισε σπίτι με το τυλιγμένο πόδι. Κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών δράσεων πιάστηκε αδέξια από μια πόρτα, τράβηξε τη σκανδάλη και πυροβόλησε τον εαυτό του.
«Ήταν δύσκολο για μένα όταν έβλεπα την μητέρα να τυλίγει την πληγή του, αλλά ήμουν χαρούμενος που εκείνες τις μέρες περάσαμε όλοι μαζί στο σπίτι» περιγράφει ο Μλάτνεν τις αναμνήσεις του.
Η μητέρα του κάθε μέρα πήγαινε για δουλειά στο τοπικό ιατρείο. Ήταν νοσοκόμα-εθελόντρια μαζί με κάποιους συναδέλφους από το τόπο τους, και ολόκληρο τον πόλεμο πέρασε σώζοντας ζωές. Η ειρωνεία του πολέμου δεν την άφησε να σώσει την μητέρα της, που σκοτώθηκε στη βάση του βουνού Ίγκμαν, κοντά στη διαχωριστική γραμμή. Η γιαγιά του Μλάτνεν ήταν στην αυλή του σπιτιού της, δεν είχε όπλα. Έφερνε από κάπου το νερό στο σπίτι, η έλλειψη του οποίου μαζί με το ρεύμα ήταν καθημερινό φαινόμενο στο πόλεμο.
«Θυμάμαι τα δάκρυα. Τα δάκρυα της μητέρας δεν ξεχνιούνται ποτέ. Εκείνη τη μέρα ο πατέρας της είπε ότι σκοτώθηκε η μητέρα της. Τη σκότωσαν επειδή ήταν Σέρβα. Όπως και όλα τα άλλα παιδιά, και εγώ πίστευα ότι όλοι οι νεκροί είχαν πεθάνει μόνο προσωρινά, και μια μέρα θα γυρίσουν από αυτόν το θάνατο. Τελείωσε ο πόλεμος, και τα σμέουρα της γιαγιάς δεν τα ξανάφαγα. Η γιαγιά δεν γύρισε ποτέ».
Δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι ήμασταν τυχεροί εμείς που την περίοδο του πολέμου ήμασταν ακόμα παιδιά. Δεν καταλαβαίνεις ακριβώς τι γίνεται, μέχρι να μεγαλώσεις και καταλάβεις ότι τα πάντα είχαν κάποια επιρροή.
Το όφελος από τον πόλεμο είχαν οι ηγεμόνες που μοίρασαν τα λάφυρα.
Σήμερα, εκεί που κάποτε βρισκόταν η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ζουν ανεξάρτητα έξι κράτη, και το Κόσοβο. Με τους γονείς της δικιάς μου γενιάς, θα φύγει και η Γιουγκο-νοσταλγία. Έχουμε νέες προσδοκίες και υψηλότερους στόχους, ευρωπαϊκές ενώσεις και τα ΝΑΤΟ. Πάντα, όμως, θα είμαστε ένας λαός, μια νοοτροπία που χαμογελάει και κλαίει για τους ίδιους λόγους. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά είμαι περήφανη για την ιστορία του λαού μας. Ναι, έχουμε χάσει πολλά στον πόλεμο, αλλά τουλάχιστον έχουμε μάθει να εκτιμάμε τη ζωή, και το μικρότερο πράγμα που έχουμε.
Τα ίχνη του πολέμου δεν θα χαθούν ποτέ. Τόσοι άνθρωποι είναι θυμωμένοι ακόμα, τόσοι έχασαν τους κοντινούς τους, τις εστίες τους. Από τότε, στα μάτια της Δύσης θα είμαστε πάντα «αυτοί που πολεμούσαν, οι Βαλκάνιοι που έκαναν τα χειρότερα στον πόλεμο».
Ήταν πόλεμος που σκότωσε όχι χιλιάδες ανθρώπων, αλλά μια ολόκληρη γενιά, ένα μέλλον, μια μεγάλη βαλκανική αγάπη.