Παρέκβαση: Το περασμένο Σαββατοκύριακο σχολίασα δύο άρθρα αθηναϊκών εφημερίδων («Το Βήμα», «Καθημερινή»). Στην πρώτη εφημερίδα σχολίασα τη χρήση της λέξης «Θεάνθρωπος», που χρησιμοποίησε η αρθρογράφος Μαρία Αντωνιάδου στο άρθρο της «Μηνύματα ελπίδας των Προκαθημένων για την Ανάσταση». Της είπα ότι η λέξη «άνθρωπος» καλύπτει και τη γυναίκα. Ο Ιησούς ήταν άνδρας με νεφρά γεμάτα αξόδιαστη ορμή. Συνεπώς ο Ιησούς ήταν θεανδρίτης (θεός-άνδρας) όχι θεάνθρωπος (θεός-άνθρωπος).
Στη δεύτερη εφημερίδα σχολίασα μια ατεκμηρίωτη γενικόλογη δήλωση του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, ο οποίος, στο άρθρο του «Ελευθερία από την ειμαρμένη», έγραψε: «Οι Έλληνες δέχτηκαν τον χριστιανισμό διακινδυνεύοντας τα πάντα (εκχριστιανίστηκαν ταχύτατα στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων, όταν μαίνονταν οι διωγμοί της ρωμαϊκής εξουσίας ενάντια στους Χριστιανούς), γιατί στη χριστιανική μαρτυρία αναγνώρισαν απάντηση στον πόθο για πληρωματική υπαρκτική ελευθερία.» Υπενθύμισα στον καθηγητή ότι ο Πλούταρχος (50–120 μ.Χ.) δεν εκχριστιανίστηκε «ταχύτατα» ούτε ο Επίκτητος (55–135 μ.Χ.) ούτε η Υπατία (370–415 μ.Χ.).
Ο αγαπητός «Αιθεροβάμων» επιμένει να γαβγίζει σε λάθος δέντρο. Ρίζα πολλών κακών η αμάθεια. Μη επιθύμει αδυνάτων, ώ φίλε! Ουδέποτε γαρ ωρέχθην τοις πολλοίς αρέσκειν. Τέλος παρέκβασης.
«ΑΦΟΒΟΝ Ο ΘΕΟΣ . . .»
Ο Φρειδερίκος Νίτσε έγραψε: «Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο – και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του» (Nachgelassene Schriften). Αν οι επικούρειοι δεν είχαν κυνηγηθεί από τους χριστιανούς, σήμερα οι άνθρωποι θα είχαν νικήσει τον φόβο του θανάτου και το περί αθανασίας της ψυχής «ωφέλιμο» ψεύδος – ένα ψεύδος που το καλλιέργησαν με ιδιαίτερο ζήλο οι πυθαγόρειοι, ο Πλάτωνας και αργότερα οι χριστιανοί. «Μην κλωτσάς αυτόν τον σκύλο!», φώναξε ο Πυθαγόρας. «Στο γαύγισμά του αναγνώρισα τη φωνή κάποιου γνωστού μου»!
Ναι, οι πυθαγόρειοι και οι πλατωνικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση. Εγώ δεν βλέπω την ώρα πότε θα μετεμψυχωθώ σε σκορπιό ορθοκεντρίτη, μπας και καταφέρω να χώσω το κεντρί μου σε κάποιους που μου ξέφυγαν σε τούτη τη ζωή! Αλλ’ ας μιλήσουμε σοβαρά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι θέλουμε να νιώθουμε ευτυχισμένοι. Πώς γαρ ου; Όμως τι είναι αυτό που μας εμποδίζει να νιώθουμε ευτυχισμένοι; Απάντηση: ο εαυτός μας. Η ευτυχία μας (το summum bonum στη ζωή μας) εξαρτάται ολοκληρωτικά από εμάς. Αυτή είναι η βασική θέση του παππούλη μας Επίκουρου, του Έλληνα που κατάφερε να περάσει τη ζωή του ατάραχα και να δείξει σε όλους μας τον δρόμο που οδηγεί στη λύτρωση από τη δυστυχία και τον πόνο.
Ο Επίκουρος πίστευε πως το μεγάλο εμπόδιο στην ανθρώπινη ευτυχία είναι η ανησυχία, η ψυχική ταραχή. Ο πλούσιος δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν ανησυχεί για τα πλούτη του ούτε ο υγιής αν ανησυχεί για την απώλεια της υγείας του και για τον επερχόμενο θάνατό του ούτε ο χριστιανός αν ανησυχεί για τη μεταθανάτια ύπαρξή του και για την απολογία του στο ποδοσκάμνι του Θεού. Ανησυχία κι ευτυχία δεν πάνε μαζί. Όταν υπάρχει το ένα, απουσιάζει το άλλο. Κι όπως μια γραμμή αποτελείται από μια σειρά από τελείες ενωμένες, έτσι και η ευτυχία αποτελείται από μια σειρά από μικροχαρές της ζωής ενωμένες.
Ο επικούρειος Φιλόδημος από τα Γάδαρα (110 π.Χ.-40 μ.Χ.) το έθεσε όμορφα, λέγοντας: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και τ’ αγαθόν μεν εύκτητον το δε δεινόν ευκαρτέρητον» (Απόσπ. 1005, IV 10-14). Δηλαδή: «Μη φοβάσαι τον θεό, μη σε στενοχωρεί ο θάνατος, το καλό εύκολα μπορείς να το κερδίσεις, το φοβερό εύκολα να το αντέξεις». Αλλά τίνι τρόπω;
Ιδού ο επικούρειος τρόπος: α) Ζήσε στην αφάνεια (λάθε βιώσας), μην επιδιώκεις δημόσια προβολή, δόξα, πλούτη και τιμές. β) Μη σε απασχολεί τι τρως και τι πίνεις, αλλά με ποιους τρως και πίνεις. γ) Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας, γιατί όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, και όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.
Ω ναι, η ζωή γίνεται γλυκιά όταν λείπει ο φόβος του θανάτου. Αλλά οι χριστιανοί (και όχι μόνο) φοβούνται την μετά θάνατο ανυπαρξία. Το επικούρειο «ημείς ούκ εσμέν» μετά θάνατο αποτέλεσε αγκάθι στα πλευρά του Χριστιανισμού και υπήρξε ένας από τους λόγους που κυνηγήθηκε ο Έλληνας σοφός. Αλλά όπως είπε και ο Αρκεσίλαος (315-241 π.Χ.) «τον άνδρα μπορείς να τον κάνεις ευνούχο, αλλά τον ευνούχο δεν μπορείς να τον κάνεις άνδρα».
ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΟ
Ο Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Λουκρήτιος (π. 99 -55 π.Χ.) ύμνησε τον Επίκουρο μ’ ετούτα τα υπέροχα λόγια:
«Χάμω σερνόταν μπροστά στα μάτια όλων, ατιμασμένη η ανθρώπινη ζωή, πλακωμένη από το βάρος της θρησκείας που απ’ τα ουράνια πρόβαλε την τρομερή της όψη και απειλούσε τους θνητούς. Τότε, πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να υψώσει τα μάτια του τα θνητά καταπάνω της και να της αντισταθεί. Αυτόν δεν τον σταμάτησαν οι κεραυνοί μήτε το απειλητικό μουρμουρητό τ’ ουρανού μήτε τα παραμύθια των θεών. Ίσα-ίσα που δυνάμωναν το θάρρος της ψυχής του και τη θέληση ν’ αποτινάξει, πρώτος αυτός, τις κλειδωνιές που σφράγιζαν τα μυστικά της φύσης. Και η ζωντανή ορμή τού νου θριάμβευσε και διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες τ’ ουρανού και περπάτησε το απέραντο Σύμπαν με λογισμό και πνεύμα. Και μας ξανάρθε νικητής για να μας πει τι μπορεί να γενεί και τι όχι, και πώς ορίζεται με νόμους ακλόνητους η δύναμη στο καθετί. Έτσι, με τη σειρά της, ποδοπατημένη συντρίβεται η θρησκεία, κι εμάς η νίκη του μας υψώνει στα ουράνια» (De rerum natura I 62-79. Μετ. Π. Οικονόμου).
Η Δήμητρα μας έδωσε ψωμί και ο Διόνυσος κρασί. Ο Επίκουρος μας έδωσε την καθαρή καρδιά και την αταραξία της ψυχής μπροστά στο θάνατο. Ποιο από αυτά τα αγαθά εσείς προτιμάτε; Εγώ και τα τρία!