Η μετάφραση και η επιμέλεια του θαυμάσιου αυτού τόμου-ανθολογίας ανήκουν στην πρώην πανεπιστημιακό, εκδότρια και κριτικό λογοτεχνίας Ελένη Νίκα, η οποία είναι πίσω από τις Εκδόσεις Owl, έχοντας στο ενεργητικό της μερικές δεκάδες αριστουργημάτων της λεγόμενης ελληνο-αυστραλιανής λογοτεχνίας, εμβληματικά έργα των πλέον κορυφαίων δημιουργών του χώρου – γυναικών και ανδρών.

Στο εν λόγω βιβλίο ανθολογούνται δώδεκα ως επί το πλείστον γεννημένων στην Αυστραλία γυναικών λογοτεχνών (συμπεριλαμβανομένης και της εκδότριας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων γράφει και εκφράζεται στην αγγλική γλώσσα, έχοντας επίσης στο εκδοτικό ενεργητικό τους αρκετά και αξιόλογα βιβλία, γνωστά κυρίως στο αυστραλιανό αγγλόφωνο κοινό.

Γι’ αυτό και η μετάφραση, επιμέλεια, ανθολόγηση και παρουσίασή τους στο ελληνόφωνο βιβλιόφιλο και φιλολογοτεχνίζον κοινό της Αυστραλίας και, ευελπιστούμε, και της Ελλάδας.

Οι συγγραφείς που ανθολογούνται εδώ είναι, κατά σειρά παρουσίασης στο βιβλίο (με τους τίτλους των έργων που παρατίθενται) είναι οι: Τζίνα Βυθούλκα (Η κόρη της καλλιτέχνιδας), Αντιγόνη Κεφαλά (Δείπνο), Βενετία Κεφαλιανού (Μια Ελληνίδα στο MLC), Άντζελα Κωστή (Οι φίλοι της Άννας), Δέσποινα Μιχαήλ (Το έκτο ρόδι), Ελένη Νίκα (Στιγμές), Τούλα Νικολάου (Η Ερασμία και η Πηνελόπη), Ζένη Ντοράτη-Giles (Άλλη χώρα, άλλοι τρόποι), Κωνσταντίνα Ντούνη (Σοφία), Βασιλική Νύχα (Η εκδίκηση της Άρπυιας), Βίκη Τσάκωνα (Ψυχοσάββατο) και Ευγενία Τσούλη (Ο δρόμος για τη Μηλίτσα).
Τον τόμο φιλοτεχνούν, επίσης, περίτεχνες εικονογραφίες της Αρχόντας Παπαδοπούλου-Ορέστιας.

Η πλειοψηφία των ανθολογούντων γεννήθηκε στη Μελβούρνη όπου και διαμένει και δημιουργεί, και ακολουθεί το Σίδνεϊ. Επίσης, κοινό χαρακτηριστικό των συμμετεχόντων είναι ότι όλες έχουν ανώτερη πανεπιστημιακή μόρφωση και πάνω από τις μισές εργάζονται στο χώρο της εκπαίδευσης.

Σύμφωνα με την Ελένη Νίκα, στον πρόλογό της, όπως η πρώτη γενιά εκφράζεται πρωτίστως στην ελληνική, κατέχοντάς την καλύτερα, η δεύτερη αυτή γενιά λογοτεχνών εκφράζεται στην αγγλική γλώσσα παράγοντας που καθορίζει φυσικά και το αναγνωστικό τους κοινό. Έτσι, όπως ειπώθηκε και πριν, οι συγγραφείς αυτές είναι προσιτές κυρίως στο αγγλόφωνο κοινό. Καθώς όμως συμπλέκονται (ή ίσως και συγκρούονται σε κάποιες περιπτώσεις) τόσο οι τρόποι καθημερινής ζωής όσο και οι τρόποι λογοτεχνικής προσέγγισης των πραγμάτων και συνακόλουθα και οι τρόποι γραφής, και ειδικά μέσα σε ένα κόσμο κατ’ εξοχήν πολυπολιτισμικό και πολυγλωσσικό, η λογοτεχνική μετάφραση έρχεται να παίξει πρωτεύοντα και ουσιαστικό ρόλο. Να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις οι μεταφραστές είναι οι ίδιοι οι δημιουργοί οι οποίοι συμβαίνει να κατέχουν και τη μητρική γλώσσα των γονέων τους ως δεύτερη γλώσσα, ευελπιστώντας έτσι σε μια όσο το δυνατόν γεφύρωση του όποιου χάσματος.

Η Ελένη Νίκα λέει ότι η ίδια επιλέγει να μεταφράζει έργα γυναικών συγγραφέων γιατί τής είναι οικείος ο τόνος, το ύφος και η φωνή τους. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση επέλεξε να μεταφράσει και παρουσιάσει τα έργα των συγκεκριμένων αυτών γυναικών συγγραφέων γιατί νοιώθει ότι τα ζητήματα που αναδεικνύονται σε αυτά είναι και δικά της, γιατί συμμερίζεται τους ίδιους προβληματισμούς που έχουν και οι λογοτέχνιδες αλλά και τις συγκρούσεις σε μια κοινωνία με διαφορετική κουλτούρα από αυτή των γονέων τους.

Γι’ αυτό «η μετάφραση των διηγημάτων αυτών…  .…είναι ένας μόχθος αγάπης, συναδελφικής αλληλεγγύης, αλλά και μια πολιτική πράξη. Αποτελεί δηλαδή μια ευσυνείδητη προσπάθεια να γίνουν γνωστές σε ένα ελληνόφωνο κοινό κόρες της διασποράς οι οποίες διερευνούν –μέσω της λογοτεχνίας, και με γλωσσικό όργανο την αγγλική γλώσσα– την υπόστασή τους ανάμεσα ή, συχνά, μέσα σε δύο κόσμους: τον αυστραλιανό και τον ελληνικό».