ΠΛΗΡΗΣ εικόνων και αναμνήσεων και με ένα σακίδιο στην πλάτη, έφτασα την περασμένη Τετάρτη το μεσημέρι στο αεροδρόμιο της Αθήνας.

ΚΑΙ όταν φτάνεις στην Αθήνα, μετά από μια βδομάδα στη Μαδρίτη, Λονδίνο και Βαρκελώνη, αντιλαμβάνεσαι ότι ουδεμία σχέση δεν έχει η πόλη αυτή με τις υπόλοιπες μεγαλουπόλεις της Ευρώπης.

ΟΠΩΣ, βέβαια, ουδεμία σχέση δεν έχει η σημερινή πρωτεύουσα των Βαλκανίων, με την Αθήνα που έχτισε τον Παρθενώνα και γέννησε τη Δημοκρατία, τη φιλοσοφία και την αιτιοκρατία.

ΑΣ πιάσω, όμως, το «νήμα» από εκεί που το άφησα την περασμένη βδομάδα. Μετά τον πριγκιπικό γάμο, επισκέφτηκα τη Γλασκόβη και, στη συνέχεια, αναχώρησα για τη Βαρκελώνη για να παρακολουθήσω το τελευταίο el classico μεταξύ Ρεάλ και Μπάρτσα.

Ο Αντρέ Ινιέστα, ο καλύτερος (κατά τη γνώμη μου) ποδοσφαιριστής του κόσμου αυτή την εποχή, λες και γνώριζε ότι βρισκόμουν στο γήπεδο αποκλειστικά γι’ αυτόν, «έδωσε ρέστα» και τη μαγική πάσα του γκολ, που θα καταδιώκει τον ποδοσφαιρικό βίο του Μουρίνιο!

Η σημερινή Μπαρτσελόνα, δεν είναι μόνο η καλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα που έχει περάσει από τον κόσμο, αλλά και η ομάδα που πειραματίζεται με το ποδόσφαιρο του μέλλοντος, που τον πρώτο λόγο θα έχει η (τριγωνομετρημένη) φαντασία.

ΚΑΙ μια τέτοια ομάδα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει, αν δεν είχε τις ρίζες της σε μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ευρώπης, με ιστορία στην καλλιτεχνική πρωτοπορία και τη σουρεαλιστική πρωτοτυπία.

Η Βαρκελώνη ήταν αυτή που ενέπνευσε τον Χριστόφορο Κολόμβο, που γέννησε τον εκκεντρικό σουρεαλιστή ζωγράφο Σαλβαντόρ Νταλί και τον εκπληκτικό αρχιτέκτονα Αντόνιο Γκαουντί, που σημάδεψε με τα έργα του την πρωτεύουσα της Καταλονίας.

ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ μεγάλα αποθέματα φαντασίας ρε παιδί μου τα άτομα, γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι πρωτοτυπούν ακόμα και στον τρόπο που παίζουν ποδόσφαιρο.

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ το παιχνίδι, είχα την αίσθηση ότι η Μπάρτσα μετάφερε (με επιτυχία) στον αγωνιστικό χώρο την πρωτοτυπία και τη φαντασία του Γκαουντί, που κορυφώθηκε στον ναό της Σακράδα Φαμίλια.

ΟΠΩΣ ο ναός αυτός δεν μοιάζει με κανέναν άλλο στον κόσμο, έτσι δεν μοιάζει και η μπάλα που παίζει σήμερα η Μπάρτσα. Πρόκειται για ποδόσφαιρο με καλλιτεχνικές προεκτάσεις.

ΑΣ επιστρέψω, όμως, στην Αθήνα, όπου τα αυτοκίνητα, τα σκουπίδια, η ασυνεννοησία και η αγένεια, συνεχίζουν να έχουν τον πρώτο λόγο.

ΜΕ την πρώτη ματιά καταλαβαίνεις ότι τίποτα δεν είναι ικανό να αλλάξει αυτόν τον τόπο. Και μια στρατιά σούπερμαν να αναλάμβαναν να βάλουν μια τάξη, δεν θα κατάφερναν απολύτως τίποτα.

ΕΙΜΑΙ πια σχεδόν βέβαιος ότι ακόμα και μετά μια ολική καταστροφή, τα ίδια θα συνεχίσουν να γίνονται.
ΟΠΩΣ έχω ξαναπεί, αυτά που συμβαίνουν στην πατρίδα, δεν είναι κατ’ ανάγκη κακά πράγματα, απλώς, δεν είναι πια συμβατά με τον υπόλοιπο κόσμο στον οποίο ζούμε και ο οποίος έχει τα δικά του όρια και κανόνες.

ΓΙΑ να επιζήσει το έθνος από εδώ και μπρος, θα πρέπει να ξεχάσει ό,τι ήξερε (τα δανικά και αγύριστα) και να προσαρμοστεί στη χρεοκοπία και τη φτώχεια του.

ΜΕΤΑ από πολύ σκέψη, κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι η φτώχεια ταιριάζει καλύτερα στον ψυχισμό μας.

ΦΤΩΧΟΙ δημιουργήσαμε ότι δημιουργήσαμε στις τέχνες και τα γράμματα και κάτω από συνθήκες φτώχειας γράψαμε τα καλύτερα τραγούδια μας.

ΑΣ πάρουμε, όμως, ως παράδειγμα την περίπτωση του Θανάση Βέγγου, που έφυγε (τρέχοντας!) για τον «άλλο κόσμο» πριν λίγες μέρες.

ΘΑ μπορούσε να γεννηθεί στην σημερινή Ελλάδα (των νεόπλουτων) ένας άνθρωπος σαν τον Βέγγο; Σίγουρα όχι.

Ο Βέγγος γεννήθηκε σε μια εποχή που τον πρώτο λόγο είχαν οι βιοπαλαιστές. Μια τάξη ξεχωριστών ανθρώπων, που αντιμετώπιζαν με καρτερικότητα και χιούμορ τη ζωή και αρκούνταν στα απολύτως αναγκαία.

ΤΟ ακριβώς αντίθετο είναι οι σημερινοί νεόπλουτοι Νεοέλληνες, που το στομάχι τους έχει ξεχειλώσει και δεν χορταίνουν με τίποτα.

ΤΗΝ πατρίδα μας δεν την οδήγησε στην χρεωκοπία η φτώχεια, αλλά η άνεση, η καλοπέραση και η δίψα για περισσότερα λεφτά και υλικά αγαθά.

ΕΠΕΙΔΗ, όμως, για άλλα αυτά έχουμε μιλήσει, πολλές φορές και θα ξαναμιλήσουμε από κοντά όταν από βδομάδα επιστρέψω στη Μελβούρνη, στη συνέχεια, αναδημοσιεύω ένα άρθρο για τον Βέγγο, του Αθανάσιου Έλλις που διάβασα προχθές και μου άρεσε σε αθηναϊκή εφημερίδα. Να πώς έχει:

ΠΕΡΑ από το άφθονο γέλιο που μας χάρισε και τις σπαρταριστές σκηνές που θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στις μνήμες όλων μας, ο Θανάσης Βέγγος επί μισό αιώνα μάς δίδαξε, με τον δικό του αυθεντικό τρόπο, τις αρετές του ήθους, της ανθρωπιάς, της αντοχής στις κακουχίες.

ΜΑΣ εισήγαγε στον κόσμο της φτώχειας, αλλά και της σκληρής εργασίας, της αγνής περηφάνιας και του ονείρου μιας καλύτερης ζωής.

ΜΕ τη λιτή ζωή του και τη σπάνια καλοσύνη του, μας δίδαξε ότι τα χρήματα δεν είναι το παν. Δεν είναι η ευτυχία.

Ο αγνός «καλός μας άνθρωπος» δεν επιχείρησε να αποστασιοποιηθεί από την ταπεινή καταγωγή του. Ήταν περήφανος γι’ αυτήν. Δεν περιορίστηκε στο γέλιο.

ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, μας έκανε να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε. Μας ταξίδεψε στη μεταπολεμική φτώχεια της Ελλάδας, τη μετεμφυλιακή κοινωνική αδικία, αλλά και τον μεταπολιτευτικό ηθικό της ξεπεσμό.

ΩΣ νεαρός φοιτητής στο Παρίσι, τη δεκαετία του ’80, παρακολούθησα ένα αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο.

ΕΚΕΙ, στην κατάμεστη αίθουσα του κέντρου Ζορζ Πομπιντού, μετά την προβολή της ταινίας «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» άκουσα για πρώτη φορά να μιλούν για έναν «αντιπολεμικό ύμνο» και τότε συνειδητοποίησα ότι, πέρα από το πηγαίο χιούμορ του που γενναιόδωρα μοιραζόταν μαζί μας, ο Βέγγος ήταν και ένας κοινωνικός στοχαστής.

ΑΚΕΡΑΙΟΣ χαρακτήρας, γήινος, μιλούσε στην ψυχή μας. Αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος, αποδείχθηκε και ένας σεμνός ιδιότυπος φιλόσοφος της ζωής.

ΟΧΙ μέσα από υπερβολές μιας δήθεν διανόησης, αλλά μέσα από μια αφοπλιστικά αληθινή διεισδυτική καταγραφή των αντίξοων συνθηκών της καθημερινότητας του απλού ανθρώπου.

ΥΠΟΔΥΘΗΚΕ και ταυτίστηκε με τον βιοπαλαιστή που υπομένει τις πιο σκληρές δοκιμασίες, αλλά στο τέλος τα καταφέρνει. Ένα παράδειγμα από το οποίο καλείται να διδαχθεί και ο σύγχρονος Έλληνας.

Ο Θανάσης Βέγγος έδωσε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τη μάχη κατά της αδικίας.

ΜΑΣ έδειξε τον άνθρωπο που προσπαθεί, αποτυγχάνει, πονάει, αλλά δεν υποκύπτει. Που δεν τα περιμένει όλα από τους άλλους. Που επινοεί, επιμένει, αντέχει, οραματίζεται και, τελικά, επιτυγχάνει.

ΤΟΝ περιέγραψαν, και δίκαια, ως λαϊκό ποιητή. Ήταν σύμβολο ήθους και ανθρωπιάς. Τόσο με τις ταινίες του όσο και με τη ζωή του, λειτούργησε ως αντίβαρο στην ελαφρότητα της κατανάλωσης, της ανούσιας ζωής που αναλώνεται στην αγορά άχρηστων ρούχων, υποδημάτων, παιχνιδιών, ηλεκτρικών συσκευών.

ΜΕ ΟΛΑ δηλαδή τα ασήμαντα που καταπιάνονται οι δήθεν επιτυχημένοι, που είναι αμφίβολο κατά πόσον είναι και ευτυχισμένοι.

Ο θάνατός του τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήρθε να μας υπενθυμίσει τις αρετές που εκπροσωπούσε στη ζωή του και πρόβαλλε στις ταινίες του και να τις καταθέσει απέναντι στην ελαφρότητα των πριγκιπικών γάμων και την ιλαροτραγωδία του γυάλινου κόσμου των παρδαλών καπέλων των κυριών που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν παράξει τίποτα, απλά έτυχε να κληρονομήσουν ή να παντρευτούν περιουσίες, συχνά αμφιβόλου προελεύσεως.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ κωμικός, που αγαπήθηκε περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα ηθοποιό, δεν έζησε εύκολα. «Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί» είπε σε μια δραματική κατάθεση ψυχής πριν από μερικά χρόνια.

ΜΠΟΡΕΙ στις ταινίες του να έτρεχε σκυφτός, αλλά στην πραγματικότητα είχε ψηλά το κεφάλι.

ΔΕΝ τον έβρισκες σε βίλες και κότερα νεόπλουτων ούτε σε κοινωνικές συνευρέσεις ρηχών ανθρώπων, με σάπια ήθη. Δεν υπήρξε κοσμικός.

ΔΕΝ συμμετείχε στο «πάρτι λεηλάτησης» της χώρας. Ήταν αξιοπρεπής και στο βαθμό που του αναλογούσε έπλασε έντιμους χαρακτήρες και ευγενικές συμπεριφορές γεμάτες ανθρωπιά και συμπόνια.

ΕΔΩΣΕ στην Ελλάδα πολύ περισσότερα από αυτά που πήρε. Του χρωστάμε…

ΑΥΤΑ για σήμερα από την ανοιξιάτική Αθήνα και θα τα πούμε από κοντά την ερχόμενη βδομάδα. Γεια χαρά σε όλους.