Είναι η εκτίμηση του εθελοντή της Αυστραλο-Ελληνικής Κοινωνικής Πρόνοιας Αντώνη Μισελή, μια μέρα μετά τη Γιορτή της Μητέρας.
Μια εκτίμηση πικρή, που έχει αποκομίσει από τη 12χρονη επαφή του με τους τροφίμους των γηροκομείων που επισκέπτεται κάθε βδομάδα για να τους κρατήσει συντροφιά, να τους κάνει ‘να ξεχάσουν λίγο τον πόνο και τη μοναξιά τους’.
«Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τη βαθειά πληγή που ανοίγει στην καρδιά των ανθρώπων αυτών η απουσία των παιδιών τους. Μια πληγή που δεν επουλώνεται με τίποτε. Ένα τραύμα κρυφό που αιμορραγεί και, στο τέλος, μπορεί να τους σκοτώσει. Δυστυχώς, οι περιπτώσεις των γονέων που καταλήγουν στα γηροκομεία και μένουν μόνοι, χωρίς ούτε μια επίσκεψη από τα παιδιά τους, είναι πολύ περισσότερες απ’ ό,τι μπορεί να χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου».
Στη συνέχεια, ο 80χρονος φιλάνθρωπος που έχει ως αρχή του ‘να νοιάζεσαι για τον συνάνθρωπό σου και να τον στηρίζεις, όσο μπορείς, αλλιώς η ζωή δεν έχει νόημα’, αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣΤΑΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ
«Πριν δυο χρόνια, κρατούσα συντροφιά, μια φορά την εβδομάδα, σ’ έναν αξιοπρεπέστατο κύριο, που κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τον πόνο που του σπάραζε τα σωθικά. Σοβαρός, αυστηρός, λιγομίλητος, δεν άνοιγε την καρδιά του εύκολα. Μαζί μου, όμως, τον έδενε πια μια βαθιά φιλία αφού τον επισκεπτόμουν εκεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Μορφωμένος, με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια, επιτυχημένος επιχειρηματίας, βρέθηκε εκεί δυο χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας του. Είπα ‘βρέθηκε’; Λάθος. Τον έκλεισαν εκεί οι κόρες του με κόλπο, για να τον ξεφορτωθούν. Εργάζονταν και οι δυο και, όπως φαίνεται, δεν ήθελαν να έχουν την έγνοια του. Αυτή ήταν η πιο αποτελεσματική λύση για να τον ξεφορτωθούν. Εκείνο που τον πλήγωνε ήταν η απουσία τους. Τον έκλεισαν στο γηροκομείο και τον ξέχασαν. Σαν να μην υπήρξε ποτέ».
Δεν τον διακόπτω, η ατμόσφαιρα, όμως, έχει βαρύνει πολύ. Βλέπω το συνομιλητή μου να δακρύζει, γρήγορα όμως το πρόσωπό του αλλάζει έκφραση και με καλεί στην εκδήλωση που θα γίνει στην Πρόνοια. Είναι μέλος της Χορωδίας «Παροικία» και «αξίζει να δείτε και ν’ ακούσετε τι κάνουμε. Σας αρέσουν τα τραγούδια του Αττίκ;»
Συνέντευξη χωρίς ‘εκτροχιασμούς’ δεν γίνεται και αυτός εδώ είναι πράγματι ό,τι είχαμε ανάγκη και οι δυο μας.
«Μου είπε ότι προίκισε και τις δύο κόρες του. Τους έχτισε από ένα καινούριο σπίτι και ήταν περήφανος που έκανε το καθήκον του, όπως έλεγε. Μετά, όμως, ήταν σα να μην είχε κανέναν στον κόσμο. Ούτε τα εγγόνια του δεν έβλεπε και αυτό τον πονούσε ακόμη πιο πολύ. Οι κόρες του μπορεί να μην έρχονταν να τον δουν, τα κακά νέα όμως τον έβρισκαν εύκολα. Έμαθε ότι ο μεγάλος εγγονός του , 18 χρόνων, έμπλεξε με ναρκωτικά και μπήκε φυλακή. Δεν είχε την ευκαιρία να τον συμβουλέψει να τον βοηθήσει να μπει στον ίσιο δρόμο, όπως έλεγε, και αυτό τον σκότωσε. Πέθανε μ’ αυτόν τον καημό. Ξεχασμένος από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα, από αυτά τα ίδια τα παιδιά του».
ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΚΟΛΠΟ
Η επόμενη ιστορία έχει ως ηρωίδα μια ηλικιωμένη γυναίκα, παράλυτη σήμερα, που τα παιδιά της, δύο κόρες και ένας γιος, «πούλησαν με κόλπο το σπίτι της εδώ και ένα διώροφο στην Ελλάδα και την έβαλαν σε Γηροκομείο, δήθεν προσωρινά. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τους είδε.
Δυστυχώς, το σενάριο αυτό επαναλαμβάνεται. Πηγαίνουν στα ιδρύματα, βλέπουν όλο αυτό το σκηνικό και επαναπαύονται ότι είναι όλα καλά. Δεν μπορούν, έχω διαπιστώσει, να καταλάβουν ότι ο γονιός εκεί μέσα, έχει ανάγκη από τις επισκέψεις των δικών του ανθρώπων. Ξένοι άνθρωποι, συχνά απλοί γνώριμοι, έρχονται να τους επισκεφθούν και αυτό, φυσικά, τους ικανοποιεί, συνάμα, όμως, γεμίζει τη ψυχή τους και με παράπονο. ‘Γιατί όχι τα παιδιά μου; Tι τους έκανα;’
Άλλη περίπτωση -ίσως η σκληρότερη όλων- αναφέρεται σε μια ηλικιωμένη γυναίκα που οι κόρες της την έβαλαν σε γηροκομείο και εξαφανίστηκαν. «Ούτε ακόμη όταν πέθανε δεν έδωσαν σημεία ζωής. Την έθαψε το κράτος σε ομαδικό τάφο εκεί που θάβουν τους απόκληρους της κοινωνίας. Μιλάμε για σκληρότητα, για βαρβαρότητα πρώτου μεγέθους» θα πει ο Αντώνης Μισελής, βουρκώνοντας για άλλη μια φορά.
ΣΑΝΙΔΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
«Για άλλους, όμως, το γηροκομείο είναι σανίδα σωτηρίας» θα τονίσει. «Είναι ευτύχημα που έχουν ένα κρεβάτι να κοιμηθούν και ένα πιάτο φαί. Μια γριούλα θα πει ότι όταν ήταν σπίτι της, ο γιος της, της έπαιρνε όλη τη σύνταξη και δεν είχε συχνά λεφτά ούτε για ψωμί. Μπορούσε να κινηθεί με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, η ζωή της όμως ήταν απελπιστική».
«Οι περισσότεροι εκεί μέσα έχουν κάποια πικρία, κάποια απογοήτευση από τα παιδιά τους. Άλλος πιο μικρή κι άλλος πιο μεγάλη. Και, στην καλύτερη περίπτωση, εκεί δηλαδή που έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια, πάλι υπάρχει το παράπονο ‘γιατί δεν με βοήθησαν να μείνω σπίτι μου;’ Είναι κάτι που ακούγεται πολύ συχνά από ανθρώπους που θυσίασαν τη νιότη τους, δημιουργώντας μια περιουσία για τα παιδιά τους, για τη μόρφωσή τους και την εξασφάλιση μιας καλύτερης, πιο εύκολης , από τη δική τους, ζωής και στο τέλος καταλήγουν σ’ έναν τόπο που πραγματικά δεν θα ήθελαν να είναι».
Ακολουθεί μια μικρή παύση και μετά ο τόνος γίνεται ζωηρότερος: «Δηλαδή είναι να τρελαθείς όταν βλέπεις ότι προτεραιότητα έχει το σόκερ ή η γιορτή του κουμπάρου.
Σκληρότητα, αγνωμοσύνη και αδιαφορία, δυστυχώς πρυτανεύουν στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Εκείνο το οποίο θα ήθελα να πω στα παιδιά αυτών των ανθρώπων είναι ‘μην ξεχνάτε αυτούς που σας έφεραν στη ζωή. Αφήστε κάτι, προκειμένου να πάτε να τους δείτε, έστω και για λίγο. Είναι το οξυγόνο που χρειάζονται για να ζήσουν’».
Εκτός από τα γηροκομεία, ο Αντώνης Μισελής βοηθά παντού, όπου αντιληφθεί ότι υπάρχει ανάγκη.
«Πολλές φορές, ο άλλος δεν χρειάζεται παρά δυο κουβέντες, ένα αστείο, κάποιον να ακούσει τα προβλήματά του και να μοιραστεί τον πόνο του για να νιώσει καλύτερα. Δεν είμαι κλεισμένος στον εαυτό μου. Από μικρός έμαθα να δίνω. Ο πατέρας μου είχε παντοπωλείο και στην κατοχή μ’ έστελνε κάθε Σάββατο να πάω ένα καλάθι με φαγώσιμα σε μια γριούλα γειτόνισσα που έμενε μόνη».
Η ευαισθητοποίηση στον ανθρώπινο πόνο άρχισε από νωρίς και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ευτυχώς που υπάρχουν ανάμεσά μας και Άνθρωποι!