Φουριόζος, ξαναμμένος και προβληματισμένος μου φάνηκε ο φίλος μου ο Βασίλης και πριν καλά-καλά πει καλημέρα μπήκε στο θέμα.

– Πιστεύω εις ένα Θεό και στον Υιό αυτού και στο Άγιο Πνεύμα.  Είμαι πιστός, είμαι και αμαρτωλός, θέλω να εξομολογηθώ αλλά ντρέπομαι. 
Ντρέπομαι και αισχύνομαι και δεν μπορώ να αντικρίσω στα μάτια ιερέα και να του πω όλα αυτά που αναφέρω στην προσευχή.  Κάθε φορά που τελειώνω την προσευχή, μου και μου φαίνεται ότι ακούω μια φωνή, κατά πάσα πιθανότητα της συνείδησής μου, να με βρίζει.

Ενώ ξέρω ότι άλλοι υποφέρουν, πεινούν, έχουν παιδιά άρρωστα, δυστυχούν, γκρεμίζεται το σπίτι τους στους σεισμούς, χάνονται στις πλημμύρες, στο τσουνάμι και προσεύχονται και παρακαλούν για βοήθεια, εγώ απασχολώ το Μεγαλοδύναμο με ασυναρτησίες και αηδίες.

Μια μάνα παρακαλάει για το πληγωμένο της παιδί που χαροπαλεύει  και εγώ που σχετική υγεία έχω, λεφτά έχω, το μπόι μου, το μαλλί και την ομορφιά μου την έχω και Τον παρακαλάω να φωτίσει το γιο μου να αποφασίσει να παντρευτεί για να προλάβω να δω κανένα εγγονάκι. Προσεύχομαι να είναι και αγόρι γιατί πιστεύω ότι θα βγάλει το όνομά μου και θα γεννηθεί ο Βασίλειος ο Β’ ο… Γυναικοκτόνος.
Άλλος που είναι το παιδί του στην εντατική και χαροπαλεύει, προσεύχεται γονατιστός και ζητάει τη βοήθειά Του και εγώ τον παρακαλώ να φωτίσει την μουρλή την κόρη μου να μη χωρίσει για δεύτερη φορά. 

Είμαι ένα άθλιο υποκείμενο, που σταμάτησε, πρόσφατα, να προσεύχεται γιατί φοβάται ότι δεν θα γλιτώσει τη σφαλιάρα με τις αηδίες που ζητάει στις προσευχές του. 
Σίγουρα, θα τον νευριάσω τον Κύριο, κάποια μέρα ή, μάλλον, κάποιο βράδυ, και θα μου αστράψει καμία στριφογυριστή, εμμέσως ή αμέσως.
Έχεις πάει στην εκκλησία καμιά Κυριακή;  Αν καθίσεις πίσω-πίσω και προσέξεις όλο γκρίζα κεφάλια θα δεις.  Είμαστε όλοι εμείς που αρχίσαμε να φοβόμαστε τον Μιχάλη με την χαντζάρα, τον αρχάγγελο Μιχαήλ εννοώ, αν γνωρίζετε, βέβαια, λίγα θρησκευτικά.

Είναι αυτόν με το σπαθί που τον στέλνει ο Άγιος Πέτρος, καλή του ώρα και σε αρπάζει παραμάσχαλα και από εδώ πάνε και οι άλλοι.
Και έχουμε και εσάς, τον Νέο Κόσμο εννοώ, που με τις κηδείες και τα μνημόσυνα μας κάνετε την καρδιά περιβόλι.
Κάθε Πέμπτη και Δευτέρα μας βάζετε και κάνουμε προσκλητήριο.
Πάει ο Θανάσης, στο άνθος της ηλικίας του μόλις 75. Και η κυρία Δήμητρα γράφει 60 υπολόγισε άλλα δέκα, στο  άνθος της ηλικίας της και αυτή.  Ο Θεός ας του συγχωρήσει.  Τρωμε τρεις ώρες Δευτέρα και Πέμπτη διαβάζοντας το… Θανόντα χθες κηδεύομε την Τετάρτη… και δεν είναι μόνο το ότι προγραμματίζουμε σε ποία κηδεία ή μνημόσυνο θα πάμε, αλλά και οι… αναπόφευκτοι υπολογισμοί του είδους 75 ο θανών, 74 εγώ λες να έφτασε η ώρα και δεν μας το είπαν; 
Άρχισα να ζηλεύω αυτούς που φαινομενικά, εξωτερικά, από πλευράς εμφάνισης και παρουσίας, πάνε κόντρα στο κύμα. Βάφουν το μαλλί μαύρο μαόνι ή καφέ, φοράνε το νεανικό κουστουμάκι, ξεκούμπωτο πουκάμισο και αλυσίδα χρυσάφι, μπριλάντι στον ζαβλακωμένο λαιμό και συντροφιά μια ξανθιά ή μελαχρινή γλάστρα.  Τους ζηλεύω.

Θυμάμαι, εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια, στην Αθήνα σε νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως πολυτελείας, η αφρόκρεμα του μπουζουκιού και του λαϊκού τραγουδιού.   

    
Εμείς δύο ζευγάρια στο τραπέζι μας, τρώμε, πίνουμε, γελάμε, διασκεδάζουμε και χαζεύουμε, τα σε απόσταση αναπνοής, διπλανά τραπέζια.
Στο εκ δεξιών τραπέζι τέσσερις νεαροί εικοσιπέντε με τριάντα ετών και στο εξ ευωνύμων ένα ζεύγος, ο κύριος γύρω στα εβδομήντα και η ωραιότατη ξανθιά γύρω στα 30.

Η νεαροί φλερτάρουν την ξανθιά, η νεαρά ψιλο-ανταποκρίνεται, ο κύριος της ηλικίας μας… έχει πάρει χαμπάρι και αφού κερνάει τους νεαρούς ένα μπουκάλι ουίσκι μάρκας  «ο Γιάννης που περπατάει» σηκώνεται, πλησιάζει το τραπέζι των νεαρών και τους λεει εις επήκοων και ημών.

«Εγώ παλικάρια, στην ηλικία σας ήμουνα ρέστος. Τσέτουλα που λένε.  Πανί με πανί. Όχι μπουζούκια δεν μπορούσα να πάω, ούτε για καφέ στο καφενείο «Ο Μοριάς» στο Μεταξουργείο. Ούτε μέτριο βραστό, ούτε καραμέλα τσάρλεστον.  Έγινα αντιληπτός;
Αργότερα, οικοδομικές επιχειρήσεις και από δεκαετίας οικονομική κατάστασης ανθηρά και σήμερον ανθηρότατη. Έγινα αντιληπτός;
Πειράζει που κάνω σήμερα ότι δεν μπόρεσα να κάνω όταν ήμουνα στην ηλικία σας; Πιστεύω πως έγινα αντιληπτός.  Πάρτε και μία καρτούλα μου, μήπως βρεθείτε στη γειτονιά μου, κερνάμε καφέ.  Οικοδομικές επιχειρήσεις, ιδιοκτήτης-διευθυντής Βαγγέλης.  Καλή σας διασκέδαση παιδιά.»
Δεν χρειάζεται να σου πω ότι οι ενοχλητικοί νεαροί μούλωξαν και περάσαμε όλοι μαζί μια υπέροχη βραδιά.

Βέβαια, Κωνσταντίνε, δεν ισχυρίζομαι ότι ο Μιχάλης με την σπάθα, όταν έλθει να σε πάρει θα εξετάσει αν έχεις βάψει τα μαλλιά σου, αν νεανίζεις, έχεις κρεμάσει αλυσίδες ή κυκλοφορείς με νεαρές υπάρξεις. Δεν πιστεύω ότι δεν θα σε γνωρίσει ή θα στη χαρίσει επειδή μεταμφιέστηκες θα σε λυπηθεί και θα ξανάρθει σε καμιά τριανταριά χρόνια.

Σου έχω πει το καλαμπούρι για κάποιον που περίμενε τον κύριο Χάρο να τον πάει στον Παράδεισο και μεταμφιέστηκε σε μωρό. Φόρεσε πάνες, ένα ζιπουνάκι, τη σαλιάρα του, πήρε και ένα μπιμπερό, στριμώχτηκε σε μια κούνια και έκανε ότι πίνει το γάλα του με το γεμάτο μπιμπερό.
Ο Χάρος χαμογέλασε και τον ρώτησε:
– Τι κάνεις εκεί αγοράκι μου;
– Κάνω μαμ το λάλα μου.
– Καλά κάνε μαμ το λάλα σου με την ησυχία σου και μόλις τελειώσεις έλα να πάμε άτα.
Κωνσταντίνε, είμαι αμαρτωλός.  Θέλω να εξομολογηθώ.