Ιστορική, κυριολεκτικά, η συμφωνία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας με την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Σίδνεϊ, για την πνευματική στέγαση της ιστορικής Κοινότητας από την κανονική Εκκλησία, από την οποία αποσχίσθηκε προ πολλών ετών.
Ιστορική, διότι θέτει τέλος στην εκκλησιαστική αταξία της κοινότητας, που προκάλεσε το διχασμό των μελών της, του ευρύτερου ελληνισμού του Σίδνεϊ και της Νέας Νότιας Ουαλίας καθώς και την αποστασιοποίηση του φορέα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Εθνικό Κέντρο.
Τούτη η ιστορική στιγμή δεν προσφέρεται για αναδρομές στην ιστορία και για καταμερισμό ευθυνών σε όσους και όσες ευθύνονται -λαϊκούς και κληρικούς- για την αυτομόληση της Κοινότητας σε αντικανονικά εκκλησιαστικά σχήματα και ομάδες.
Οι μνήμες πεθαίνουν με τον άνθρωπο. Και είναι καταχωρημένα στη μνήμη όλων μας τα γεγονότα που προκάλεσαν το σχίσμα της Ελληνικής Κοινότητας Σίδνεϊ από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας.
Τούτη την ιστορική στιγμή τα μέλη της κοινότητας καλούνται να μιμηθούν την ηγεσία της Εκκλησίας και της Κοινότητάς τους, και να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση που απαιτείται για τον τερματισμό της εκκλησιαστικής αταξίας και του διχασμού.
Διότι έγιναν υποχωρήσεις και υπερβάσεις εκατέρωθεν, κατά τις σκληρές, επίπονες διαπραγματεύσεις των εξουσιοδοτημένων στελεχών της κοινότητας με την Αρχιεπισκοπή. Έγιναν οι υποχωρήσεις και οι υπερβάσεις που απαίτησε η επίτευξη της «αξιοπρεπούς συμφωνίας» που, κατά τον πρόεδρο της Κοινότητας κ. Χάρη Δανάλη, «παρέχει στην Εκκλησία αυτά που δικαιούται και διασφαλίζει την ανεξαρτησία και τα δικαιώματα της Κοινότητας».
Παρακολούθησα αδιάλειπτα την πορεία των διαπραγματεύσεων και γνωρίζω τι υποχωρήσεις έγιναν και γιατί. Η απαρίθμησή τους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία τούτη τη στιγμή. Αυτό που έχει εξαιρετική σημασία και πρέπει να καταγράψω για τον ιστορικό του μέλλοντος είναι, ότι έγινε ένας διάλογος απόλυτα ειλικρινής με κοινό στόχο την εξεύρεση λύσης που δεν θα ζημιώνει τον ένα και θα ωφελεί τον άλλο.
Γνωρίζω και πρέπει να το καταγράψω, επίσης για τον ιστορικό του μέλλοντος, ότι ο Αρχιεπίσκοπος κ. Στυλιανός έκανε τη «μεγάλη υποχώρηση» για να διασώσει το διάλογο, όταν όλοι είχαμε πιστέψει ότι θα ναυαγούσε.
Η «μεγάλη υποχώρηση» του Αρχιεπισκόπου -που τον τιμά ιδιαίτερα- ήταν η ικανοποίηση του αιτήματος των κοινοτικών να διατηρήσει η κοινότητα τις σχέσεις της με κοσμικό φορέα, γνωστό για την αντιεκκλησιαστική δράση του. Τόσο ειλικρινής, ευρύς και ουσιαστικός ήταν ο διάλογος της Αρχιεπισκοπής με την Κοινότητα. Με δύο λόγια, ήταν διάλογος ανδρών και γι’ αυτό τελεσφόρησε.
Στις 3 Ιουλίου τα μέλη της Κοινότητας Σίδνεϊ καλούνται να αναλάβουν τη δική τους ευθύνη έναντι του Ελληνισμού και της ιστορίας. Καλούνται να εγκρίνουν τη συμφωνία με την ψήφο τους, για να μπει οριστικό τέλος στην εκκλησιαστική αταξία, στο διχασμό, στους διπλούς εορτασμούς μεγάλων θρησκευτικών γεγονότων και εθνικών επετείων, στα άκυρα μυστήρια και στα άλλα προβλήματα που έχει προκαλέσει η διακοπή της σχέσης με την κανονική εκκλησία.
Καλούνται τα μέλη της Κοινότητας Σίδνεϊ να σηματοδοτήσουν με τη θετική ψήφος τους την αρχή μίας νέας εποχής στην ιστορία της Κοινότητας, μίας εποχής ενότητας, ομοψυχίας, ομόνοιας σύμπνοιας, που ενωμένες οι δημιουργικές δυνάμεις της ομογένειας θα ανεβάσουν ψηλότερα το όνομα της Κοινότητας και του Ελληνισμού.
Η καταψήφιση της συμφωνίας θα υποθηκεύσει το μέλλον της Κοινότητας και του Ελληνισμού, με απρόβλεπτο ηθικό κόστος.