Αρχαία Ελληνικά διδάσκονται παντού στον πολιτισμένο κόσμο, αλλά Νέα Ελληνικά; Η καθομιλουμένη, η δημοτική μας γλώσσα, ως πανεπιστημιακό μάθημα;
Χειμωνιάζει στο Περθ, σκοτεινιάζει νωρίς. Έχει νυχτώσει όταν παρκάρω έξω από το κτίριο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου φιλοξενείται το Τμήμα Νέων Ελληνικών της Έδρας Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Notre Dame. Οι εγκαταστάσεις της Κοινότητας, μαζί με την εντυπωσιακή Μητρόπολη, πιάνουν δύο μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα, στο Νόρθμπριτζ, στη ζωηρή, κεντρική γειτονιά της πόλης. Το ελληνικό δαιμόνιο κατάφερε να αποκτήσει τον θησαυρό αυτό σε καιρούς παλιούς και τιμές προσιτές. Ωστόσο, το εσωτερικό προδίδει οικονομικά στενέματα: Τριμμένες μοκέτες, φθαρμένα έπιπλα, όλα όμως πεντακάθαρα και με αγάπη τακτοποιημένα.

Το μάθημα παρακολουθούν και εξωπανεπιστημιακοί φοιτητές κι έτσι όλες οι ηλικίες αλλά και οι εθνικότητες είναι συγκεντρωμένες στην αίθουσα. Κάθομαι ανάμεσα στη Ναταλί, μια γοητευτική πιτσιρίκα από το Ιράν, και τον Αντώνη, ένα αστραφτερό παιδί Καστελοριζιών, τρίτης, ίσως τέταρτης γενιάς μεταναστών. Δυσκολεύεται πολύ με τα Ελληνικά του. Κάποιος εδώ μου είπε πως κάθε φορά που πεθαίνει μια γιαγιά στο Περθ, σβήνει μαζί της κι ένα κομμάτι Ελλάδας. Ο λέκτορας κ. Σάββας Παππασάβας, συναισθάνεται την επικείμενη εξαφάνιση των Ελληνικών από τη Δυτική Αυστραλία, ως προσωπική απειλή εναντίον της ίδιας του της ύπαρξης. Και έτσι ακριβώς την αντιμάχεται. Διδάσκει παλλόμενος, διδάσκει με όλο του το σώμα, λες και παίρνει ρεύμα από μια αόρατη πρίζα, σπέρνει οξείες, συλλαβές και άρθρα, για να θερίσει πτώσεις και γένη. Δεν χαλαρώνει στιγμή – ούτε δευτερόλεπτο δεν φεύγει ανεκμετάλλευτο. Στο σχόλασμα είναι ξέπνοος, σαν να έχει σκάψει δύο στρέμματα χωράφι μόνος του, σαν να έχει πλακωθεί στο ξύλο με έξαλλες, αόρατες προπαραλήγουσες.

Κάνει έργο μοναχικό, αλλά δεν είναι ο μόνος. Υπάρχει μια χούφτα ανθρώπων εδώ στο Περθ, σε διαφορετικά πόστα, «ταγμένη» στην ίδια αποστολή – μόνο ο περιορισμός του χώρου της στήλης με εμποδίζει να τους αναφέρω ξεχωριστά.

Από τις επισκέψεις στα λιτά, φτωχά σε μέσα ελληνικά σχολεία, φεύγω κουρασμένη, αλλά πάμπλουτη. Θυμάμαι ότι μέσα μου κουβαλάω έναν θησαυρό, που τον απέκτησα σε καιρούς παλιούς και τιμές προσιτές, έναν γλωσσικό θησαυρό που σήμερα άλλοι αγωνιούν να αποκτήσουν ένα ψήγμα του.
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια μου η γλώσσα στις αμμουδιές του Ομήρου…».
Άξιος εστί ο ποιητής.
Και αξιότερος ο δάσκαλος