ΡΙΧΝΟΝΤΑΣ από καιρό εις καιρό μια ματιά στο παρελθόν, αντιλαμβανόμαστε ότι για πολλά πράγματα, τζάμπα σκοτωνόμαστε και για τα περισσότερα θα ήταν καλύτερα αν δεν κάναμε απολύτως τίποτα.

ΑΝ είχαμε, δηλαδή, ακολουθήσει τον χρυσό κανόνα που λέει ότι αν δεν είσαι σίγουρος για το τι πρέπει να κάνεις το καλύτερο (για να μην μπλέξεις) είναι να μην κάνεις τίποτα, θα είχαμε αποφύγει πολλές κακοτοπιές.

ΜΕΓΑΛΗ ιστορία ο πεπερασμένος χρόνος, σας λέω. Ανεπανάληπτος (και σοφός) δάσκαλος για όσους έχουν τη δυνατότητα να ανακαλέσουν το παρελθόν και να κρίνουν τα «έργα τους».

ΟΠΟΙΟΙ έχουν αποπειραθεί να κάνουν ένα χοντρικό απολογισμό της πορείας τους πάνω σε τούτο τον ταλαίπωρο (όπως τον έχουμε καταντήσει) πλανήτη, καταλαβαίνουν ευκολότερα τι λέω.

ΣΥΝΕΠΩΣ, αν γυρίσουμε το ρολόι της παροικιακής μας ιστορίας 50 χρόνια πίσω και ρίξουμε μια προσεκτική (και διεισδυτική) ματιά στον «εκκλησιαστικό διχασμό», το πιθανότερο είναι να αναρωτηθούμε «ως προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός» πέντε δεκαετιών.

ΕΤΣΙ είναι, όμως, η ζωή. Παθιαζόμαστε και σκοτωνόμαστε να κυνηγάμε τον… ίσκιο μας και πράγματα, που διαπιστώνουμε εκ των υστέρων ότι στερούνται ουσιαστικής (και πρακτικής) σημασίας.

ΣΗΜΕΡΑ, μετά τη συμφωνία της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας με την Κοινότητα Σίδνεϊ, που για δεκαετίες είχε βγει στο (αυτοκέφαλο) κλαρί, μπορούμε εκ του ασφαλούς πλέον να συμπεράνουμε, ότι θα μπορούσαν να μην είχαν συμβεί όσα συνέβησαν.

ΜΕ το ίδιο, βέβαια, σκεπτικό και οι περισσότεροι από τους πολέμους που έγιναν στον κόσμο θα μπορούσαν να μην είχαν γίνει, αν ήταν να τους κρίνουμε εκ των υστέρων με την ασφάλεια που παρέχει ο χρόνος που περνά.

Ο,ΤΙ συνέβη, όμως, μεταξύ Αρχιεπισκοπής και Κοινοτήτων, έλαβε χώρα σε μια άλλη εποχή και κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες.

ΘΥΜΑΜΑΙ ότι όταν άρχισα να εργάζομαι σε τούτη την εφημερίδα (πριν 35 χρόνια), ο «κοινοτικός θεσμός» αποτελούσε την πιο καθαρόαιμη «προοδευτική» ιδεολογία της παροικίας μας.

ΔΕΝ μπορούσε κάποιος τότε να λογιστεί «προοδευτικός» αν δεν ήταν υπέρ του «κοινοτικού θεσμού» και ορκισμένος εχθρός της Αρχιεπισκοπής.

ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ του «κοινοτικού θεσμού» ήταν η Αριστερά, που είχε επικρατήσει κατά κράτος στις ιστορικές Κοινότητες της Μελβούρνης, του Σίδνεϊ και της Αδελαΐδας και, βέβαια, ο «Νέος Κόσμος», η μόνη αναγνωρισμένη αριστερή εφημερίδα του ελληνισμού της Αυστραλίας.

ΓΙΑ περισσότερο από μισό αιώνα, οι πιο πάνω Κοινότητες ήταν οι μόνοι οργανισμοί που διατηρούσαν εκκλησίες που εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές ανάγκες των τότε συμπατριωτών μας.

ΟΛΑ άλλαξαν μετά το 1950 όταν άρχισε η μαζική μετανάστευση από την πατρίδα που είχε ως αποτέλεσμα να φτάσουν εδώ δεκάδες χιλιάδες Έλληνες.

Η ανάγκη για περισσότερους ναούς ήταν εμφανής και η Αρχιεπισκοπή, που είχε και αυτή «μεταναστεύσει» εδώ, ακολουθώντας το μεγάλο κύμα των νεοαφιχθέντων, άρχισε με τη βοήθεια των πιστών να χτίζει ναούς.

ΤΟ ίδιο έκαναν και οι ιστορικές Κοινότητες, οι οποίες και ήθελαν να διατηρήσουν το ρόλο που έπαιζαν και πριν. Ως εκ τούτου, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Οι πιο πάνω Κοινότητες αποχώρησαν από την Αρχιεπισκοπή και κατέφυγαν στην λύση της «Αυτοκέφαλου».

Η Κοινότητα Μελβούρνης, χάρη στις πρωτοβουλίες του τότε προέδρου της Δημήτρη Ελεφάντη, που «εκκλησιαστικά» έβλεπε λίγο πιο μακριά, επέστρεψε στις τάξεις της Αρχιεπισκοπής (μετά από καμιά δεκαριά χρόνια), ενώ οι υπόλοιπες παρέμειναν στην «Αυτοκέφαλο».

Η υπογραφή της συμφωνίας θεωρήθηκε από τις υπόλοιπες «προοδευτικές» Κοινότητες «προδοσία» και έγινε αιτία ανατροπής του Ελεφάντη και επικράτησης στην Κοινότητα Μελβούρνης των «αριστερών δυνάμεων» της παροικίας μας. (Θα εξηγήσω στη συνέχεια γιατί βάζω τα εισαγωγικά στις λέξεις προοδευτικοί και αριστεροί).

ΚΑΠΩΣ έτσι είχαν χοντρικά τα εκκλησιαστικά μας πράγματα όταν έφτασα στην Αυστραλία. Από τον τηλεφωνικό κατάλογο βρήκα τη διεύθυνση των γραφείων του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας του οποίου έγινα αμέσως μέλος για να συνεχίσω την «επαναστατική μου δράση» που είχε διακόψει η χούντα των συνταγματαρχών.

Η γνωριμία μου εκεί με τους ανθρώπους του «Νέου Κόσμου» και ιδιαίτερα με τον Χρήστο Μουρίκη, που τότε ήταν γραμματέας της Κοινότητας, έγινε αφορμή να γίνω μέλος της Κοινότητας το 1973 και να εκλεγώ στο Διοικητικό Συμβούλιο το 1976.

ΕΝΑ χρόνο πριν, είχα αρχίσει να εργάζομαι στον «Νέο Κόσμο» και να «μπολιάζομαι» στην παντοδύναμη τότε ιδεολογία του «κοινοτικού Θεσμού», παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε δεν έδινα δεκάρα για «θρησκευτικά» θέματα.

ΠΕΡΙΤΤΟ να αναφέρω ότι ήταν τέτοιο το κλίμα στην εφημερίδα και την «προοδευτική» παροικία, που ουσιαστικά δεν σου επέτρεπε να εκφράσεις διαφορετική άποψη. Τα στρατόπεδα είχαν χωριστεί και όφειλες να πάρεις τη θέση σου στα χαρακώματα.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, συνέχισα να αναρωτιέμαι «τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι». Κομμουνισμός και χριστιανισμός ήταν για μένα έννοιες εντελώς ασυμβίβαστες και εγώ (χωρίς, βέβαια, να ξέρω) είχα γίνει «κομμουνιστής», όπως άλλοι είχαν γίνει χριστιανοί κατά τον ίδιο τρόπο.

ΕΔΩ να σημειώσω ότι όσο λιγότερα γνωρίζει κανείς για την ιδεολογία του και αυτά που πιστεύει, τόσο πιο φανατικός γίνεται. Το ίδιο συνέβη και σε μένα.

ΕΓΙΝΑ «μαρξιστής» χωρίς να έχω ιδέα από μαρξισμό και μαχόμουν τη θρησκεία, χωρίς καν να με ενδιαφέρει το θέμα. Έκανα και εγώ δηλαδή ό,τι όλοι οι άσχετοι «μαρξιστές» γύρω μου.

ΘΥΜΑΜΑΙ ότι όταν τόλμησα να πω κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινότητας, ότι πρέπει να πουλήσουμε τους έξι ναούς που είχε τότε η Κοινότητα, παρ’ ολίγο οι «σύντροφοι» μέλη του Δ.Σ. να με πετάξουν έξω από το παράθυρο.

Η ΕΔΩ «αριστερά» θεωρούσε τότε επαναστατικό της καθήκον να ελέγχει τους ναούς προκειμένου να έχει επιρροή στα παροικιακά μας πράγματα και την πρωτοκαθεδρία στις εξελίξεις.

ΤΗΝ ίδια χρονιά (1975) που έπιασα δουλειά στο «Νέο Κόσμο», ήλθε και ο αρχιεπίσκοπος Στυλιανός στην Αυστραλία, ενώ λίγους μήνες αργότερα τον γνώρισα από κοντά σε μια μάζωξη των Κρητών Αυστραλίας στο Όλμπουρι.

ΕΓΩ είχα πάει για να εκπροσωπήσω την εφημερίδα και ο Αυστραλίας παραβρέθηκε για να τιμήσει και να γνωρίσει από κοντά τους συμπατριώτες του Κρητικούς.

ΚΑΘΙΣΑΜΕ στο ίδιο τραπέζι και σε λίγο βρεθήκαμε να συζητάμε για τη λογοτεχνία, την Ελλάδα, την ποίηση και τον Νίκο Καζαντζάκη. Καμιά κουβέντα γύρω από το «εκκλησιαστικό πρόβλημα».

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ στη Μελβούρνη, το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ο Μουρίκης ήταν τι συζητήσαμε με τον αρχιεπίσκοπο.

ΟΤΑΝ του είπα ότι συζητήσαμε μόνο για τον Καζαντζάκη, με κοίταξε κουνώντας (με οίκτο) το κεφάλι του και μου είπε: «Εδώ η παροικία καίγεται και εσύ μιλούσες με τον Στυλιανό για τον Καζαντζάκη»;

ΔΕΝ θα κρύψω ότι μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο αρχιεπίσκοπος, με τον οποίο και συνέχισα να έχω τυπικές σχέσεις, παρά το γεγονός ότι το κλίμα στην εφημερίδα δεν βοηθούσε μια τέτοια γνωριμία.

ΤΙΣ λίγες φορές που είχαμε συναντηθεί, μιλούσαμε πάντα για την ποίηση. Ο Στυλιανός δεν είναι αφιερωμένος μόνο στο θεό και το λειτούργημά του, αλλά και στην ποίηση όσο κανένας άλλος άνθρωπος απ’ όσους έχω γνωρίσει.

ΕΤΣΙ πήγαιναν τα πράγματα μέχρι που το 1985, επ’ ευκαιρία της έκδοσης του περιοδικού «Παροικία», του ζήτησα να μου δώσει μια συνέντευξη. Δέχθηκε και μου είπε ότι θα μου τηλεφωνήσει όταν θα έλθει στη Μελβούρνη για να συναντηθούμε.

ΝΑ πω εδώ ότι η ιδέα της συνέντευξης ήταν του Μουρίκη, ο οποίος μάλιστα και είχε επεξεργαστεί και τις ερωτήσεις που θα έκανα στον αρχιεπίσκοπο.

ΛΙΓΕΣ μέρες αργότερα και όταν ο Αυστραλίας πληροφορήθηκε ότι στην έκδοση του περιοδικού συμμετέχει και ο Μουρίκης, μου τηλεφώνησε για να ακυρώσει τη συνέντευξη, αλλά μετά από τη δική μου επιμονή μου είπε (με βαριά καρδιά) «εντάξει».

ΜΕ ειδοποίησε όταν ήλθε στη Μελβούρνη και συναντηθήκαμε ένα απόγευμα στο γραφείο της Αρχιεπισκοπής, όπου μου έδωσε και δύο-τρία βιβλία του με ποιήματα τα οποία και του είχα ζητήσει.

ΣΤΗ συνέχεια, με ρώτησε για το περιοδικό και αφού μου ευχήθηκε «καλή επιτυχία», με ρώτησε τι είχα στο μυαλό μου να τον ρωτήσω. Του είπα ότι ήθελα να συζητήσουμε για τις «εκκλησιαστικές εξελίξεις».

ΘΥΜΑΜΑΙ ότι με κοίταξε καλά-καλά και αντί να μου πει μην ασχολείσαι με θέματα που δεν γνωρίζεις μου λέει: «Εγώ λέω να μιλήσουμε καλύτερα για τίποτε άλλο και όχι γι’ αυτά τα πράγματα…»

ΚΑΙ συνεχίζει: «Στο κάτω-κάτω, ό,τι ήταν να πω για το θέμα αυτό το έχω ήδη πει και αν θέλεις να γράψεις να σου δώσω τα πρακτικά της κληρικολαϊκής…»

ΕΥΚΑΙΡΙΑ περίμενα και εγώ, που με βαριά καρδιά ασχολούμουν πάντα με το «εκκλησιαστικό πρόβλημα» και συνεχίσαμε να μιλάμε για άλλα πράγματα.

ΣΤΗΝ πρώτη έκδοση του περιοδικού δημοσίευσα τη συζήτησή μας, βάζοντας μάλιστα ως τίτλο «Μια συνέντευξη που δεν δόθηκε ποτέ».

Ο ΜΟΥΡΙΚΗΣ έγινε για άλλη μια φορά έξω φρενών που δεν έκανα στον αρχιεπίσκοπο τις ερωτήσεις που «έπρεπε» να του να κάνω και, κατόπιν πιέσεων, δέχθηκα να μπει στο τέλος του κειμένου ότι «ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας θα συνεχίσει την πολιτική που ακολουθεί και θα επιμείνει να του παραδώσουμε τους τίτλους των ναών».

Η πιο πάνω παράγραφος έκανε (δικαιολογημένα) «θηρίο» τον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος και δεν μου είχε πει τέτοιο πράγμα.

ΤΟΤΕ, βέβαια, ήταν τόσο (αρνητικά) φορτισμένη η ατμόσφαιρα που χρειάστηκαν να περάσουν 15 ολόκληρα χρόνια μέχρι να αποκατασταθούν οι σχέσεις μου με τον Γέροντα και να συνεχίσουμε την συζήτηση που αρχίσαμε το…   1975 στο Όλμπουρι.

ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑ στα πιο πάνω γεγονότα για να δείξω το κλίμα της εποχής εκείνης και τι άφησαν πίσω τα χρόνια που πέρασαν.

ΚΑΙ αυτό που άφησαν τα χρόνια που πέρασαν ήταν πολλά άσπρα μαλλιά και μνήμες για πράγματα βέβαια που δεν έπρεπε να ποτέ να συμβούν. Έτσι είναι, όμως, η ζωή, γεμάτη από λάθη και απώλειες.

ΤΟ ΠΩΣ πέρασαν τα χρόνια το διαπίστωσα βλέποντας στον προχθεσινό «Νέο Κόσμο» την φωτογραφία του προέδρου της Κοινότητας Σίδνεϊ Χάρη Δανάλη.

ΤΟΝ θυμάμαι νέο με μαύρα μαλλιά όταν πηγαίναμε με ένα σαράβαλο Φολκσβάγκεν, από το Σίδνεϊ στο Νιούκαστλ (με το θερμόμετρο στους 43 βαθμούς Κελσίου) για να λάβουμε μέρος στο συνέδριο της Ομοσπονδίας Κοινοτήτων πριν 35 χρόνια.

ΧΑΡΗΚΑ που ο Χάρης Βρέθηκε στην ηγεσία της Κοινότητας και έβαλε την υπογραφή του για να τελειώσει μια διαμάχη χωρίς αντικείμενο (πραγματικών) διαφορών.

ΕΥΧΟΜΑΙ να εγκρίνουν τη συμφωνία και τα μέλη της Κοινότητας και αναρωτιέμαι τι θα έλεγε σήμερα ο μακαρίτης ο Μουρίκης. Αυτά και για χαρά.