«ΓΙΑ μια στιγμή, ελευθερία» ήταν ο τίτλος της ιρανικής ταινίας για την οποία σας υποσχέθηκα να γράψω δύο λόγια την περασμένη βδομάδα.

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για μια ταινία που αναφέρονταν στη φυγή μιας ομάδας Ιρανών (που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) άφησαν την πατρίδα τους αναζητώντας καλύτερες μέρες.

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ της ταινίας ήταν η ελπίδα και ως κομπάρσοι εμφανίστηκαν όλα τα εμπόδια που αντιμετώπισαν για να φτάσουν (όσοι έφτασαν) στην «Γη της Επαγγελίας».

Ο φακός ακολούθησε δύο μικρά αδελφάκια, που δύο μεγαλύτερα ξαδέλφια τους ανέλαβαν (για να «σωθούν» και οι ίδιοι) να τα πάνε στην Αυστρία που βρίσκονταν οι γονείς τους, ένα ζευγάρι που ο άνδρας διώκονταν ως αντιφρονών και άλλοι δύο τύποι (ένας καταζητούμενος) και ο άλλος που ονειρεύονταν να πάει στη Γερμανία, για να κάνει λεφτά και να αγοράσει μια Mercedes!

Η ταινία άρχισε από το τέλος, δείχνοντας την εκτέλεση του καταζητούμενου (που συνελήφθηκε στην Τουρκία και στάλθηκε πίσω) και τελείωσε με την επιστροφή στο Ιράν της συζύγου του αντιφρονούντα ο οποίος και αυτοκτόνησε στην Τουρκία, μην αντέχοντας τις ταλαιπωρίες, τον ανελέητο διωγμό και τον εξευτελισμό της αξιοπρέπειάς του.

Η σκηνή της επιστροφής της συζύγου στην πατρίδα της ήταν συγκλονιστική. Μετά την αυτοκτονία του συζύγου της, ο οποίος στην προσπάθειά του να διατηρήσει ζωντανό το όνειρο ότι, τελικά, θα τα «καταφέρουν», τις έλεγε ψέματα για τη διαδικασία χορήγησης από τις Αρχές προσφυγικής κάρτας, ο ΟΗΕ της έδωσε κάρτα εισόδου στη Γερμανία.

Η γυναίκα, όμως, την τελευταία στιγμή, αρνήθηκε να δεχτεί την άδεια εισόδου στον «παράδεισο» και αποφάσισε να επιστέψει στο Ιράν.

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ τα ίδια μονοπάτια ανάμεσα σε κακοτράχαλα και χιονισμένα βουνά και χρησιμοποιώντας τους ίδιους λαθρέμπορους ονείρων, έφτασε τελικά στην πατρίδα της.

Ο τελευταίος λαθρέμπορος, που τελικά την άφησε στο ίδιο ερημικό σημείο απ’ όπου την είχε παραλάβει με τον άνδρα της, την αναγνώρισε και της λέει ενώ απομακρύνονταν από το αυτοκίνητο: «Τόσα λεφτά πληρώσατε για να φύγετε, γιατί γυρίζεις πίσω στην κόλαση»;

Η γυναίκα, σταματά για λίγο και του λέει: «Γύρισα για να συνεχίσω αυτό που είχε αρχίσει ο άνδρας μου πριν φύγουμε».

ΚΑΙ ενώ αυτή κατέβαινε τη βουνοπλαγιά, ένα άλλο ζευγάρι ανέβαινε το χιονισμένο μονοπάτι για να συναντήσει τον ίδιο λαθρέμπορο, που θα τους μετέφερε στα σύνορα με την Τουρκία, για να αρχίσει το ίδιο δράμα από την αρχή.

ΤΕΛΙΚΑ, από τα οκτώ άτομα που ακολούθησε η ταινία οι μισοί κατόρθωσαν να φτάσουν «στη Γη της Επαγγελίας». Τα δύο μικρά αδελφάκια με έναν εξάδελφό τους (ο άλλος γνώρισε μια Τουρκάλα και έμεινε στην Τουρκία) και ο τύπος που πήγαινε να κάνει λεφτά και να αγοράσει Mercedes.

Ο ίδιος ήταν, παράλληλα, η «κωμική» και πιο ανθρώπινη πλευρά της ιστορίας, αφού για να επιβιώσει τόσο ο ίδιος και να βοηθήσει τον καταζητούμενο (που τελικά εκτελέστηκε), άρπαξε για να φάνε ένα κύκνο που έκανε αμέριμνος βόλτες σε ένα σιντριβάνι και έκλεψε τον Τούρκο «ξενοδόχο» για να δωροδοκήσει κάποιον αξιωματούχο προκειμένου να εξασφαλίσει βίζα εισόδου στη Γερμανία του φίλου του καταζητούμενου.

ΜΕ τα λεφτά που το «περίσσεψαν» αγόρασε ένα κρεμ κουστούμι, το φόρεσε, φωτογραφήθηκε μπροστά σε μια (ξένη) Mercedes και έστειλε τη φωτογραφία στους δικούς του στο χωριό για να τους δείξει πόσο εύκολα (και γρήγορα) μπορεί κάποιος να… πλουτίσει στην Ευρώπη!

Η σκηνή που η αστυνομία έψαχνε να βρει στο δωμάτιό τους τον κύκνο ήταν μαγική, αφού ο φακός εστίαζε σε ένα πούπουλο που κινείτο ανάμεσα στα πόδια των μπάτσων που έψαχναν.

ΜΕΤΑ από πολλές περιπέτειες και κυνηγητά από την αστυνομία επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο που θα τους πήγαινε στην Ελλάδα και από εκεί στη Γερμανία.

ΠΡΙΝ, όμως, περάσουν τα τουρκικά σύνορα, η αστυνομία συνέλαβε τον (καταζητούμενο) φίλο του, ο οποίος πριν αποβιβαστεί από το λεωφορείο του έδωσε τον έναν αριθμό τηλεφώνου και του είπε να τηλεφωνήσει στη γυναίκα του και να της πει ότι «είναι καλά».

ΤΗΝ ώρα που ο τύπος με το κρεμ κουστούμι έκανε το τηλεφώνημα, ο φακός στράφηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα, εστιάζοντας στα ανέκφραστα μάτια του, που ατένιζαν το κενό τούτου του κόσμου, ακούστηκε η λέξη «πυρ» και οι πυροβολισμοί.

ΤΗΝ τελευταία εικοσαετία έχουν γυριστεί δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες και εκατοντάδες ντοκιμαντέρ γύρω από το πολυσυζητημένο θέμα των προσφύγων και των οικονομικών μεταναστών.

ΚΑΜΙΑ, όμως, απ’ όσες έχω δει, δεν συγκρίνεται με την ταινία αυτή από το Ιράν. Έχω και στο παρελθόν αναφερθεί στην αφοπλιστική απλότητα και στο συναισθηματικό βάθος του ιρανικού κινηματογράφου.

ΑΝ λένε κάτι οι ταινίες (και, κατά τη γνώμη μου, λένε πολλά) το Ιράν είναι μια χώρα που σέβεται την κουλτούρα του.

ΣΤΟΥΣ σκηνοθέτες του εύκολα μπορεί να αναγνωρίσει κανείς ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να μετουσιώνουν σε κινηματογραφικά αριστουργήματα τις ανθρώπινες εμπειρίες.

ΑΥΤΗ τους η ικανότητα δείχνει ότι πρόκειται για ανθρώπους καλλιεργημένους και ψαγμένους. Για καλλιτέχνες, τον ψυχισμό των οποίων, έχει φιλτράρει ο Γολγοθάς της ανθρώπινης μοίρας.

ΕΧΟΥΝ μια ξεχωριστή ευαισθησία και νοηματική καθαρότητα οι κινηματογραφικές ταινίες τους. Ακολουθούν και αυτές την ίδια μεγάλη σχολή της ιρανικής ποίησης.

ΚΑΜΙΑ προσπάθεια μελοδραματικού εντυπωσιασμού με εφέ, βροντερά ονόματα και ψεύτικες επινοήσεις. Το αντίπαλο δέος των μεγάλων υπερπαραγωγών του Χόλυγουντ.

ΜΕΓΑΛΗ, πραγματικά, αφηγηματική τέχνη ο κινηματογράφος αν πίσω από τις κάμερες βρίσκονται σκηνοθέτες που στόχο έχουν να αποδώσουν, όσο πιο απλά γίνεται, τα μεγάλα νοήματα της ζωής.

ΕΙΜΑΙ βέβαιος ότι όποιος δει την ταινία αυτή, σίγουρα και θα σχηματίσει άλλη γνώμη για το δράμα των προσφύγων και των παράνομων μεταναστών.

ΤΟ πόσοι θα τη δουν είναι μια εντελώς άλλη ιστορία. Συνήθως, τέτοιες ταινίες, ακόμα και βραβεία να αποσπάσουν στα διάφορα διεθνή κινηματογραφικά Φεστιβάλ που προβάλλονται, περνούν απαρατήρητες.

ΚΑΙ δεν περνούν απαρατήρητες μόνο λόγω της θεματολογίας, αλλά και λόγω της «ρατσιστικής» αντιμετώπισης εξαιτίας της καταγωγής τους.

ΚΑΙ όταν λέω «ρατσιστικής» αντιμετώπισης, εννοώ ότι η συντριπτική πλέον πλειοψηφία αυτών που συνεχίζουν να πηγαίνουν στο κινηματογράφο, βλέπει αποκλειστικά αμερικανικές ταινίες και κατά δεύτερο λόγο ευρωπαϊκές.

ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ μπαίνουν πια στον κόπο να δουν, για παράδειγμα, μια ταινία που προέρχεται από το Νιγηρία, τη Χιλή, την Ελλάδα ή το Ιράν.

ΔΕΝ υπάρχουν πια σινεφίλ, με την έννοια της αγάπης γι’ αυτό το είδος τέχνης. Καταναλωτές και εθισμένοι στη γκλαμουριά, τη βία, το αίμα και το σπέρμα είναι οι περισσότεροι.

ΟΙ περισσότερες ταινίες σήμερα (ακόμα και αυτές που κερδίζουν τα Όσκαρ) γυρίζονται για αυτό το κοινό. Οι κινηματογραφικές αίθουσες (και η τηλεόραση) δεν δείχνουν πλέον «μη εμπορικές» ταινίες.

Ο,ΤΙ δεν είναι εμπορικό στις μέρες μας δεν «περπατάει». Άσχετο αν πρόκειται για κινηματογραφική ταινία, βιβλίο, CD, ρούχα ή θεατρική παράδοση.

ΟΙ «μη εμπορικοί» ποιητές, συγγραφείς ή σκηνοθέτες, θεωρούνται «περιθωριακοί» και ενίοτε «αντικοινωνικοί».

ΠΑΝΤΑ στον κόσμο μας επικρατέστεροι ήταν κυρίως οι φελλοί. Σήμερα είναι αποκλειστικά και μόνο οι φελλοί.

ΟΤΑΝ έχεις κάποιο «ειδικό βάρος», το πιο πιθανό είναι να πας κατευθείαν στον πάτο. Δεν υπάρχει πια χώρος για όσους έχουν κάτι (διαφορετικό) να πουν. Αν δεν εναρμονιστείς με τις «αξίες» τούτης εποχής, έχεις καταδικαστεί σε αφάνεια.

ΑΣ ελπίσουμε ότι, παρ’ όλα αυτά και κόντρα στο ιδεολογικό τσουνάμι της ασημαντότητας, θα συνεχίσουν να υπάρχουν άνθρωποι (που θα αψηφούν τους παντοδύναμους κερδοφόρους νόμους των «αγορών») και θα γυρίζουν τέτοιες ταινίες.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ σε μια στιγμή που εκατοντάδες φυγάδες πνίγονται στην Μεσόγειο και τον Ινδικό Ωκεανό, για να φτάσουν στην Αυστραλία ή κάποια χώρα της Ευρώπης.

ΑΥΤΑ για σήμερα να είστε όλοι καλά και τα λέμε από βδομάδα. Γεια χαρά.