Επανέρχομαι στην εξέταση του ερωτήματος αν η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αναπόφευκτα συνεπάγεται την αναδιάρθρωση του χρέους που το δημόσιο οφείλει στους διάφορους δανειστές του.
Για να καταστεί πιο άνετη η εξέταση των εναλλακτικών λύσεων, αν πράγματι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, την προπερασμένη Πέμπτη έκανα κάποιες διευκρινίσεις αναφορικά με τη φύση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους.
Είδαμε πως το δημόσιο χρέος από 239 δισεκατομμύρια ευρώ, – 105% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) – που ήταν το 2007, τον Δεκέμβριο του 2010 ανήλθε στα 329 δισεκατομμύρια ευρώ – 143% του ΑΕΠ.
Το δημόσιο χρέος είναι αποτέλεσμα του χρόνιου δημοσιονομικού ελλείμματος, το οποίο δημιουργείται όταν το σύνολο των εσόδων ενός κράτους είναι μικρότερο από το σύνολο των δαπανών του για ένα συγκεκριμένο οικονομικό έτος. Σε μια τέτοια περίπτωση το κράτος αναγκάζεται να προβεί στην έκδοση κρατικών ομολόγων, με συγκεκριμένο χρονικό διάστημα λήξης, και προκαθορισμένα επιτόκια, τα οποία αγοράζουν τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, επενδυτικοί οίκοι, κλπ. Τα επιτόκια πληρώνονται ετησίως, και όταν η χρονική περίοδος των ομολόγων λήξει η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να πληρώσει την αξία τους.
Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Επειδή το κράτος δεν έχει πλεόνασμα στους προϋπολογισμούς του, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανειλημμένες υποχρεώσεις του, προβαίνει στη σύναψη νέων δανείων, και το κακό όχι μόνο διαιωνίζεται, αλλά και διογκώνεται. Γι’ αυτό το δημόσιο χρέος αυξάνεται από χρόνο σε χρόνο, καθιστώντας προβληματική την αποπληρωμή του.
Για το λόγο αυτό έχει γίνει, και εξακολουθεί να γίνεται λόγος, για αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους. Με αναδιάρθρωση εννοούν την αλλαγή στον τρόπο αποπληρωμής του χρέους που το κράτος χρωστά, με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.
Τρία είναι τα κύρια σκέλη της αναδιάρθρωσης:
1. Οι δανειστές της Ελλάδας να συμφωνήσουν στη μείωση του ποσού που το ελληνικό κράτος τους οφείλει, για παράδειγμα να πάρουν πίσω το 70% των κεφαλαίων που δάνεισαν στην Ελλάδα.
2. Η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, δηλαδή να μειωθούν τα συμφωνημένα επιτόκια. Για παράδειγμα, αν ήταν 5%, να γίνουν 4%.
3. Η επιμήκυνση στο χρόνο αποπληρωμής του χρέους.
Το «κούρεμα», όρος ο οποίος σήμερα είναι του συρμού στην Ελλάδα, ισχύει στην περίπτωση που μια χώρα αποφασίσει να προβεί σε αναδιάρθρωση του χρέους της, χωρίς τη συναίνεση των δανειστών της. Μια ωραία πρωία ενημερώνει τους δανειστές της ότι αντί να αποπληρώσει το σύνολο των δανείων της, θα πληρώσει, για παράδειγμα, το 70%.
Όμως τις επιπτώσεις μιας τέτοιας μονομερούς απόφασης , αν η Ελλάδα αποφασίσει να κάνει ένα τέτοιο «κούρεμα» στα δάνεια, θα τις υποστεί στο μέλλον, όταν χρειαστεί να βγάλει στην αγορά νέα κρατικά ομόλογα, για σύναψη νέων δανείων. Ποιος θα ήταν τόσο τρελός τότε να της δανείσει, εν όψει μιας τέτοιας αναξιοπιστίας;
ΕΥΚΟΛΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ, Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ
Η πιο ήπια μορφή αναδιάρθρωσης είναι η επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου, χωρίς όμως και παράλληλη μείωση στα επιτόκια, όπως πρόσφατα πρότεινε ο Καθηγητής του New York University, Carl Weinberg.
Για να δοθεί στην ελληνική κυβέρνηση το απαραίτητο χρονικό περιθώριο για να υλοποιήσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, ο Carl Weinberg προτείνει την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, με τρόπο που θα επιμηκύνει τη λήξη των ομολόγων. Όπως εξηγεί, όλα τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που λήγουν από τώρα έως το 2019 μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα ομόλογο διάρκειας 25 ετών, με επιτόκιο 4,5%.
Με αυτό τον τρόπο, υπολογίζει ο Carl Weinberg, οι ανάγκες χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου για τα επόμενα πέντε χρόνια θα μειώνονταν κατά 60% ή 140 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η εισήγηση του Carl Weinberg βρίσκει διαμετρικά αντίθετο τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ, Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ο οποίος πρόσφατα δήλωσε πως σε περίπτωση αναδιάρθρωσης οποιασδήποτε μορφής του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, θα κλείσει την πόρτα της Ε.ΚΤ στα ελληνικά ομόλογα.
Δεδομένου ότι η ΕΚΤ είναι ένα από τα τρία μέλη της περιβόητης τρόικας, η οποία χορήγησε στην Ελλάδα το δάνειο των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ διά μέσου του Μνημονίου, ο λόγος του Ζαν-Κλοντ Τρισέ έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ είναι της γνώμης πως η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα πλήξει ιδιαίτερα τις τράπεζες, ελληνικές και ξένες, οι οποίες έχουν δανείσει στην Ελλάδα, με την αγορά κρατικών ομολόγων, το μεγαλύτερο μέρος των 329 δισεκατομμυρίων ευρώ που χρωστάει στους δανειστές της.
Επιπλέον, ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ διαβλέπει πως οι αγορές θα γίνουν ακόμη πιο επιθετικές προς τις χώρες που έχουν υψηλά ποσοστά δημόσιου χρέους, γιατί φοβάται πως τη λύση της επιμήκυνσης ενδέχεται να υιοθετήσουν η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος, σύμφωνα με τον κ Τρισέ, οι οίκοι αξιολόγησης να χτυπήσουν ανελέητα την Ελλάδα, κατατάσσοντας τα ελληνικά ομόλογα στην κατηγορία των τοξικών.
Η καθυστέρηση στην επιστροφή των κεφαλαίων που οι τράπεζες δάνεισαν στην Ελλάδα θα έχει ως αποτέλεσμα τη δυσκολία να δανείζουν σε τακτικούς πελάτες τους, και ίσως και δυσκολίες να επιστρέψουν σε πελάτες τους τις καταθέσεις τους αν θέλουν να τις αποσύρουν.
Το επιχείρημα του Ζαν-Κλοντ Τρισέ δεν στερείται πειστικότητας, όταν δούμε τα ποσά που το ελληνικό κράτος χρωστάει στις ελληνικές τράπεζες και άλλους φορείς που έχουν δανείσει στο ελληνικό δημόσιο, με την αγορά ομολόγων:
– Τράπεζες 65 δισεκατομμύρια ευρώ
– Ασφαλιστικά Ταμεία: 40 δισεκατομμύρια ευρώ
– Ασφαλιστικές Εταιρείες: 15 δισεκατομμύρια ευρώ
Σύνολο: 120 δισεκατομμύρια ευρώ
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ
Οπωσδήποτε, το ύψος του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς, και ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, καθιστούν την αποπληρωμή του εξαιρετικά δύσκολη.
Δυστυχώς η κατάσταση δυσχεραίνεται και από το γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης αρνούνται κατηγορηματικά να συνεργασθούν με την Κυβέρνηση στην αντιμετώπιση της κρίσης που μαστίζει τη χώρα, και στην αποτροπή της χρεοκοπίας που επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια του ελληνικού λαού ως δαμόκλειος σπάθα.
Την έλλειψη συναίνεσης συνόψισε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ως ακολούθως:
«Η Ελλάδα πρέπει να πείσει τους πάντες πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι αποφασισμένη. Όχι η κυβέρνηση, όχι η αντιπολίτευση, όχι εγώ, η Ελλάδα. Και καλούμε όλους να βάλουν πλάτη στην προσπάθεια αυτή. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι να αποτύχει, ή να πετύχει η κυβέρνηση, αλλά η χώρα. Και δεν κάνω πίσω για τη σωτηρία της χώρας. Όμως, τι θα πει τελικά συναίνεση; Η συναίνεση όλων μας αυτή τη στιγμή δεν αφορά απλώς μία σύμβαση, ή μνημόνιο, ή μία ψηφοφορία στη Βουλή. Αφορά κάτι πολύ σημαντικότερο, την εθνική αναγκαιότητα να αλλάξουμε την Ελλάδα». Ελευθεροτυπία, 22 Μαΐου 2011.
Πράγματι, αποτελεί εθνική αναγκαιότητα να αλλάξουν πολλά από τα κακώς κείμενα στην Ελλάδα, για να μπορέσει να εξέλθει από την οικονομική κρίση με ανυψωμένο το ηθικό της, και ανανεωμένους τους πολιτικούς και διοικητικούς θεσμούς.
Βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον ένα άρθρο, στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα (22/5/2011) με τίτλο «Οι τεμπέληδες της άγονης Ελλάδας», του Θ. Π. Λιανού, ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο κ. Λιανός πιστεύει πως αν η προσοχή της Κυβέρνησης περιοριστεί μόνο σε μέτρα για την αποπληρωμή του χρέους, οι πολίτες σύντομα θα επιστρέψουν στις παλιές παράλογες συμπεριφορές τους, όπως «οι συνδικαλιστικές συντεχνίες όλων των χρωμάτων θα αρχίσουν να λεηλατούν τις Δημόσιες Επιχειρήσεις με μεγαλύτερο πάθος, οι αγρότες θα κλείνουν τους δρόμους για έξτρα επιδοτήσεις, οι δηµόσιοι υπάλληλοι θα ζητούν επίδομα παρουσίας στην υπηρεσία… οι φοιτητές πτυχία χωρίς μαθήματα…, κ.ά.».
Όλα τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται υπερβολικά, σημειώνει ο κ. Λιανός, όμως δηλώνει ότι παρόμοια συνέβησαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Τελικά καταλήγει στο συμπέρασμα πως το οικονομικό πρόβλημα της χώρας δεν μπορεί να λυθεί με τους διάφορους χειρισμούς του χρέους. «Η χώρα», τονίζει, «χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση των οικονομικών μηχανισμών, αλλαγή πλέγματος των παρεχομένων κινήτρων και θεαματική μείωση του μεγέθους του κράτους».
Με άλλα λόγια απαιτούνται αλλαγή νοοτροπίας, συμπεριφοράς, και αναδόμηση των δημόσιων υπηρεσιών. Είναι καιρός η Ελλάδα να παύσει να είναι τυπικά μόνο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά να λειτουργεί με την αποτελεσματικότητα των άλλων μελών. Και ιδιαίτερα, να μην περιμένει εσαεί τα άλλα μέλη να την βγάζουν από τον λάκκο που από μόνη της ανοίγει.
Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως θα επαληθευθεί το ρητό «Ουδέν κακόν αμιγές καλού».