«Το κλειδί για τη λύση στο Κυπριακό είναι η Άγκυρα, δεν είναι οι ηγέτες της τουρκοκυπριακής κοινότητας, διότι οι εντολές για τη στάση των Τουρκοκυπρίων έρχονται από την Άγκυρα και αυτό είναι ξεκάθαρο».

Αυτό τόνισε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, μιλώντας σε μεγάλη συγκέντρωση που έγινε στην Κυπριακή Κοινότητα Μελβούρνης και συνέχισε:
«Το ξεκαθάρισε, άλλωστε, πρόσφατα ο κ. Ερντογάν, όταν οι Τουρκοκύπριοι ξεσηκώθηκαν για να διεκδικήσουν την ταυτότητά τους ως Κύπριοι και για να αντιδράσουν κατά των καταπιεστικών οικονομικών μέτρων που παίρνει η Άγκυρα σε βάρος τους».

 Ο κ. Χριστόφιας είπε ότι ο κ. Ερντογάν ήταν «κυνικός και τόσο προσβλητικός για την αξιοπρέπεια των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας, οι οποίοι αντέδρασαν ακόμη περισσότερο, διότι είναι και αυτοί Κύπριοι και οι Κύπριοι, παρ’ όλα τα δεινά, έχουν την αξιοπρέπεια τους».

 Ο κ. Χριστόφιας, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του κ. Έλση Χριστόφια, τον κυβερνητικό εκπρόσωπο κ. Στέφανο Στεφάνου, και τα υπόλοιπα μέλη της κυπριακής αντιπροσωπείας, επισκέφθηκε την Κυπριακή Κοινότητα όπου έτυχε ιδιαίτερα θερμής υποδοχής από εκατοντάδες Κυπρίους.

«Στην Κύπρο, δυστυχώς, η ενότητα είναι στα ζητούμενα. Μας έχουν κυριεύσει και πάλι τα αισθήματα της φιλοδοξίας και της πολυδιάσπασης. Και έρχομαι εδώ και θα μεταφέρω το πάθος σας για την ενότητα, το πάθος σας για μια Κύπρο ενωμένη» τόνισε.

 Πρόσθεσε ότι «η Κύπρος μας και η υπόθεσή της πρέπει να είναι πάνω από κόμματα και ιδεολογίες, τουλάχιστον όσο υποφέρει από την κατοχή του τουρκικού στρατού και την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, όσο υποφέρει από τον εποικισμό. Και οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας είναι αγανακτισμένοι από τον κίνδυνο να χάσουν την κυπριακή τους ταυτότητα, διότι είναι Κύπριοι, είναι και αυτοί όπως και εμείς».

 Είναι ώρα εμείς ο Ελληνοκύπριοι να χωνέψουμε ότι και οι Τουρκοκύπριο είναι παιδιά της ίδιας μάνας γης, της Κύπρου μας, όπως και οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες πρέπει να κατανοήσουν –διότι οι απλοί άνθρωποι το κατανοούν αυτό– ότι πρέπει να σεβαστούν τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων και να τερματιστεί αυτή η απαράδεκτη κατάσταση, η οποία χωρίζει το λαό μας για να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα ξένων. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν μαζί για αιώνες και αλληλοβοηθούνταν. Αυτά πρέπει να αναζωογονηθούν και να μεταφερθούν ως κυπριακές παραδόσεις και προς τις νεότερες γενεές που δεν έχουν τη χαρά και τη δυνατότητα της καθημερνής επαφής και της επίλυσης των προβλημάτων της ζωής».

 Πρόσθεσε ότι «οι ξένες επεμβάσεις που από την ώρα που μπήκαν στη ζωή μας έσπειραν το σπόρο του σοβινισμού, του εθνικισμού και της διχόνοιας μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων της χώρας μας. Οι ξένες επεμβάσεις οδήγησαν στην εισβολή και την κατοχή και τα βάσανα και τα δεινά του λαού μας ο οποίος εδώ και 37 χρόνια ζει χωρισμένος και αγωνίζεται να επανενωθεί».

 Ο πρόεδρος κ. Δημήτρης Χριστόφιας, είπε ότι πέρα από κομματικές και πολιτικές πεποιθήσεις «πάνω από όλα είναι η Κύπρος μας, είναι ο τόπος μας, η Κύπρος είναι η ιδεολογία μας, είναι το κόμμα μας αυτή τη στιγμή».

 Αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, ο πρόεδρος κ. Χριστόφιας, είπε ότι «υπολόγισα ότι μαζί με τον κ. Ταλάτ, ο οποίος τότε ήταν ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας, θα ήταν λιγότερο δύσκολο –αλλά όχι εύκολο– να βρούμε κοινή γλώσσα, διότι αγωνιστήκαμε μαζί για την επαναπροσέγγιση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και κάποτε είχαμε ταυτόσημες θέσεις. Το λέω και ας το ακούσει ο κ. Ταλάτ, ο οποίος ασκεί σκληρή κριτική, δυστυχώς. Άκουσα ότι θα έρθει στην Αυστραλία. Να τον ακούσετε, να μιλήσετε μαζί του, να ακούσει και εκείνος τις απόψεις τα δικές σας, αλλά και των Τουρκοκυπρίων» παρότρυνε τους ομογενείς.

 Πρόσθεσε ότι στο περιθώριο του γεύματος που παρέθεσε προς τιμήν του ο πρωθυπουργός της Βικτώριας, συνάντησε την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων της Μελβούρνης, οι οποίοι παρακάθονταν στο γεύμα ως προσκεκλημένοι του πρωθυπουργού, και εξέφρασαν στον πρόεδρο την περηφάνια τους για την ταυτότητά τους ως Κύπριοι.

 «Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να θεωρούνται συναγωνιστές μας. Έτσι ήταν ο κ. Ταλάτ λίγα χρόνια πριν ως ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος. Διαμορφώσαμε ταυτόσημες θέσεις για τη λύση στο Κυπριακό και είναι καταγραμμένα σε ντοκουμέντα και κοινά ανακοινωθέντα αυτά. Αλλά φαίνεται ότι και αυτός, για να αναδειχθεί σε ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, έπρεπε να φιλήσει το χέρι της Άγκυρας και το φίλησε δυστυχώς. Παρ’ όλα αυτά, όταν καθίσαμε μαζί πρόσωπο με πρόσωπο με τον κ. Ταλάτ, δεν είχα άλλη επιλογή από το να τού θυμίσω ποιος πραγματικά ήταν και καταλήξαμε σε ορισμένες κοινές θέσεις, οι οποίες προηγουμένως δεν υπήρχαν ότι, δηλαδή, η λύση του Κυπριακού θα πρέπει να είναι λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως αυτή περιγράφεται από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αριθμητική ισότητα στο πλαίσιο της ομοσπονδίας, αλλά συμμετοχή των δύο κοινοτήτων σε τέτοιο βαθμό όπου η μια κοινότητα να μην μπορεί, να μην τής επιτρέπεται να επιβάλει τη θέλησή της πάνω στην άλλη κοινότητα.
Καταλήξαμε και σε μια άλλη πολύ σημαντική θέση, ότι το κράτος θα είναι ένα με μια μόνη και αδιαίρετη κυριαρχία, μια ιθαγένεια, την κυπριακή, και με μια διεθνή προσωπικότητα. Αυτή είναι μια σταθερή βάση πάνω στην οποίαν μπορούμε να κτίσουμε ένα κράτος που να είναι λειτουργικό και βιώσιμο και να μπορεί να υπηρετεί όλους τους κατοίκους του, όλους τους Κύπριους, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Αρμένιους και Λατίνους. Αυτή η συμφωνία ήταν πολύ σημαντική για να προχωρήσουμε παρακάτω».

 Πρόσθεσε ότι «σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητες της Κεντρικής Κυβέρνησης τις έχουμε διευρύνει κατά δέκα τις αρμοδιότητες –οι οποίες περιλαμβάνονταν στο σχέδιο Ανάν, το οποίο στο τέλος οι Ελληνοκύπριοι είχαν απορρίψει– σε τέτοιο βαθμό που να διασφαλίζεται η ενότητα του κράτους, η ενότητα στην οικονομία και η ενότητα του λαού. Έμειναν κάποια ζητήματα για τα οποία χρειαζόταν περισσότερη δουλειά για να είναι απόλυτα ξεκάθαρα. Καταλήξαμε ότι η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι αποστρατιωτικοποιημένη με τη διαφορά ότι ο κ. Ταλάτ με πίεση και καθοδήγηση από την Άγκυρα επέμενε στη διατήρηση των εγγυήσεων οι οποίες δεν μας πρόσφεραν τίποτα το θετικό μέχρι σήμερα. Αντίθετα λειτούργησαν σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εγγυητές έπρεπε να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δυστυχώς, είχαμε το αντίθετο».

 Όπως είπε, «ο Ταλάτ ζητούσε να συνεχιστούν οι εγγυήσεις και να παραμείνουν και τα δύο αποσπάσματα, η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ, κάτι το οποίο έμεινε σε εκκρεμότητα στο τραπέζι. Αλλά το ότι αποφασίσαμε ότι η Κύπρος θα αποστρατιωτικοποιηθεί έχει το θετικό της στοιχείο, διότι αυτό σήμαινε αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων. Και των όποιων στρατευμάτων πέραν αυτών που περιλαμβάνει η συμφωνία εγγύησης και συμμαχίας». Πρόσθεσε ότι «είναι νευραλγικής σημασίας το λεγόμενο δικαίωμα μονομερούς επέμβασης τάχατες για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία αυτό επικαλέστηκε όταν έβαλε σε λειτουργία την πολεμική της μηχανή και στο τέλος κατέλαβε το 37% του κυπριακού εδάφους. Αυτό το δικαίωμα πρέπει να εξαλειφθεί. Εμείς υποστηρίζουμε με συνέπεια την κατάργηση των εγγυήσεων. Οι Κύπριοι είναι αρκετά ώριμοι πλέον για να μη χρειάζονται εγγυητές. Πέραν αυτού, η Κύπρος είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε. σε όλη της την επικράτεια και οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας μπορούν να νιώθουν ασφάλεια εντός της Ε.Ε., ανεξαρτήτως των απόψεων που έχουν αρκετοί και διάφοροι για την ίδια την Ε.Ε. και για πολιτικές τις οποίες ακολουθεί η Ε.Ε. Όμως, θεωρώ ειλικρινά και αυτό το λέω ενσυνείδητα, ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. είναι ένα πραγματικά θετικό στοιχείο που πρέπει να αξιοποιήσουμε.

 Είμαστε κοντά στο να συμφωνήσουμε και στα θέματα οικονομίας και πρέπει να πω ότι είναι και η μόνη πρόοδος που κάναμε με τον κ. Έρογλου. Στα θέματα της οικονομίας, ουσιαστικά έχουμε συμφωνήσει. Προχωρήσαμε και στα θέματα που αφορούν την ιδιότητα της Κύπρου ως μέλους της Ε.Ε., αλλά υπάρχει μια τεράστια διαφορά. Αν, δηλαδή, η συμφωνία θα θεωρηθεί πρωτογενές δίκαιο, αν δηλαδή η ενωμένη ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα θεωρηθεί καινούριο κράτος το οποίο θα ενταχθεί στην Ε.Ε. ή αν είναι συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας με βάση ένα συγκεκριμένο Πρωτόκολλο που έχει υπογράψει η Κυπριακή Δημοκρατία με την Ε.Ε. και που αφορά την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου και στις σήμερα κατεχόμενες περιοχές, που αύριο θα είναι μέρος, διοικητικά και άλλως πώς, της κυρίαρχης ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας.

 Με τον κ. Έρογλου μας χωρίζουν διαφορές φιλοσοφίες σε ό,τι αφορά την επίλυση του Κυπριακού», είπε ο κ. Χριστόφιας, σημειώνοντας ότι «εμείς τασσόμαστε υπέρ ενός ενωμένου κράτους με μια κυριαρχία μια ιθαγένεια μια διεθνή προσωπικότητα. Δεν έχει την ίδια αντίληψη των πραγμάτων ο κ. Έρογλου και δεν το αποκρύβει κιόλας. Η ηγεσία της τουρκοκυπριακής πλευράς εργάζεται για δύο κράτη τα οποία θα έχουν μια σχέση μεταξύ τους κάτω από μια στέγη, κάτι σαν συνομοσπονδία. Αυτό δεν μπορεί να γίνει διότι η διαίρεση αυτή είναι αποτέλεσμα παραβίασης όλων των αρχών του διεθνούς δικαίου, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, των αρχών και των αξιών της Ε.Ε.

Εφόσον λέει ότι πιστεύει σε αυτές τις αξίες η Ε.Ε., αναμένουμε ότι θα λειτουργήσει και η Ε.Ε. κάποια στιγμή ως καταλύτης για να κατανοήσει και η Τουρκία πρώτα από όλα, αλλά και κάποιοι ηγέτες στην τουρκοκυπριακή κοινότητα ότι η Κύπρος πρέπει να είναι ενωμένο κράτος» είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Μόνο αν η Τουρκία αλλάξει ρότα, μετά τις εκλογές στη χώρα, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι πριν από την ανάληψη της προεδρίας της Δημοκρατίας στην Ε.Ε. θα μπορέσουμε να λύσουμε το Κυπριακό. Γα μένα είναι στόχος ζωής, η Τουρκία να αλλάξει γραμμή και να σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο ως χώρα που διακηρύσσει ότι είναι σύγχρονη και να προχωρήσουμε σε λύση του Κυπριακού.

Η λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας είναι οδυνηρή λύση. Υπάρχει άλλος τρόπος να επανενώσουμε την πατρίδα μας; Δεν νομίζω ο Μακάριος να δέχθηκε τυχαία αυτή τη λύση. Η δέχθηκε για να μη διαιωνιστεί η κατοχή και όσο περνά ο καιρός χωρίς λύση η Τουρκία οργανωμένα και με σχέδιο δημιουργεί νέα τετελεσμένα κουβαλώντας περισσότερους εποίκους και εκμεταλλεύεται τις ελληνοκυπριακές περιουσίες. Συνεπώς, αγωνιζόμαστε με πάθος επανένωση του τόπου και του λαού μας για να βρεθεί τέρμα στην κακοδαιμονία του κυπριακού λαού».