Αζημίωτη, πολιτικά, βγήκε η αξιωματική αντιπολίτευση από την εσωτερική φαγωμάρα της και διατηρεί σημαντική προβάδισμα από την κυβέρνηση Γκίλαρντ.
Δημοσκόπηση της Newspoll για την εφημερίδα The Australian δείχνει, ότι οι απώλειες της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι αμελητέες, όπως αμελητέα είναι και «τα κέρδη» της κυβέρνησης από το αλληλοφάγωμα ηγετικών στελεχών της συντηρητικής παράταξης.
Ο Συνασπισμός προηγείται σταθερά της κυβέρνησης, ενώ η πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πέφτουν συνεχώς στην κρίση του εκλογικού σώματος.

Στην πρώτη κατανομή η ψήφος του Συνασπισμού έπεσε δύο ποσοστιαίες μονάδες στο 44% ενώ του Εργατικού Κόμματος ανέβηκε μία μονάδα σε 34%. Στη δεύτερη κατανομή – μετά τη διανομή των δεύτερων προτιμήσεων των ψηφοφόρων των άλλων πολιτικών κομμάτων, η ψήφος του Συνασπισμού ανεβαίνεις το 54% και του Εργατικού στο 48%, δύο μονάδες χαμηλότερα από το ποσοστό που είχαν λάβει οι Εργατικοί στις περυσινές εθνικές εκλογές.
Κερδισμένοι από τη διαμάχη των κομμάτων εξουσίας βγαίνουν οι Πράσινοι με την ψήφο τους να ανεβαίνει δύο μονάδες σε 14%, ενώ μειώνεται η ψήφος των ανεξάρτητων κατά τρεις μονάδες σε 8%.

Χαμηλά παραμένουν τα ποσοστά αποδοχής του έργου της πρωθυπουργού και του αρχηγού της αντιπολίτευσης, 35% και 37% αντίστοιχα, ενώ ένας στους δύο ψηφοφόρους αποδοκιμάζουν το έργο της κ. Γκίλαρντ και του κυρίου Άμποτ.

Η κ. Γκίλαρντ παραμένει προτιμητέα πρωθυπουργός με 44% των προτιμήσεων έναντι 37% του πολιτικού της αντιπάλου.
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν, ότι ο λαός δεν ακούει, πλέον, την πρωθυπουργό. Λαμβάνει, όμως, υπόψη του τις προειδοποιήσεις του κ. Άμποτ για επιδείνωση της οικονομικής κατάστασής του αν επιβληθεί ο φόρος ρύπανσης του περιβάλλοντος (carbon tax).
Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης δουλεύει εντατικά το φόρο ρύπανσης, καθώς η κυβέρνηση διαβουλεύεται με τα μέλη της επιτροπής καθορισμού της τιμής του διοξειδίου του άνθρακα ανά τόνο.
Στην αρχή της εβδομάδας ο κ. Άμποτ κατέθεσε στη βουλή πρόταση για διενέργεια εκλογών, ισχυριζόμενος ότι η κυβέρνηση δεν έχει λαϊκή εντολή να επιβάλει το φόρο ρύπανσης.

Λαύρος ο κ. Άμποτ κατηγόρησε την πρωθυπουργό για αναξιοπιστία, επικαλούμενος επανειλημμένα την προεκλογική υπόσχεσή της να μην επιβάλει φόρο ρύπανσης. Η πρόταση καταψηφίστηκε από τη συμπολίτευση, αλλά ο κ. Άμποτ και οι συνεργάτες του εξακολουθούν να ζητούν εκλογές.

Με τη σειρά της η κυβέρνηση εξακολουθεί να στιγματίζει «την αρνητικότητα» του κ. Άμποτ και τον καλεί να παραδειγματισθεί από τον πρώην πρωθυπουργό Μάλκολμ Φρέϊζερ και τον πρώην αρχηγό των Λίμπεραλς Τζον Χιούσον, που συνυπέγραψαν με δεκάδες άλλους έγκριτους πολίτες πρόταση για επιβολή του φόρου ρύπανσης.
Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί, επίσης, ως υπερασπιστικό χαρτί την πρόθεση της βιομηχανίας να στηρίξει φόρο ρύπανσης μέχρι $10 τον τόνο διοξειδίου του άνθρακα, τιμή πολύ χαμηλότερη από αυτήν που εξετάζει η κυβέρνηση και κατά πολύ χαμηλότερη από την τιμή που προτείνουν οι Πράσινοι και περιβαλλοντολόγοι.
Εν τω μεταξύ οι ανεξάρτητοι βουλευτές Τόνι Γουίνδσορ και Ρομπ Όκσοτ προειδοποιούν, αμφότεροι μέλη της επιτροπής καθορισμού της τιμής των ρύπων διοξειδίου άνθρακα, ότι δεν βιάζονται να στηρίξουν ή να απορρίψουν το φόρο ρύπανσης, εντός της προθεσμίας που έχει θέση η κυβέρνηση.
Και τα δύο ανεξάρτητα μέλη του εθνικού κοινοβουλίου δηλώνουν, ότι δεν θα ψηφίσουν στα τυφλά. Θα μελετήσουν πρώτα τις προτάσεις που θα μπουν στο τραπέζι και μετά θα αποφασίσουν.

Η Ένωση Γεωργοκτηνοτρόφων Αυστραλίας, όμως, αποφάσισε ότι ο φόρος θα είναι επιζήμιος διότι θα επιβαρύνει το κόστος παραγωγής που, αναπόφευκτα, μεταβιβάζεται στους καταναλωτές.

Τέλος η κορυφαία Αυστραλή ηθοποιός, Κέϊτ Μπλάνσετ, που δέχεται τα πυρά της αντιπολίτευσης για τη συμμετοχή της σε διαφημιστικό σποτ υπέρ της επιβολής φόρου ρύπανσης, αναγνωρίζει το δικαίωμα των συμπολιτών της να διαφωνήσουν με την επιλογή της, αλλά δηλώνει πεπεισμένη για την ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος πριν χειροτερέψουν τα πράγματα.

Σημειώνεται, ότι η Ιαπωνία , η Ρωσία και ο Καναδάς ανακοίνωσαν στην πρόσφατη Σύνοδο της G8 ότι δεν πρόκειται να προβούν σε νέα μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα – στο πλαίσιο της Συμφωνία του Κιότο – διότι η συμφωνία δεν υποχρεώνει αναπτυσσόμενες χώρες, σαν την Κίνα, να περιορίσουν τις εκπομπές ρυπογόνων αερίων.

Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ανακοινώνουν, ότι δεν ενδιαφέρονται να υπογράψουν τη Συμφωνία του Κιότο.