Ο φόρος ρύπανσης (carbon tax) που προωθεί η κυβέρνηση Γκίλαρντ, είναι η πλέον συμφέρουσα λύση για την Αυστραλία, αποφαίνεται η Επιτροπή Παραγωγικότητας (Productivity Commission).
Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής θεμελιώνονται στα αποτελέσματα συγκριτικής μελέτης που έκανε μεταξύ εννιά χωρών, συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων εμπορικών μας εταίρων, Κίνα, Ιαπωνία και Κορέα και τους μεγαλύτερους ρυπαντές της ατμόσφαιρας, Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο φόρος ρύπανσης είναι φθηνότερος τρόπος αντιμετώπισης της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, από την ηλιακή ενέργεια ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που προωθούν οι Πράσινοι.
Υπενθυμίζουμε, ότι η κυβέρνηση Γκίλαρντ θα φορολογεί από την 1η Ιουλίου 2012 τις βιομηχανίες εκπέμπουν μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, με τιμή ανά τόνο που θα ανακοινωθεί εντός των προσεχών μηνών.
Η συγκριτική μελέτη πιστοποίησε, ότι η Αυστραλία βρίσκεται «στο μέσον» των χωρών που εξετάσθηκαν, όσον αφορά το ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) που διαθέτει για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Η Γερμανία είναι η χώρα που διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ για την καταπολέμησης της ρύπανσης της ατμόσφαιρας και ακολουθεί η Βρετανία. Όμως, η περιβαλλοντική πολιτική των δύο χωρών προκάλεσε σημαντικές αυξήσεις του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. Στη Γερμανία το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε 12% σε ένα χρόνο ενώ η μόλυνση της ατμόσφαιρας μειώθηκε 3%. Στη Βρετανία το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε 17% αλλά η μείωση των ρύπων ήταν μεγαλύτερη εξ αιτίας της έγκαιρης αντικατάστασης των στερών καυσίμων με αέριο –στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ενωμένη Ευρώπης– σε αντίθεση με τη Γερμανία που στράφηκε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η Επιτροπή Παραγωγικότητας υπολογίζει ότι η μέση τιμή διοξειδίου του άνθρακα στην Αυστραλία ανέρχεται σε $44 τον τόνο, έναντι $35 στην Κίνα και $43 στις ΗΠΑ. Η Νότια Κορέα διατιμά το διοξείδιο του άνθρακα υψηλότερα με $225 τον τόνο, και ακολουθούν η Ιαπωνία με $156 και η Γερμανία $137.
Η Αυστραλία βρίσκεται στο «μέσον» μεταξύ των ιδίων χωρών όσον αφορά το φόρο που επιβάλλεται στα υγρά καύσιμα για τον περιορισμό της κίνησης αυτοκινήτων με 36 σεντς ανά λίτρο, υψηλότερα από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αλλά χαμηλότερα από τη Βρετανία και τη Γερμανία που επιβάλουν 96 και 78 σεντς αντίστοιχα.
Η Επιτροπή δεν υπέδειξε τιμή του διοξειδίου του άνθρακα ανά τόνο μήτε υπολόγισε το κόστος του φόρου ρύπανσης στην αυστραλιανή βιομηχανία.
Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί, ότι ο ωφελιμότερος, οικονομικά, τρόπος μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα είναι το σύστημα εμπορίας ρύπων, μέσω του οποίου η αγορά θα καθορίζει την τιμή των ρύπων ανά τόνο.
Η κυβέρνηση Γκίλαρντ έχει ανακοινώσει ότι το σύστημα εμπορίας ρύπων θα λειτουργήσει μία πενταετία, περίπου, από την επιβολή του φόρου ρύπανσης.
Ο θησαυροφύλακας Γουέι Σουάν, άδραξε την ευκαιρία να μηνύσει στον αυστραλιανό λαό και στην αξιωματική αντιπολίτευση ότι ο υπόλοιπος κόσμος λαμβάνει μέτρα για τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος.
«Η έκθεση της Επιτροπής Παραγωγικότητας βεβαιώνει, ότι δεν κινδυνεύουμε να μείνουμε μόνοι μας στην εκστρατεία κατά της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Κινδυνεύουμε να μείνουμε πίσω από τον υπόλοιπο κόσμο αν δεν δράσουμε» είπε και πρόσθεσε:
«Αυτό που καταδεικνύει η έκθεση είναι ότι η Αυστραλία βρίσκεται στο «μέσον» μεταξύ των χωρών που ενεργούν για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ λαμβάνουν πρωτοβουλίες για μελλοντική μείωση της ρύπανσης».
Ο κ. Σουάν πρόσθεσε ότι «η έκθεση επιδοκιμάζει το φόρο ρύπανσης ως μέσον μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και απορρίπτει τις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, συνέχισε και χθες τις επιθέσεις στο φόρο ρύπανσης, ισχυριζόμενος ότι καμία χώρα δεν έχει επιβάλει φόρο ρύπανσης μήτε έχει θεσπίσει σύστημα εμπορίας ρύπων.
«Αυτό σημαίνει ότι η επιβολή φόρου ρύπανσης ή η θέσπιση συστήματος εμπορίας ρύπων από την Αυστραλία θα ισοδυναμεί με αυτογκόλ. Θα είναι πράξη αυτοτραυματισμού» σχολίασε ο κ. Άμποτ.
Την ωφελιμότητα της έκθεσης αμφισβητούν και οι Πράσινοι που προτείνουν τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και προειδοποιούν ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα τους για χρηματοδότηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από το κράτος.