Το μεγάλο κεφάλαιο της Μετανάστευσης, είναι μέρος της διδακτέας ύλης στους μαθητές του 11ου και 12ου έτους στο μάθημα των Ελληνικών. Η ιστορία που ακολουθεί είναι γραμμένη από την Ελένη Παξινού, μαθήτρια VCE της μονάδας Balwyn, της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας, με καθηγήτρια την κ. Γεωργία Αλεξοπούλου. Η κ. Αλεξοπούλου, είναι πρώην φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Monash, με καθηγητή τον νυν διευθυντή των Κοινοτικών σχολείων κ. Γιάννη Μηλίδη. Η Ελένη, που φέρει το όνομα της 79χρονης γιαγιάς της Ελένης Νικολοπούλου, αφού μίλησε διεξοδικά μαζί της, κατέγραψε την ιστορία της και την μοιράζεται σήμερα με τους αναγνώστες και συμμαθητές της.
«Η γιαγιά έμεινε χήρα από τα 49 της. Δυστυχώς, στις 28 Μαΐου 1980, ο παππούς μου Νικόλας αρρώστησε και πέθανε από εγκεφαλικό. Ο θάνατός του άφησε μεγάλο κενό και πολλά χρέη. Ωστόσο, όπως μου είπε τα κατάφερε.
Η γιαγιά, θυγατέρα του Χρήστου και της Παρασκευής Βλάσση, γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1931 στο χωριό Βερίνο, του Αιγίου. Ήταν το τρίτο παιδί από επτά αδέλφια, αλλά η αρχηγός και των επτά. Δούλευε σκληρά, είχε θάρρος και το χάρισμα να παρασύρει όλους στη δουλειά. Ο πατέρας της την αγαπούσε ιδιαίτερα και στενοχωρήθηκε πάρα πολύ όταν του είπε ότι θα μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Όμως η ζωή στο Βερίνο ήταν δύσκολη. Τα χρήματα που εισέπρατταν πουλώντας τις σταφίδες και τις ελιές, δεν ήταν αρκετά.
Αφού, λοιπόν, την αρραβώνιασαν με τον παππού μου, που είχε έλθει στην Αυστραλία ένα χρόνο πριν, πήρε την απόφαση να τον συναντήσει. Ο παππούς κατάγεται από το χωριό Γρηγόρη, ένα χιλιόμετρο μακριά από το Βερίνο.
Ήταν 20 του Νοέμβρη το 1954. Στο λιμάνι του Πειραιά, είχε μεγάλη κίνηση. Το υπερωκεάνιο «Κερύνεια» ήταν πανέτοιμο να παραλάβει τους νέους και μαζί τα όνειρα και τις ελπίδες τους, για να αρχίσουν μια καινούρια ζωή στους αντίποδες. Ο πατέρας της ήταν βουρκωμένος. Ο ζωντανός χωρισμός του στοίχισε πολύ. Άραγε θα την έβλεπε ξανά; Συλλογιζόταν. Αφού χαιρετήθηκαν πατέρας και κόρη, έτρεξε προς τη σχοινένια σκάλα για να πάρει σειρά.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Στις τριάντα μέρες που διήρκεσε το ταξίδι οι κοπέλες πέρασαν πολλές ευχάριστες στιγμές. Υπήρχαν όμως και οι άσχημες. Τα μεγάλα κύματα στον ωκεανό και οι τρικυμίες, καθήλωσαν πολλούς στο κρεβάτι.
Επίσης, πολλές κοπέλες είχαν φωτογραφίες από τον μέλλοντα σύζυγο που τους είχαν στείλει φίλοι και συγγενείς. Δεν φαίνονταν όμως και τόσο χαρούμενες με τις επιλογές τους. Ο αρχιμανδρίτης Κουρτέσης, πρόσφερε μεγάλη βοήθεια σε αυτές τις κοπέλες.
Όταν το καράβι πλεύρισε στο λιμάνι της Μελβούρνης στις 20 του Δεκέμβρη, την περίμενε ο παππούς. Ήταν 23 χρόνων και πολύ όμορφη. Σε μια εβδομάδα παντρεύτηκαν.
Στην αρχή η ζωή ήταν δύσκολη. Δεν ήξεραν τη γλώσσα και τα εργοστάσια ήταν σκοτεινά και θορυβώδη. Η πρώτη της δουλειά ήταν σε εργοστάσιο που γάζωναν ρούχα για κούκλες και σκυλάκια. Της άρεσε πάρα πολύ. Έκλαψε όταν έκλεισε. Οι ιδιοκτήτες την είχαν αγαπήσει και την πρόσεχαν πάρα πολύ. Ακόμη και τώρα μιλάει για την αγάπη που της είχαν δείξει. Ήταν ξένη μέσα σε ξένους, αλλά έμαθε από πολύ νωρίς, πως αν δεν κάνεις την έξυπνη, δεν σε πειράζει κανένας. Στη συνέχεια, η γιαγιά εργάστηκε και σε αλλά εργοστάσια αλλά σε μερικά συνάντησε ρατσισμό. Οι σχέσεις της με τις άλλες εθνικότητες ήταν μέτριες έως καλές. Σιγά – σιγά έμαθε Αγγλικά. Τα έφερνε βόλτα με τις μαρκέτες και τα μαγαζιά. Η ζωή άρχισε να χαμογελά. Τα πρώτα εμπόδια και οι δυσκολίες, με το χρόνο λιγόστευαν. Άρχισε να αισθάνεται πιο άνετα με τη νέα της ζωή.
Η ΖΩΗ ΣΤΟ CARLTON
Στο σπίτι, μετά από ένα 9ωρο εργασίας, συζητούσε με τον παππού και με τα άλλα ζευγάρια που συγκατοικούσαν, που κάποτε ήταν τρία, άλλες φορές τέσσερα και πέντε. Βλέπετε με αυτό τον τρόπο τα έξοδα ήταν λιγότερα. Είχαν επίσης πολλούς φίλους και αυτό έκανε τη ζωή τους πιο χαρούμενη.
Τέλος την κέρδισε η μηχανή overlocker. Έσκυψε πάνω της για πάνω από τριάντα χρόνια. Το όνειρό της να γίνει κομμώτρια, δεν πραγματοποιήθηκε γιατί δεν συμφωνούσε ο παππούς.
Στο Carlton, που έμεναν, είχε πληθώρα από νεολαία και όλοι ζούσαν την ίδια ζωή. Όλοι πίστευαν ότι σε λίγα χρόνια θα επέστρεφαν στην Ελλάδα. Δυστυχώς έμεινε ένα άπιαστο όνειρο.
Τα χρόνια περάσανε και συνήθισαν τη ζωή στην Αυστραλία. Το 1972 η γιαγιά επέστρεψε με την οικογένεια στην Ελλάδα και ξανάσμιξε με την μάνα και τα αδέλφια της. Η χαρά της ήταν πολύ μεγάλη. Ο παππούς ο Νίκος όμως, δεν είδε ξανά τη δικιά του μητέρα. Είχε πεθάνει το 1970.
Το 1957 και 1962 αντίστοιχα η γιαγιά γέννησε τον Παναγιώτη και την Παρασκευή. Ο Παναγιώτης έχει δύο κορίτσια, τη Δάνα, 27 χρόνων και τη Νάδια 24. Η Παρασκευή, η μητέρα μου, έχει τρία παιδιά, τη Νίκολα 17 χρόνων, εμένα την Ελένη, που έχω το όνομα της γιαγιάς μου και είμαι 16 χρόνων και τον Πολύδωρο, 14.
Μένουμε μόνο τρεις πόρτες μακριά από το σπίτι της γιαγιάς. Βλεπόμαστε κάθε μέρα. Είναι σαν να είμαστε συνέχεια στην αγκαλιά της. Την λατρεύουμε.
Της εύχομαι υγεία και να της χαρίσει ο Θεός χρόνια να μας χαρεί μέχρι τα βαθιά γηρατειά».