Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στην Έκθεση που συντάχθηκε από Επιτροπή διακεκριμένων επιστημόνων για τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για την Ελλάδα από τις προβλεπόμενες κλιματικές αλλαγές μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα.
Πρόκειται για μια Έκθεση-σταθμό για τα ελληνικά δεδομένα, γιατί οι ελληνικές αρχές δεν μας έχουν συνηθίσει σε μελέτες τέτοιας χρονικής εμβέλειας και θεματικής ευρύτητας. Για το λόγο αυτό ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Προβόπουλος, είναι άξιος συγχαρητηρίων για την πρωτοβουλία του να προβεί στη σύσταση της Επιτροπής τον Φεβρουάριο του 2009, για την έρευνα του συγκεκριμένου θέματος και τη σύνταξη της Έκθεσης.
Κατά την περίοδο των διεθνών αμφισβητήσεων για την ικανότητα της Ελλάδας να χειρισθεί θέματα ύψιστης σημασίας, όπως είναι η οικονομία της χώρας, από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις, η Έκθεση της Επιτροπής για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις από τις κλιματικές αλλαγές ήρθε ως τονωτικό στο πεσμένο συλλογικό ηθικό.
Μακάρι να ακολουθήσουν και άλλες εμπεριστατωμένες έρευνες, για ζωτικούς για το μέλλον της χώρας τομείς, που να προσδιορίζουν τους προσδοκώμενους στόχους, έτσι που να γίνει κοινή συνείδηση πως μόνο με σκληρή δουλειά, και με τη συστράτευση θα επιτευχθεί η πραγματοποίησή τους.
Για να σταματήσει επιτέλους η πολιτική να ασκείται ως αντίδραση στα γεγονότα, αλλά να τα διαμορφώνει με μακρόπνοα προγράμματα, και να δίνει στο λαό οράματα, ώστε να έχει την προσοχή του στραμμένη στην κοινή μοίρα του μέλλοντος, αντί να μεμψιμοιρεί για τις αβλεψίες του παρελθόντος και τα κακώς κείμενα του παρόντος.
Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι η Έκθεση για τις κλιματικές αλλαγές από την ομάδα της αρμόδιας Επιτροπής, εκτός από την μεγάλη της αξία ως επιστημονικό ντοκουμέντο, μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο για παρόμοιες μελέτες, με προοπτική χρόνου, και σε άλλους τομείς εθνικού ενδιαφέροντος. Οι περιστάσεις απαιτούν τέτοιες εκθέσεις, για να έχει ο λαός ευκαιρίες να εστιάζει την προσοχή του σε εκείνα που μπορούν, και ενδείκνυται να γίνουν, με άλλα λόγια να έχει το βλέμμα του στραμμένο στα πρακτέα, με γνώμονα βέβαια την αποφυγή των κακώς πεπραγμένων.
Η χώρα έχει ανάγκη για μια τέτοια προοπτική, ώστε να εξέλθει από την παρούσα οικονομική κρίση με την πεποίθηση ότι η μέχρι τώρα ιστορική της πορεία αποτελεί πιστοποίηση πως διαθέτει τις δυνάμεις, και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν η εθνική ομοθυμία υπερισχύει των ιδεολογικών διενέξεων, και γίνεται η συνισταμένη για την υπέρβαση των ενδογενών αντιθέσεων, την επίλυση των πολλαπλών προβλημάτων και την αντιμετώπιση των εξωγενών προκλήσεων.
ΥΠΑΡΚΤΟΣ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Πολύ υψηλό θα είναι το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία αν δεν υπάρξει δράση για την αντιμετώπισή της, είναι το γενικό συμπέρασμα της Έκθεσης που δημοσιοποιήθηκε την 1η Ιουνίου σε ειδική εκδήλωση, παρουσία του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, της Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Τ. Μπιρμπίλι, και πολλών άλλων παραγόντων.
Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2100, χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η Έκθεση προβλέπει πως η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή θα ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της Ελλάδας.
Δεδομένου ότι η Επιτροπή για τη διενέργεια της έρευνας απαρτίσθηκε από κορυφαίους επιστήμονες, οικονομολόγους και κοινωνιολόγους, τα πορίσματα της Έκθεσης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.
Πρόκειται για ολοκληρωμένη προσπάθεια μελέτης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως το κόστος της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία αν δεν ληφθούν καθόλου μέτρα για το μετριασμό της, το κόστος των μέτρων που ενδέχεται να ληφθούν για την προσαρμογή της Ελλάδας στο νέο σκηνικό που θα προκύψει από τις κλιματικές αλλαγές, καθώς και το κόστος για να καταστεί η Ελλάδα χώρα χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Με άλλα λόγια, μιλάμε για μια διεξοδική έρευνα, με κοστολόγηση αναφορικά με τα διάφορα σενάρια σε δύο χρονολογικούς σταθμούς: το 2050 και το 2100. Τα στοιχεία που προκύπτουν από την Έκθεση δείχνουν πως το κόστος για τη θωράκιση της Ελλάδας έναντι των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής είναι κατά πολύ μικρότερο από εκείνο που θα προκύψει εάν η κλιματική αλλαγή αφεθεί να εξελιχθεί χωρίς προληπτικά μέτρα.
Αξιοσημείωτο για τη συγκεκριμένη έρευνα είναι και το γεγονός ότι οι προβλέψεις για τις επιπτώσεις των μελλοντικών κλιματικών αλλαγών δεν περιορίζονται στο σύνολο του γεωγραφικού χώρου της Ελλάδας, αλλά γίνονται για 13 περιοχές της χώρας που έχουν κοινά γεωγραφικά και κλιματικά χαρακτηριστικά. Αυτή η γεωγραφική ανάλυση είναι πολύ σημαντική, καθότι επιτρέπει τη διαφοροποίηση των προληπτικών ή διορθωτικών μέτρων που επιβάλλονται από τις ιδιάζουσες ιδιομορφίες των 13 περιοχών.
Επιπρόσθετα, η Επιτροπή εκτίμησε το κόστος που ενδέχεται να προκύψει από τις κλιματικές αλλαγές σε διάφορους τομείς της οικονομίας των 13 περιοχών, όπως στα υδάτινα αποθέματα, τη μέση στάθμη της θάλασσας, την αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες, τη γεωργία και τα γεωργικά εδάφη, τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα, τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, τον τουρισμό, το δομημένο περιβάλλον, τις μεταφορές, την υγεία και την εξορυκτική βιομηχανία.
Όπως ανέφερα πιο πάνω, το κόστος υπολογίζεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ποιο μπορεί να είναι από τις προβλεπόμενες αλλαγές, ελλείψει όποιων προληπτικών μέτρων. Ο δεύτερος τρόπος λαμβάνει υπόψη τα προληπτικά μέτρα, και το κόστος που προκύπτει από αυτά, για να καταστεί δυνατή η σύγκριση, αν δηλαδή σε τελική ανάλυση η χώρα θα ωφεληθεί από τα προληπτικά μέτρα, παρά το όποιο κόστος τους.
Αυτή η διπλή κοστολόγηση είναι πολύ σημαντική, γιατί δίνει στους αρμόδιους φορείς τη δυνατότητα να εκτιμήσουν κατά πόσο συμφέρει στη χώρα να επενδύσει πόρους για το μετριασμό των επιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν από τις κλιματικές αλλαγές.
Η έρευνα προβλέπει ότι μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα η θερμοκρασία θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το ύψος των βροχοπτώσεων στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας θα μειωθεί.
Παράλληλα, οι καύσωνες θα αυξηθούν σημαντικά, και η διάρκεια των περιόδων ξηρασίας θα επιμηκυνθεί, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αύξηση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Οι μεταβολές αυτές προβλέπεται ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα συγκεκριμένων περιοχών, καθώς επίσης σε διάφορες παραγωγικές και οικονομικές δραστηριότητες, όπως είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, υλοτομία, η ιχθυοκαλλιέργεια, ο τουρισμός κ.λπ.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Η Επιτροπή αποφαίνεται πως η αποφυγή ή ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής (περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου) απαιτεί συνεχή προσπάθεια δραστικής μείωσης των εκπομπών στην Ελλάδα, αλλά κυρίως σε παγκόσμιο επίπεδο, από τις ημέρες μας μέχρι το 2100. Επιπλέον, μελετήθηκαν σε βάθος οι τρόποι με τους οποίους η Ελλάδα μπορεί να μειώσει δραστικά τις εκπομπές από την καύση ορυκτών καυσίμων, καθώς και από βιομηχανικές και γεωργικές διεργασίες.
Η μελέτη αποτίμησε το κόστος για την ελληνική οικονομία των μέτρων δραστικής μείωσης των εκπομπών, το οποίο εκτιμήθηκε ότι σωρευτικά φθάνει τα 113 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2050, και συνολικά τα 142 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2100. Το όφελος για την οικονομία θα είναι όμως πολλαπλάσιο, γιατί ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, αν η μείωση των εκπομπών γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, θα περιορίσει το κόστος των αρνητικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία στα 294 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2100, έναντι 701 δισεκατομμύρια ευρώ σε περίπτωση μη λήψης προληπτικών μέτρων.
Από την ανάλυση κόστους-οφέλους προκύπτει με σαφήνεια ότι το εθνικό συμφέρον συνηγορεί υπέρ της λήψης προληπτικών μέτρων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποστηρίζει τη σκοπιμότητα ανάληψης δράσης για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ιδίως στο πλαίσιο των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και την ανάγκη έναρξης διαδικασιών προκειμένου να καθοριστεί μακροχρόνια στρατηγική για μέτρα προσαρμογής.
Οπωσδήποτε, η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την εξασφάλιση των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν για την εφαρμογή πολιτικής μετριασμού και προσαρμογής στις κλιματικές αλλαγές.
Από την άλλη όμως, ο προγραμματισμός δραστηριοτήτων και ανάπτυξης μπορεί να αποτελέσει μέρος της στρατηγικής που θα συμβάλει στην ταχύτερη έξοδο από την οικονομική κρίση και στη διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου.
Οι επιστήμονες που συνέταξαν την Έκθεση είναι άξιοι συγχαρητηρίων για τα πορίσματα που προέκυψαν από τις έρευνές τους, και για τα μέτρα που προτείνουν για το μετριασμό των επιπτώσεων από τις κλιματικές αλλαγές.
Επιπρόσθετα, είναι αξιέπαινοι και για το ότι η Έκθεσή τους έρχεται να τονίσει την αναγκαιότητα του προγραμματισμού και των προβλέψεων στην αντιμετώπιση των όποιων κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων αντιμετωπίζει η χώρα, και που καλούνται οι εκάστοτε κυβερνήσεις να χειρισθούν.