ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩ (όσο μπορώ) ό,τι γράφεται και λέγεται για την πατρίδα τον τελευταίο καιρό, τόσο στα ελληνικά όσο και τα ξένα μέσα ενημέρωσης.

ΚΟΛΛΑΩ με τις ώρες στο internet, σε τέτοιο βαθμόπου η «ενημέρωσή» μου έχει γίνει ανέκδοτο στο γραφείο της εφημερίδας.

ΚΟΥΡΕΛΙ σας λέω έχω κάνει τα νεύρα του αρχισυντάκτη που με κυνηγά να γράψω (πέρα από τη στήλη) και καμιά μονόστηλη είδηση.

ΟΤΑΝ έχεις να «ξεσκονίσεις» όλες τις ελληνικές εφημερίδες, καμιά εικοσαριά blogs και πολλές αγγλόφωνες, άντε να σου μείνει χρόνος να γράψεις για τις συνεχόμενες αυξήσεις της τιμής του νερού στη Μελβούρνη και την κακομεταχείριση των αγελάδων μας από τους Ινδονήσιους χασάπηδες.

ΤΗΝ περασμένη βδομάδα η πατρίδα ήταν (και πάλι) πρώτη «μούρη» σε όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.

ΓΙΑ άλλη μια φορά, πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν, χωρίς ουσιαστικά να προστεθεί τίποτα καινούργιο στα όσα (για έναν ολόκληρο χρόνο) έχουν ειπωθεί.

ΟΙ «οικονομολόγοι» της Wall Street, που χαράζουν την επενδυτική πολιτική του πλανήτη, είναι διχασμένοι για το τι ακριβώς «πρέπει να γίνει».

ΑΛΛΟΙ υποστηρίζουν ότι η χρεοκοπία είναι αναπόφευκτη (και, ενδεχομένως, «ευεργετική» για την Ελλάδα) και άλλοι ότι θα δημιουργήσει μεγάλη «τρύπα» στη διεθνή οικονομία και θα βάλει ολόκληρο τον κόσμο σε περιπέτειες.

ΑΥΤΑ όσον αφορά τους Αμερικανούς, γιατί οι Ευρωπαίοι είναι ακόμα πιο αβέβαιοι και διχασμένοι και στην πατρίδα μας πέρα για πέρα συγχυσμένοι.

ΟΣΟ πληθαίνουν οι φωνές, μεταξύ των ακαδημαϊκών, των διανοουμένων και το «αγανακτισμένων», που προτιμούν μια «τίμια» χρεοκοπία από την οικονομική υποτέλεια και απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, τόσο αυξάνουν οι φοβίες της ελληνικής κοινωνίας για το τι θα ξημερώσει αύριο.

ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ, διαβάζοντας τους μέσα και τους έξω, δηλαδή όλους τους «αναγνωρισμένους» αρθρογράφους, που δίνουν τον τόνο στο κλίμα και «τροφή» σε όσους χαράζουν πολιτική, να βγάλω μια άκρη.

ΝΑ καταλήξω, βρε αδελφέ, και εγώ κάπου, να αποφασίσω τούτες τις κρίσιμες στιγμές (της κρίσης) αν είναι προτιμότερη (και ωφελιμότερη) η χρεοκοπία ή ο (εξοντωτικός) αγώνας για την τήρηση του Μνημονίου.

ΤΑ μέτρησα από εδώ, τα μέτρησα από εκεί χωρίς τελικά να καταλήξω πουθενά. Μετέωρος έμεινα με το ένα πόδι στο Μνημόνιο και το άλλο στη χρεοκοπία. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».

ΟΙ συζητήσεις έχουν πλέον εξαντληθεί και οι λέξεις έχουν (εδώ και χρόνια) χάσει εντελώς το νόημά τους.

ΣΤΟ Σύνταγμα συγκεντρώνονται οι «αγανακτισμένοι» και το βράδυ στα σαλόνια (μπρος στην τηλεόραση) τα αδιέξοδα της χώρας, που συνωστίζονται και αυτά σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγουν από τον εαυτό τους.

ΟΤΙ τόσα χρόνια αγνοούσαμε επιδεκτικά και κρύβαμε τεχνηέντως κάτω από το χαλί, ήλθαν στην επιφάνεια όπως έρχεται και η πνευμονία όταν εξαντλείται ο οργανισμός.

ΠΑΡΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΑ και άλυτα προβλήματα που συσσώρευσε ο χρόνος και η ελληνική νοοτροπία της προχειρότητας (και αναβλητικότητας), βγήκαν επί σκηνής και διεκδικούν και αυτά (όπως και το χρέος) το μερίδιο της ευθύνης που τους στερήσαμε.

Ο κρατικός μηχανισμός, που δεν είναι πια παρά σκιά του εαυτού του, είναι ανίκανος να κάνει ακόμα και τα στοιχειώδη, ενώ χωρίς τη συνδρομή του ακυρώνονται και οι κυβερνητικές προσπάθειες.

ΕΚΕΙΝΟ, όμως, που είναι εντελώς αποθαρρυντικό (και καταθλιπτικό) είναι ότι και τούτη την ύστατη στιγμή, προσπαθούμε να λύσουμε τα προβλήματα με τη δοκιμασμένη συνταγή (της αποτυχίας) που μας οδήγησε εδώ.

ΤΗΝ πρώτη που έδιωξε ο Γιωργάκης (που, στο μεταξύ, άρχισε το μάτι του να γυαλίζει) ήταν η υπουργός Περιβάλλοντος Τίνα Μπιρμπίλη, την οποία και ο ίδιος διάλεξε (με το χέρι του!) για τη θέση αυτή.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ στην κοπέλα των 43 κιλών, που η είσοδός της στο προεδρικό μέγαρο κατά της διάρκεια της ορκωμοσίας (και το «πρόχειρο» ντύσιμό της), προκάλεσαν τόσα σχόλια από τους καθωσπρεπιστές των πολιτικών (και κοινωνικών μας) ηθών.

Η λιπόσαρκη αυτή τύπα, αγαπητοί μου αναγνώστες, που δεν «γέμισε» το μάτι κανενός, έκανε τον λίγο καιρό που διετέλεσε υπουργός Περιβάλλοντος ό,τι δεν έκανε κανένας άλλος συνάδελφός της μετά τη μεταπολίτευση.

ΣΤΑΘΗΚΕ άκαμπτη, μέχρι την τελευταία μέρα που έφυγε, στην μη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, υπογραμμίζοντας σε όλους τους τόνους ότι η Πολιτεία που έχει την ευθύνη της τήρησης των νόμων, δεν μπορεί να νομιμοποιεί εκ των υστέρων την παρανομία, ακόμα και όταν είναι μαζική.

ΠΑΡΑ τον πόλεμο που τής έκαναν όλοι (και μέσα και έξω από την κυβέρνηση) για έναν ολόκληρο χρόνο, δεν έκανε βήμα πίσω, όχι μόνο για τα αυθαίρετα που ταλαιπωρούν την χώρα πάνω από πέντε δεκαετίες, αλλά και για άλλες επιλογές της που αφορούσαν την προστασία του υποβαθμισμένου (και καταπατημένου) ελληνικού περιβάλλοντος.

ΔΕΝ δέχομαι (ούτε με σφαίρες) τις δικαιολογίες ότι τώρα που η χώρα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, δεν έχουμε την πολυτέλεια να διευθετήσουμε το πρόβλημα των αυθαιρέτων που φυτρώνουν σαν μανιτάρια πάνω στην ελληνική γη.

ΤΟ αντίθετο, μάλιστα, πιστεύω. Τώρα είναι η στιγμή να αποκοπούμε από το ομφάλιο λώρο και τις προπατορικές αμαρτίες του παρελθόντος.

ΤΩΡΑ που υποτίθεται ότι γίνεται μια νέα αρχή (όπως για 14 μήνες τονίζει ο πρωθυπουργός) για μια διαφορετική Ελλάδα, είναι η ώρα να δείξουμε (και πρακτικά) ότι είμαστε σε θέση να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα.

ΜΙΑ νέα Ελλάδα δεν μπορεί να χτιστεί με υλικά (και αυθαιρεσίες) του χθες. Πρέπει, επιτέλους, να τελειώνουμε με όλα αυτά που μας οδήγησαν έως εδώ, γιατί διαφορετικά το μόνο που κάμουμε είναι μια (ακόμα) τρύπα στο νερό.

Η Τίνα Μπιρμπίλη (χωρίς πολιτικές περγαμηνές) είχε το θάρρος σε τούτες τις κρίσιμες μέρες που καταρρέουν θεσμοί, οργανισμοί, επιχειρήσεις και όλες οι νεοελληνικές βεβαιότητες, να κάνει ό,τι δεν τόλμησε κανείς να κάνει τόσα χρόνια.

ΜΠΡΑΒΟ της! Της βγάζω το καπέλο. Μια νέα Ελληνίδα, μια νέα γυναίκα, που δεν την «έκοβε» το μάτι κανενός, έβαλε γυαλιά σε όλους και έδειξε τι ποιότητα ανθρώπων χρειάζεται η χώρα για να πάει μπροστά.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της και ήταν η πρώτη (και μόνη) που έφυγε «άκλαυτη» από την κυβέρνηση.

ΑΥΤΗ η χώρα δεν αντέχει, ούτε τούτη την ώρα, την αλήθεια και ανθρώπους σαν την Μπιρμπίλη. Να γιατί πιστεύω ότι τις σημερινές μαύρες μέρες θα ακολουθήσουν και άλλες σκοτεινές.

ΜΕ το μυαλό που συνεχίζουμε να κουβαλάμε ούτε το Μνημόνιο ούτε και η χρεοκοπία μας σώζει. Είμαστε καταδικασμένη στον εγωιστικό ελληνικό μικρόκοσμο της ασυνεννοησίας.

ΣΤΗ συνέχεια αναδημοσιεύω ένα άρθρο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνιου (από τη Lifo) που με εκφράζει. Κάπως έτσι αισθάνομαι…

Μπ. Στ.                   

ΖΕΙΣ ιστορικές στιγμές. Το διαισθάνεσαι, διότι δεν έχεις ιδιαίτερη εμπειρία ιστορικών στιγμών. Η ζωή σου κύλησε μάλλον πλαδαρά – το Πολυτεχνείο το έζησες σαν μια αντανάκλαση στην επαρχία. Τώρα, όμως, αισθάνεσαι ότι κάτι πάει να ξεθεμελιωθεί.

ΘΕΣ να καταλάβεις τι σου γίνεται. Να αποφασίσεις πώς πρέπει να φερθείς. Διαβάζεις σχεδόν ό,τι γράφεται. Χιλιάδες απόψεις, χιλιάδες υποθέσεις, πολλή αμηχανία.

ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ πολιτικά παγιδευμένος. Το Κράτος σε έχει προδώσει και κλέψει. Αυτοί που τώρα μιλούν, είτε είναι παρασυρμένοι από την οργή τους και θέλουν να το διαλύσουν μια ώρα αρχύτερα μπας και πάνω στην αλάνα θεμελιωθεί κάτι υγιέστερο, είτε είναι οι ίδιοι που μιλούν πάντα, εναλλάσσοντας ρόλους εξουσίας, ανάλογα με τα γούστα του κοινού.

ΕΙΣΑΙ με τους πρώτους και απεχθάνεσαι τους δεύτερους. Αλλά αισθάνεσαι ότι κανένας από τους δύο δεν έχει τη λύση. Η «Επανάσταση», η «Άμεση Δημοκρατία» κ.λπ. που λένε οι φίλοι σου, είναι ωραία, ουτοπικά τροχιοδεικτικά, που σε γεμίζουν ενθουσιασμό και ζέση ανθρωπιάς – αλλά όταν γυρνάς σπίτι σου, ξέρεις ότι ούτε Επανάσταση θα γίνει, ούτε νέα κολχόζ θα χαραχτούν στα Τουρκοβούνια. Δεν τους το λες για να μην τους κόψεις τη φόρα και για να μη γίνεις εντελώς αντιδημοφιλής. Αν και, κατά βάθος, το ξέρουν κι αυτοί.

ΔΕΝ θες να ακούσεις καν τις «λύσεις» όσων είναι συνυπεύθυνοι για τη σημερινή παρακμή. Το σημαντικότερο: δεν ξέρεις τι θα ήταν λύση. Να πάρει παράταση ζωής αυτή η Οριζόντια και Κάθετη Αποτυχία που λέγεται ελληνικό κράτος; Να «εκσυγχρονιστεί» αυτό το είδος ψευδοδημοκρατίας που ευνοεί την αδικία και την αμορφωσιά; Αυτό το σύστημα σκέψης που οτιδήποτε αγαπάς, βαθιά μέσα σου, το θεωρεί γραφικό – αν όχι γελοίο;

ΠΑΣ στις πλατείες. Ακούς. Σου λένε, ας καεί το πελεκούδι, αύριο θα είναι μια άλλη μέρα. Μπορεί κάτι να βλέπουν, που εσύ δεν βλέπεις. Μπορεί στις φλόγες της καταστροφής να αναφανεί η Νέα Ανθρωπιά. Μπορεί η Οργή να μην έχει αρχικά σχέδιο, αλλά να το αποκτά ωριμάζοντας.

ΔΕΝ ξέρεις. Ποτέ δεν ήσουν επαναστάτης στην πράξη. Μόνο βιβλία διάβασες για επαναστάσεις άλλων και ξένες ιστορικές στιγμές. Οι επαναστάτες που γνώρισες καλλιεργούν τώρα το χωράφι τους στην Αγία Μαρίνα και χαϊδεύουν το κεφάλι των εγγονιών τους. Αυτοί που μιλούν για επανάσταση είναι κάτι παιδιά, πλαδαρά όπως εσύ, φίλε σου – λιγάκι στριμωγμένοι, λιγάκι κακομαθημένοι, λιγάκι ρομαντικοί, λιγάκι υποκριτές. Όλοι κάπου, κάπως λερωμένοι. Όμοιοί σου. Απλώς, πολύ πιο σίγουροι για τον εαυτό τους. Πολύ πιο σίγουροι για τις απόψεις τους. Πολύ πιο οικτίρμονες προς τα δικά τους αμαρτήματα.

ΕΣΥ δεν ξέρεις. Είσαι παγιδευμένος ανάμεσα στη δύση ενός συστήματος που μισείς και στη ζεστή παραζάλη του πλήθους που ξυπνά από τον λήθαργό του.

ΕΙΣΑΙ αμήχανος.