Μια γυναίκα από τη Μελβούρνη είναι επικεφαλής μιας ομάδας πολιτών που υπέβαλαν μήνυση εναντίον της γερμανικής εταιρίας Grunenthal που παρασκεύαζε το φάρμακο θαλιδομίδη.
Οι γιατροί τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 συνταγογραφούσαν ευρέως τη θαλιδομίδη στις εγκύους για την αντιμετώπιση της πρωινής ναυτίας και της αϋπνίας, αλλά το φάρμακο αποσύρθηκε το 1961 μετά από γεννήσεις βρεφών με παραμορφωμένα άκρα και άλλες βλάβες.

Η μήνυση στρέφεται επίσης και εναντίον της εταιρίας που έκανε την διανομή του συγκριμένου φαρμάκου στην Αυστραλία.
Η μαζική μήνυση από «θύματα που επέζησαν» κατατέθηκε στο δικαστήριο Supreme Court της Βικτώριας.
Τα θύματα αυτά διεκδικούν αποζημίωση.

Η νομική εταιρία Slater and Gordon που έχει αναλάβει την υπόθεση υποστηρίζει ότι θα παρουσιαστούν νέα στοιχεία που θα αποδεικνύουν ότι το φάρμακο αυτό είχε χειρότερες παρενέργειες από αυτές που αρχικά είχε παραδεχθεί η εταιρία που το παρασκεύαζε.
Η Λινέτ Ρόϊου, που ηγείται της προσπάθειας για αποζημίωση είναι 49 ετών και γεννήθηκε χωρίς χέρια και πόδια.
Η μητέρα της, όταν ήταν έγκυος το 1961, έπαιρνε το χάπι θαλιδομίδη για την ναυτία.

Σήμερα την φροντίζουν ακόμα οι γονείς της οι οποίες είναι πλέον σε μεγάλη ηλικία.
«Όταν πεθάνουμε ποιος θα την φροντίζει;» διερωτάται ο πατέρας της Ίαν.
Σε άλλες χώρες κάποια από τα θύματα της θαλιδομίδης αποζημιώθηκαν.