«Δεν θέλω να ξεχρεώνω δάνεια που δεν πήρα»

Ο τόνος είναι χαμηλός, η έκφραση ήρεμη, κάπου όμως, πέρα από τον ήχο και πίσω από την εικόνα, υποψιάζεσαι ότι υποβόσκουν ψήγματα οργής.
Θα φανεί στη συνέχεια της κουβέντας με τη Μαριλίζ Βυθούλκα, τη σχεδιάστρια μόδας που, εδώ και δέκα χρόνια, ζει μόνιμα πλέον στη Ζάκυνθο. «Μόνιμα» βέβαια είναι ένας ρευστός όρος σήμερα, όπως θα αποκαλυφθεί στην πορεία της συζήτησης μαζί της, στο San Marco Cafe Bar της Ζακύνθου, πριν δυο βδομάδες και ξημερώματα χτες Τετάρτη από τη Μελβούρνη, τηλεφωνικά.

Μια πανέμορφη κοπέλα που θα μπορούσε άνετα να είναι μανεκέν αντί σχεδιάστρια γυναικείων ρούχων, γεννημένη στη Μελβούρνη, αποφασίζει στα 21 της να γνωρίσει για πρώτη φορά την Ελλάδα. «Ένα ταξίδι που αλλιώς το ονειρευόμουν και αλλιώς…  προέκυψε. Φανταζόμουν έναν τόπο κάπως παρόμοιο με την Αυστραλία, αλλά πολύ πιο μικρό με αρχαία αγάλματα σπαρμένα εδώ κι εκεί». Ακολουθεί γέλιο γάργαρο, που τραβά τα γύρω βλέμματα και οι αναμνήσεις με αφετηρία ‘καλοκαίρι 1990’, εισβάλλουν ορμητικά.

«Είδα για πρώτη φορά τη Ζάκυνθο, από το πέλαγος, μέσα από το καράβι της γραμμής και ένιωσα ότι μεταφέρθηκα σε μια άλλη παλιά εποχή. Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Μέχρι σήμερα αισθάνομαι συχνά αιχμάλωτη των γαλαζοπράσινων ακρογιαλιών της, του πράσινου των βουνοπλαγιών της, του τοπίου με τις τόσες εναλλαγές, αλλά και της ζεστασιάς των ανθρώπων που από την πρώτη στιγμή μ’ έκαναν να νιώσω σαν δικό τους άνθρωπο».

Συνεπαρμένη από όλα αυτά, συν ο έρωτας που προέκυψε,  έμεινε, θα πει στο νησί, αντί για τρεις μήνες που προγραμμάτιζε, έξι.  
Στη Μελβούρνη θα μείνει ένα χρόνο με τη σκέψη και την καρδιά της πίσω στο νησί. «Δεν ξέρω ακόμη πώς κρατήθηκα έναν ολόκληρο χρόνο, όταν γύρισα, όμως, στη Ζάκυνθο έμεινα δύο ολόκληρα χρόνια, συγκεκριμένα μέχρι τον Φλεβάρη του ’94. Με την επιστροφή μου στη Μελβούρνη, δεν με χωρούσε ο τόπος, γι’ αυτό και μέσα σε ένα χρόνο ταξίδεψα δυο φορές στην Ελλάδα».

ΣΤΑΘΕΡΗ ΒΑΣΗ

“Μέσα μου καταλάβαινα ότι αυτό το ‘πήγαινε–έλα’ δεν μ’ έβγαζε πουθενά. Ήθελα να δημιουργήσω μια σταθερή καριέρα στο χώρο της μόδας που είχα επιλέξει να αφοσιωθώ, γι’ αυτό και από το ’95 μέχρι το 2000 έμεινα και εργάστηκα στο ατελιέ της μητέρας μου στη Μελβούρνη, δημιουργώντας μια σταθερή βάση. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα μέχρι που στα 32 μου κατάλαβα ότι η Ελλάδα με είχε κερδίσει, εδώ και χρόνια και μ’ όλες μου τις προσπάθειες να σιγάσω τις φωνές που άκουγα μέσα μου, να απομακρύνω τις εικόνες και τις εμπειρίες από τη ζωή μου στη Ζάκυνθο, δεν το κατάφερα. Οπότε το 2001, Φλεβάρη μήνα, γυρίζω στο νησί για μόνιμη εγκατάσταση. Ακολουθούν οι γονείς μου τον ίδιο χρόνο, και αρχίζει η συνεργασία μου με τη μητέρα μου στο χώρο της μόδας. Το ατελιέ που έχουμε μέχρι σήμερα είδε μέρες δόξας. Ήταν μια νέα πνοή στο νησί, και δεν προλαβαίναμε τις παραγγελίες. Μέχρι σήμερα έχουμε πολύ καλό όνομα, τα πράγματα όμως έχουν κάνει μεγάλη στροφή. Όταν υπάρχει οικονομική κρίση, τα πρώτα που κόβουν οι άνθρωποι είναι τα καινούρια ρούχα».

ΚΟΒΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ

Ένας αφηγηματικός χείμαρρος που σταματά στο σήμερα, στην κρίση που ‘σου κόβει την ανάσα, σου απαγορεύει να σχεδιάζεις το αύριο’.
«Το κακό είναι ότι ο φόβος και η ανασφάλεια έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους παντού. Τα βλέπεις, τα οσφραίνεσαι όπου σταθείς και βρεθείς. Βλέπεις την αγωνία του οικογενειάρχη που έχασε τη δουλειά του και ψάχνει απεγνωσμένα να βρει απασχόληση, οπουδήποτε, φτάνει να βγάζει το καθημερινό. Τους νέους που με χίλιες στερήσεις, δικές τους και των γονιών τους, πήραν ένα χαρτί και τώρα είναι στην ανεργία. Άλλος σπούδασε στην Αγγλία οικονομολόγος, σήμερα είναι σερβιτόρος σε μπαρ και…  νιώθει τυχερός, γιατί υπάρχουν και χειρότερα, όπως ο φίλος του που χτυπά πόρτες, εκατό τη μέρα, αλλά τις βρίσκει κλειστές».
Ανάσα και βλέμμα στη γενική εικόνα. «Ο απεργιακός κλοιός που σφίγγει τη χώρα, αυτές τις μέρες, δεν μπορεί ν’ αφήσει κανέναν αμέτοχο. Στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, όλοι, ειδήμονες και μη έχουν λόγο, το τραγικό όμως της υπόθεσης είναι ότι ο περισσότερος κόσμος δε γνωρίζει περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Απλά ότι ‘Μεσοπρόθεσμο’ σημαίνει σκληρά μέτρα, σκληρότερα από τα σημερινά και αυτό, αρκεί για πολλούς. Οι κυβερνώντες σήμερα τον τόπο, βλέπεις, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξηγήσουν στον απλό κόσμο τι ακριβώς γίνεται. Προσπαθούν με γενικεύσεις, ισοπεδώσεις και κυρίως εκφοβισμούς να κερδίσουν το παιχνίδι, να σιγάσουν τις φωνές των ίδιων των δικών τους για να ψηφιστεί το Μεσοπρόθεσμο, αδιαφορώντας για όλη αυτή την οργή του κόσμου που έχει ξεχυθεί στις πλατείες και, όπως φαίνεται, δεν πρόκειται να υποχωρήσει».

Και η ίδια, πώς νιώθει, ζώντας και αναπνέοντας μέσα σ’ αυτό το κλίμα;
«Μ’ επηρεάζει άμεσα. Είμαι κι’ εγώ αγανακτισμένη, γιατί δεν πάρθηκαν μέτρα νωρίτερα, ώστε να μη φτάσουμε, όπως είμαστε σήμερα, στο χείλος του γκρεμού, δεν πρόκειται όμως ποτέ να βγω έξω και να πω ‘ντρέπομαι να λέω ότι είμαι Ελληνίδα’, όπως κάνουν αρκετοί, δυστυχώς ομογενείς δεύτερης και τρίτης γενιάς από την Αυστραλία στο Facebook. Είναι αυτοί οι ίδιοι που όταν κάναμε τους θαυμάσιους Ολυμπιακούς Αγώνες και κερδίσαμε το Ευρωπαϊκό κύπελλο ήταν περήφανοι να είναι Έλληνες. Ε, δε γίνεται να είσαι επί σκηνής στα ωραία και να διεκδικείς μέρος της δόξας και όταν κάτι, μικρό ή μεγάλο, όπως τώρα, πάει στραβά, να δηλώνεις ξένος! Και όχι μόνο αυτό αλλά να λες ότι ντρέπεσαι. Προσωπικά θυμώνω πολύ με τη στάση αυτή. Στο κάτω–κάτω, τα λάθη δεν έγιναν από όλους. Τα έκαναν ορισμένοι».

ΦΥΓΗ, Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ

Η δική της αγανάκτηση, ποια μορφή παίρνει;     
«Αισθάνομαι ότι δε θέλω να ξεχρεώνω δάνεια που δεν πήρα η ίδια, που δε ρωτήθηκα, που δεν είχα ιδέα τι γίνεται. Αυτό! Πέρα όμως από την αγανάκτηση υπάρχει και το αίσθημα της ευθύνης που μου λέει ότι δεν πρέπει να λιποτακτήσω. Δεν πρέπει, τώρα στα δύσκολα, να τα χτυπήσω όλα κάτω και να γυρίσω στην Αυστραλία που, στο κάτω–κάτω, η μισή οικογένειά μου είναι εκεί. Αυτή θα ήταν η εύκολη επιλογή. Δεν πρόκειται, όμως, να προσφύγω εκεί, αν δεν παλέψω πρώτα με νύχια και με δόντια για να σταθώ στα πόδια μου εδώ. Εκείνο που ζητώ δεν είναι τα παλάτια του παραμυθιού. Μια ανθρώπινη και αξιοπρεπή ζωή θέλω, όπως οι περισσότεροι που γεμίζουν τις πλατείες αυτή τη στιγμή. Έναν τρόπο να μου δίνει το δικαίωμα να σχεδιάζω το αύριο.

Στην Αυστραλία θα γυρίσω μόνο, αν ύστερα από γενναία πάλη με τα στοιχεία της σημερινής κρίσης, βρεθώ στο απροχώρητο.
Το ότι με τον ίδιο τρόπο σκέπτονται και οι περισσότεροι στην Ελλάδα, το βλέπουμε κυρίως από το γεγονός ότι πολλοί ζητούν να μάθουν για τις συνθήκες έξω από την Ελλάδα, όπως για την Αυστραλία, για παράδειγμα, πόσοι όμως φεύγουν; Πείτε μου εσείς».

Ναι, οι ενδιαφερόμενοι, δεν παίρνουν εύκολα τη μεγάλη απόφαση. Ελπίζουν ακόμη ότι κάτι μπορεί να σώσει την κατάσταση.
 Η ελπίδα δεν έχει ακόμη ξεψυχήσει, παρατηρώ.

«Το γεγονός ότι ο κόσμος έχει βγει ομαδικά στις πλατείες και οι Αγανακτισμένοι διαδηλώνουν ειρηνικά, μας  γεμίζει ελπίδα. Νιώθουμε ότι κάτι γίνεται. Ότι ο λαός σ’ αυτή τη χώρα δε δέχεται παθητικά αυτά που του επιβάλλουν και που γυρίζουν τα πάνω κάτω στη ζωή του. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύσκολα. Το ελληνικό κύτταρο αντέχει και ξέρει να μάχεται και να κερδίζει αγώνες δύσκολους, ίσως δυσκολότερους και από αυτόν εδώ σήμερα. Το πιστεύω αυτό».