Απωθητική η πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ, πιστoποιεί και η τελευταία δημοσκόπηση της Newspoll. Ο ενθουσιασμός, ιδιαίτερα των γυναικών, μετά την εκλογή της στην πρωθυπουργία της χώρας, έχει μεταλλαχθεί –δώδεκα μήνες αργότερα– σε απογοήτευση και αποδοκιμασία.
Ένας στους τρεις ψηφοφόρους, μόνο, επιδοκιμάζει το έργο της πρωθυπουργού, ποσοστό που επιτείνει την αγωνία των συνεργατών της και προδιαγράφει οικτρό τέλος της κυβέρνησής της.
Η κ. Γκίλαρντ καταδιώκεται ακόμη από την προεκλογική υπόσχεσή της να μην επιβάλει φόρο ρύπανσης του περιβάλλοντος. Η αθέτηση της υπόσχεσής έχει πλήξει την αξιοπιστία της σε βαθμό που ο μέσος πολίτης δεν λαμβάνει, πλέον, σοβαρά τις υποσχέσεις της.
Η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός έκαψε –με την προώθηση του φόρου ρύπανσης– το ισχυρό χαρτί της αξιοπιστίας, που της έδωσε προεκλογικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, προτρέποντας τον αυστραλιανό λαό «να αγνοεί τις προφορικές υποσχέσεις του».
Η πρωθυπουργός πλήρωσε στις εθνικές εκλογές του Αυγούστου και εξακολουθεί να πληρώνει το τίμημα της πραξικοπηματικής ανατροπής του Κέβιν Ραντ με το επιχείρημα, ότι «η κυβέρνηση Ραντ είχε χάσει το δρόμο της».
Η ανατροπή του κ. Ραντ αλλοτρίωσε πολλούς ψηφοφόρους, κυρίως της Κουησνλάνδης, και υποχρέωσε την κ. Γκίλαρντ να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας με εταίρους τους μισαλλόδοξους Πράσινους και τα ανεξάρτητα μέλη του εθνικού κοινοβουλίου.
Οι υποστηρικτές του Κέβιν Ραντ –και είναι πολλοί– αμφισβητούν ευθέως «τη νομιμότητα» της κυβέρνησης Γκίλαρντ και τη θεωρούν «όμηρο» των Πρασίνων. Προφητεύουν, δε, περισσότερα δεινά από την πρώτη Ιουλίου, που οι Πράσινοι αποκτούν μεγαλύτερη ισχύ στη γερουσία.
Η αδυναμία της κ. Γκίλαρντ να υλοποιήσει βασικές προεκλογικές υποσχέσεις, επίσης, την κυνηγά και θέτει σε διαρκή αμφισβήτηση τη δυνατότητά της να σχεδιάσει και να υλοποιήσει έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Η πρωθυπουργός βάλλεται πανταχόθεν για τη συνθηματολογική προώθηση του φόρου ρύπανσης. Οι τυποποιημένες δηλώσεις της για την ανάγκη φορολόγησης των βιομηχανιών που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα και η συνθηματολογική διαβεβαίωση του λαού, ότι «θα αποζημιωθεί» για το έξτρα κόστος ζωής που θα προκαλέσει ο φόρος ρύπανσης, αφήνουν αδιάφορο το λαό.
Ζημιογόνα και η εσωτερική αμφισβήτηση της πρωθυπουργού από τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας της, που ανησυχούν για την πορεία της κυβέρνησης. Μέλη της κυβέρνησης σχολιάζουν, ότι «η πρωθυπουργός συζητά περισσότερο με τους Πράσινους από ότι συζητά με τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας της».
Θα επιβιώσει; Είναι το ερώτημα. Μεσοπρόθεσμα, ναι, είναι η απάντηση για δύο λόγους. Πρώτος λόγος είναι η αποδοκιμασία του έργου και της αντιπολιτευτικής τακτικής του Τόνι Άμποτ και η έλλειψη ικανότερου αντικαταστάτη.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Λίνζι Τάνερ, που θεωρείτο ικανός να αναλάβει την αρχηγία του Εργατικού Κόμματος εγκατέλειψε την πολιτική αηδιασμένος. Ο Μπίλ Σόρτεν, «το νέο αστέρι» των Εργατικών, που συχνά αναφέρεται ως μελλοντικός ηγέτης είναι τραγικό δημιούργημα των παρατάξεων του κόμματός του και δεν χαίρει του σεβασμού και της στήριξης ικανού αριθμού μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας. Το δε εκλογικό σώμα, ενήμερο των παρασκηνιακών διεργασιών, που ανέδειξαν τον κ. Σόρτεν σε βουλευτή και ακολούθως υπουργό, τον έχει διαγράψει από τον κατάλογο των επιλογών του.
Το έτερο μέλος της «νέας γενιάς» των Εργατικών πολιτικών, ο υπουργός αρμόδιος για την κλιματική αλλαγή Γκρεγκ Κόμπε, θα κοιμήσει το έθνος, αν αναλάβει πρωθυπουργός. Οι αγορεύσεις του είναι το υγιέστερο υπνωτικό.
Πίσω, όμως, στον Τόνι Άμποτ. Καμένο χαρτί και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για να επιβιώσει έχει επιστρατεύσει τον αρνητισμό και τον εκφοβισμό, για δήθεν χρεοκοπία της χώρας από το φόρο ρύπανσης. Αλλά μέχρι πότε.
Από την περασμένη Κυριακή νοιώθει και ανασφάλεια, εξ αιτίας της απόφασής του να μην στηρίξει την υποψηφιότητα του Πίτερ Ριθ για την προεδρία του Λίμπεραλ Πάρτι.
Ο υπουργός των πρώην κυβερνήσεων Χάουαρντ έριξε τις πρώτες βολές του κατά του κ Άμποτ –τον κατηγόρησε για χλιαρή εργασιακή πολιτική– και έπονται άλλες, περισσότερο εύστοχες, από την ακραία παράταξη Ριθ.
Προβληματική έλλειψη ηγετών, λοιπόν, που επιτρέπει στους Κέβιν Ραντ και Μάλκολμ Τέρνμπουλ να αισιοδοξούν για επιστροφή τους στα αντίστοιχα πόστα τους, αν ο λαός συνεχίσει να τους ζητά.
Όλα είναι πιθανά στην πολιτική.