Την περασμένη εβδομάδα η Ελληνική Βουλή πέρασε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και τον εφαρμοστικό νόμο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που τα τελευταία χρόνια οδηγεί τον ελληνικό λαό σε κατάσταση απόγνωσης.
Δεν είναι μόνο που τα κόμματα της αντιπολίτευσης διαφωνούν με την κυβερνητική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης, και ψήφισαν κατά των παραπάνω μέτρων. Και διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι διαφέρουν ριζικά στις εκτιμήσεις τους ως προς την αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων.
Αυτό ήταν αναμενόμενο, καθότι οι ρυθμίσεις που προτάθηκαν, και ψηφίστηκαν από τη Βουλή, είναι πρωτοφανείς για τα ιστορικά δεδομένα της Ελλάδας.
Εκείνο όμως που προβληματίζει κάποιον που παρακολουθεί τα πράγματα από απόσταση είναι οι βιαιότητες που διαδραματίστηκαν τις τελευταίες ημέρες στην πλατεία Συντάγματος. Αυτά που είδαμε δεν ήταν διαμαρτυρία, ήταν πόλεμος.
Διερωτάται κανείς ποιος ήταν ο επιδιωκόμενος στόχος των ταραξιών. Αν πραγματικά νοιάζονται για το καλό του τόπου, οι πράξεις τους είχαν ακριβώς το αντίθετο από το ποθούμενο αποτέλεσμα. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης κάλυψαν με τα χειρότερα σχόλια τα επεισόδια στην Αθήνα.
Εκείνο που προσωπικά μου προξένησε αλγεινή εντύπωση ήταν ο αριθμός των συνδικάτων που πήραν μέρος στις απεργίες την περασμένη εβδομάδα, σε περίοδο τουριστικής αιχμής. Ακόμη και ο απόπλους επιβατηγών πλοίων εμποδίστηκε για ημέρες, δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα σε χιλιάδες τουρίστες. Η Τουρκία από την άλλη πλευρά του Αιγαίου πρέπει να τρίβει τα χέρια της. Η ζημιά της Ελλάδας είναι κέρδος της…
Μια άλλη, άκρως αρνητική εξέλιξη, κατά την άποψή μου, είναι οι απεργίες, ή απειλή για απεργίες, κατά της αποκρατικοποίησης μεγάλου αριθμού ΔΕΚΟ – Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί. Αποτελεί δέσμευση της Κυβέρνησης να εξασφαλίσει 50 δισεκατομμύρια ευρώ από την ιδιωτικοποίηση μεγάλου αριθμού ΔΕΚΟ μέχρι το 2015.
Σε δημοσίευμά του σε αθηναϊκή εφημερίδα (28/1/2010) ο δημοσιογράφος Πάνος Σώκος έγραψε τα ακόλουθα για τις ΔΕΚΟ:
«Χθες εξετάστηκαν 200 τέτοιες δημόσιες επιχειρήσεις σε συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής, υπό την προεδρία του Θόδωρου Πάγκαλου. Ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης σε δηλώσεις του υποστήριξε ότι κάποιοι από τους οργανισμούς δεν διαθέτουν καν υπαλλήλους, ενώ άλλοι διαθέτουν αξιόλογη περιουσία, η οποία πρέπει να αξιοποιηθεί… Το επόμενο διάστημα κάθε υπουργείο θα καταγράψει πόσες τέτοιες ΔΕΚΟ έχει υπό την εποπτεία του, πόσους υπαλλήλους απασχολούν και πόση περιουσία έχουν».
Από το παραπάνω δημοσίευμα προκύπτει πως στην Ελλάδα υπάρχουν 200 ΔΕΚΟ, δηλαδή δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσιοι οργανισμοί. Μάλιστα, 200. Και αυτός δεν είναι ο συνολικός αριθμός, αφού, σύμφωνα με τον κ. Πάγκαλο, το κάθε Υπουργείο θα καταγράψει πόσες ΔΕΚΟ έχει υπό την εποπτεία του, πόση περιουσία διαθέτουν, και πόσους υπαλλήλους απασχολούν. Άρα μέχρι στιγμής τα Υπουργεία δεν γνωρίζουν!
Το τραγικό είναι ότι ενώ οι περισσότερες από τις ΔΕΚΟ λειτουργούν με παθητικό, δηλαδή τα έσοδα από τις δραστηριότητές τους δεν καλύπτουν τα έξοδα λειτουργίας τους, και το έλλειμμά τους καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος και αυτός για χρόνια είναι ελλειμματικός. Εξ ου και τα κατά συρροή δάνεια, με αποτέλεσμα το κράτος σήμερα να έχει δάνεια ύψους 350 δισεκατομμυρίων ευρώ, και να συνεχίζει να δανείζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΕΚΟ
Η αθηναϊκή εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, στην έκδοση της 30ης Απριλίου 2011 φιλοξένησε άρθρα πανεπιστημιακών για το ρόλο που διαδραματίζουν οι ΔΕΚΟ στην οικονομία της Ελλάδας.
Αρχίζω με τις απόψεις του Γεράσιμου Μοσχονά, ο οποίος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Στην εισαγωγή του άρθρου του γράφει ο κ. Μοσχονάς:
«Στη σημερινή εποχή τα συνδικάτα των μισθωτών είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Υπάρχει όμως ένας «κακός» και ένας «καλός» συνδικαλισμός. Ο «κακός» δρα κυρίως ως εκπρόσωπος στενών κλαδικών αντιλήψεων και η Ελλάδα αποτελεί παραδειγματική περίπτωση. Ο «καλός» επιχειρεί να λειτουργήσει σαν δύναμη αλληλεγγύης και πολιτικής ρύθμισης».
Ο κ. Μοσχονάς σημειώνει πως η μείωση των μισθολογικών ανισοτήτων υπήρξε κεντρική στρατηγική του συνδικαλιστικού κινήματος στις σκανδιναβικές χώρες και, σε μικρότερο βαθμό, στην Αυστρία και στη Γερμανία. Σε αντίθεση, παρατηρεί η πολιτική αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα ποτέ. Γράφει σχετικά:
«Στην Ελλάδα το κλειδί αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Παρά την αριστερή ρητορική των ηγεσιών, η στρατηγική των συνδικάτων ήταν απλή: ο καθένας «παίρνει ό,τι μπορεί». Ως αποτέλεσμα, στα συνδικάτα του Δημοσίου εκπροσωπείται ένας σημαντικός αριθμός μισθωτών με υψηλές απολαβές (2.500-5.000 ευρώ)».
Ο Σταύρος Τσακυράκης, Αναπληρωτής Καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, αρχίζει το δικό του άρθρο ως ακολούθως, τονίζοντας τη διπροσωπία της ΓΣΕΕ – Γενική Συνομοσπονδία Ελλήνων Εργατών:
«Οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους πάνω από τις αγορές και τα κέρδη». Αυτό ήταν το κεντρικό σύνθημα της ΓΣΕΕ μόλις ξέσπασε η κρίση. Μόλις δηλαδή στέρεψαν τα δανεικά από τις αγορές και αποκαλύφθηκαν τεράστια ελλείμματα, η ΓΣΕΕ ξεσπάθωσε εναντίον των αγορών και των κερδών».
Σε άλλο σημείο του άρθρου του ο κ. Τσακυράκης γράφει:
«Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είναι κακό πράγμα οι συνδικαλιστές να αγωνίζονται για τα συντεχνιακά συμφέροντα των σωματείων τους. Αυτή είναι η δουλειά τους και στον αγώνα αυτόν βρίσκεται η θεσμική τους αξία σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. Οι δικοί μας όμως συνδικαλιστές όχι μόνον δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν για ποιο λόγο τα συμφέροντα του κλάδου τους έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων συμφερόντων, αλλά απροσχημάτιστα τα κρύβουν πίσω από μεγαλοστομίες για το κοινό καλό».
Στο δημοσιευμένο κείμενο ομιλίας με θέμα «Η κρίση στην Ελλάδα: Ρωτώντας το παρελθόν, σκεπτόμενοι το μέλλον» που έδωσε ο Καθηγητής Ιστορίας Γιώργος Β. Δερτιλής στο Γαλλικό Ινστιτούτο (3 Φεβρουαρίου 2010), τόνισε τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων:
«Με την ομιλία αυτή ήθελα να εξηγήσω πώς βλέπω, ως ανήσυχος πολίτης και ως επαγγελματίας ιστορικός, την ιστορική τομή που βιώνει σήμερα η χώρα μου. Για την παρούσα δημοσίευσή της χρειάζονται, νομίζω, δύο πρόσθετες διευκρινίσεις.
Πρώτη διευκρίνιση: σήμερα δεν προέχει να λύσουμε εμείς, στην Ελλάδα, τα προβλήματα της ανθρωπότητας· ούτε να κάνουμε εμείς, σε αυτή τη μικρή χώρα, την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση. Προέχει το να επιβιώσουν οι Έλληνες, ιδίως οι αδύναμοι, χωρίς να εξαθλιωθούν· και να επιβιώσει η Ελλάδα ως κράτος, ως οικονομία έστω αδύναμη αλλά δυναμική, ως δημοκρατία έστω ατελής αλλά μεταλλασσόμενη· και, κυρίως, ως σύνολο πολιτών που διαφωνούν αλλά επιλέγουν συνειδητά τον διάλογο και τη συνεργασία αντί για έναν εμφύλιο πόλεμο όλων εναντίον όλων, άκαιρο και αυτοκαταστροφικό.
Δεύτερη διευκρίνιση: σήμερα η μόνη διέξοδος που έχουμε είναι η προσπάθεια για πράγματα σχεδόν ακατόρθωτα, ίσως χιμαιρικά. Δεν είναι αντίφαση· τα αίσια και τα απαίσια συνυπάρχουν· αλλά στον κοινωνικό τους βίο οι άνθρωποι, ως ζώα πολιτικά, τέμνουν, αποφασίζουν, προχωρούν. Γι’ αυτό σήμερα χρειαζόμαστε τις χίμαιρες· για ν’ αναθαρρήσουμε και, αντλώντας από το χάος που μας απειλεί, να θεμελιώσουμε κάτι νέο – μια «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», ας πούμε…».
Δυστυχώς, μεγάλος αριθμός εργατικών συνδικάτων, αλλά και πολιτικά κόμματα, χρησιμοποίησαν την οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα ως ευκαιρία για να προβούν σε ομιλίες, να κάνουν διαδηλώσεις, και να κατέλθουν σε απεργίες για τους λόγους που αναφέρει ο κ. Δερτιλής στο παραπάνω απόσπασμα από δημοσίευμά του.
Τη στιγμή που η χώρα αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου κρίση, εκείνο που προέχει είναι ο εποικοδομητικός διάλογος ως προς τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την υπέρβασή της, και όχι ιδεολογικά συνθήματα, λαϊκίστικες, και άνευ περιεχομένου, ομιλίες για ανατροπή του καθεστώτος, χωρίς εναλλακτικές λύσεις. Και ιδίως όχι απεργίες, που επιτείνουν, δεν λύνουν, την οικονομική κρίση.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλη χώρα στην εποχή μας που να έχει πάνω από 200 ΔΕΚΟ, οι περισσότερες από τις οποίες δεν καλύπτουν τα λειτουργικά τους έξοδα.
Και ας είμαστε ειλικρινείς· στο παρελθόν οι ΔΕΚΟ εξυπηρετούσαν τα πολιτικά συμφέροντα των μεγάλων κομμάτων που κατά καιρούς άσκησαν εξουσία. Πρόσφεραν ευκαιρίες στους πολιτικούς να βολεύουν σε θέσεις οργανισμών του δημοσίου τους δικούς τους ανθρώπους, άσχετα αν δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα, και σε πολλές περιπτώσεις ήταν αργόμισθοι.
Σήμερα πολλές από τις ΔΕΚΟ είναι σαν τις βδέλλες στο σώμα του δημοσίου. Και όμως, κάθε ΔΕΚΟ έχει και το δικό του συνδικάτο, για να επαληθεύσει η ρήση «Δεν γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά».
Και το ελληνικό κράτος δεν είναι άμοιρο ευθυνών. Είναι αδιανόητο για την εποχή μας να μην γνωρίζει τον αριθμό των ΔΕΚΟ και τα περιουσιακά τους στοιχεία. Με άλλα λόγια, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί για δεκαετίες λειτουργούσαν σαν να ήταν ιδιωτικές επιχειρήσεις, όχι όμως και με τους κανονισμούς και τους προγραμματισμούς των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Το γρηγορότερο, λοιπόν, που απογαλακτισθούν, ή αποκρατικοποιηθούν αν προτιμάτε, το καλύτερο για τον τόπο. Αυτό ας είναι το πρώτο βήμα για τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, για να αρχίσει να προσαρμόζεται στις συνθήκες, και τις ανάγκες, του 21ου αιώνα…