Συμφωνώ απόλυτα με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, η πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ, υποβαθμίζει το κοινοβούλιο με την άρνησή της να ανακοινώσει από το βήμα της βουλής τις λεπτομέρειες για το φόρο ρύπανσης (carbon tax).

Μετά από πολύμηνη κυοφορία της ιδέας επιβολής φόρου στις βιομηχανίες που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα, η πρωθυπουργός επέλεξε να μας παρουσιάσει «το μωρό της» από την τηλεόραση, αντί της βουλής, και μάλιστα χωρίς επεξηγηματικές ερωτήσεις από την αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης.
Η πρωθυπουργός επέλεξε να ενημερώσει το λαό με ένα ολιγόλεπτο τηλεοπτικό διάγγελμα για το θέμα που η ίδια και ο προκάτοχός της Κέβιν Ραντ, χαρακτηρίζουν «μεγάλη ηθική πρόκληση του αιώνα», που το κόστος του ενδέχεται να ζημιώσει ανεπανόρθωτα την εθνική οικονομία και το μέσο πολίτη και που απειλεί να στείλει το Εργατικό Κόμμα στην αντιπολίτευση, αν ο λαός απορρίψει την «αποζημίωση» που του προσφέρεται έναντι της αναμενόμενης ανόδου του κόστους ζωής.
Τις λεπτομέρειες θα μας τις ειπεί προσωπικά η πρωθυπουργός. Ετοίμασε, λέει, τα πιο αναπαυτικά παπούτσια της και μετά τη λήξη των εργασιών της χειμερινής περιόδου του εθνικού κοινοβουλίου θα διατρέξει τη χώρα από άκρου εις άκρον για να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις μας.

Η απόφαση της πρωθυπουργού να ενημερώσει το λαό διαγγελματικά, είναι πράξη προβληματικής αλαζονείας, που απορρέει από τη σιγουριά της κυβέρνησης, ότι το νομοσχέδιό της για τη φορολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα θα ψηφιστεί από το εθνικό κοινοβούλιο με τη στήριξη τουλάχιστον τριών από τους τέσσερεις ανεξάρτητους βουλευτές (Tony Windsor, Rob Oakeshott, Andrew Wilkie) στη βουλή και των Πράσινων στη γερουσία – από την 1η Ιουλίου οι Πράσινοι είναι «οι ρυθμιστές της εξουσίας» στη γερουσία.

Ταυτόχρονα, είναι και έμπρακτη απαξίωση του κοινοβουλίου, που ενισχύει την τάση απαξίωσης των πολιτικών και της πολιτικής από μεγάλη μερίδα του λαού. Η κ. Γκίλαρντ ενισχύει με τη συμπεριφορά της την άποψη του πολιτικού επιστήμονα Τόμας Μάγερ, ότι «η πολιτική έχει γίνει θέατρο», «θέατρο» με συνέπεια τη διαφοροποίηση των προτεραιοτήτων της.

Ο φόρος ρύπανσης έχει καταποντίσει την κυβέρνηση Γκίλαρντ. Η μία μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις δείχνουν, ότι ο φόρος ρύπανσης είναι η βασική αιτία ελεύθερης πτώσης της δημοτικότητας της πρωθυπουργού και της ψήφου του Εργατικού Κόμματος. Η αδυναμία της κυβέρνησης να εξισορροπήσει την εκφοβιστική εκστρατεία της αντιπολίτευσης, έστρεψε το λαό κατά της κυβέρνησης και οδήγησε σε μαζικό αφορισμό του επίμαχου φόρου.
Σήμερα, που η κυβέρνηση είναι, επί τέλους, σε θέση να διαβεβαιώσει το λαό ότι δεν κινδυνεύει οικονομικά από τη φορολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα, φυγοδικεί. Διότι είναι φυγοδικία η ανακοίνωση κρίσιμης οικονομικής και περιβαλλοντικής πολιτικής χωρίς έλεγχο από την αντιπολίτευση και λεπτομερή «ανάκριση» από τα μέσα ενημέρωσης.

Εκτός, εάν η πολιτική που θα ανακοινώσει η πρωθυπουργός την Κυριακή δεν αντέχει σε ανάλυση και κριτική από πολιτικούς αντιπάλους, ειδικούς και τα μέσα ενημέρωσης. Αν, όμως, το πακέτο των μέτρων που θα ανακοινώσει η πρωθυπουργός θα αλλάξει, όπως ισχυρίζεται, τη διάθεση του εκλογικού σώματος, θεωρώ πολύ πιθανή την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Υποθέτω, ότι η πρόθεση της κ. Γκίλαρντ να «αναλύσει προσωπικά» τα μέτρα στους ψηφοφόρους θα είναι «η εθνική δημοσκόπηση», που ζητά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και η προσωπική της δυνατότητα να εκτιμήσει τη διάθεση του λαού.

Αν η αντίδραση του λαού είναι θετική, ίσως επιλέξει την οδό των πρόωρων εκλογών για να μηδενίσει την «επιρροή Άμποτ», να απεξαρτήσει το κόμμα της από τους ανεξάρτητους βουλευτές και τους Πράσινους και να αναθερμάνει την παγωμένη σχέση της με τους ψηφοφόρους.

Όποιο και αν είναι το κίνητρό της, δεν αλλάζει την άποψή μου, ότι η κ. Γκίλαρντ πλήττει το κύρος του κοινοβουλίου ανακοινώνοντας από την τηλεόραση και όχι από το βήμα της βουλής τις λεπτομέρειες της μεγαλύτερης μεταρρύθμισης των μεταπολεμικών χρόνων.