Ο ευρασιατικός χώρος, τον οποίο καταλαμβάνουν σήμερα οι Δημοκρατίες της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ), πέρασε κατά τη διάρκεια των αιώνων, αλλά και κατά την εποχή μας, από αρκετές αλλαγές συνόρων (εξωτερικών και “εσωτερικών”), που μετέβαλλαν -σε μερικές περιπτώσεις δραματικά- τον πολιτικό χάρτη, τόσο στο σύνολο όσο και τις επιμέρους περιοχές. Το γεγονός αυτό καθιστά μερικές φορές προβληματική την ιστορική ή και τη διοικητική ακόμα ένταξη του ελληνικού στοιχείου στη μία ή την άλλη εθνική επικράτεια. Εδώ αναγκαστικά, αφού πρώτα αναφερθούμε συνοπτικά στην προεπαναστατική περίοδο, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας καταρχάς στα σοβιετικά χρόνια και τη μετασοβιετική εποχή. Για λόγους ιστορικούς και τεχνικούς η ελληνική παρουσία στις χώρες της Βαλτικής και της Υπερκαυκασίας εξετάζεται αναλυτικότερα σε άλλη ενότητα.

Οι αρχαιότερες ελληνικές εγκαταστάσεις στα βόρεια και δυτικά παράλια του Ευξείνου, που ανάγονται ως και τον 8ο π.Χ. αιώνα, επιβίωσαν και στα επόμενα χρόνια, παρά τις αλλαγές στους κυριάρχους των περιοχών αυτών. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα το ελληνορθόδοξο στοιχείο, στον ίδιο περίπου χώρο, ενισχύθηκε με τις νέες μετοικεσίες, κυρίως προς τη χερσόνησο της Κριμαίας. Παράλληλα αναπτύχθηκαν στενές εκκλησιαστικές και πολιτιστικές σχέσεις του Βυζαντίου με το Κίεβο. Οι ελληνορωσικές σχέσεις αναθερμάνθηκαν και μετά την πτώση του Βυζαντίου, τη φορά αυτή με πρωτοβουλίες κυρίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο μάλιστα προχώρησε το 1589 στην ανακήρυξη του Πατριαρχείου της Μόσχας. Τα δεδομένα αυτά ευνόησαν την ανάπτυξη ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο και τη Ρωσία μιας ιδιάζουσας διορθόδοξης αλληλεγγύης, η οποία καλλιεργήθηκε από την παρουσία στις “ρωσικές” χώρες μερικών σημαντικών προσωπικοτήτων της ελληνορθόδοξης Ανατολής. Γενικά το πλήθος των επωνύμων ή και ανωνύμων λογίων κληρικών, κωδικογράφων, ζωγράφων και διδασκάλων της ελληνικής γλώσσας, που έδρασαν στη Μοσχοβία, επηρέασε βαθιά όχι μόνο τους προσανατολισμούς της ρωσικής Εκκλησίας, αλλά και την πνευματική και πολιτιστική εξέλιξη γενικότερα του Μεγάλου Δουκάτου.

Από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, εξάλλου, είχε αρχίσει και η ανανέωση τις ελληνικής παρουσίας στην Κριμαία, με νέες μετοικεσίες στις θέσεις των παλαιότερων μεσαιωνικών εστιών. Στις πρώτες δεκαετίες μάλιστα του 16ου αιώνα, ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός στο νότιο τουλάχιστον τμήμα της χερσονήσου (που βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία) ανερχόταν σε 19.038 άτομα σε σύνολο 35.986 κατοίκων, με εντυπωσιακή υπεροχή έναντι των Τατάρων, των Οθωμανών (7.373) και, ακόμα περισσότερο, έναντι των άλλων συνοίκων εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων (Αρμένιοι: 7.832, Εβραίοι: 1.271, διάφοροι: 472). Το ελληνορθόδοξο στοιχείο της Κριμαίας άρχισε σταδιακά να χάνει την υπεροχή αυτή προς όφελος του μουσουλμανικού, αλλά χωρίς να αποβάλει το συμπαγή του χαρακτήρα: στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα ξεπερνούσε τις 20.000 ψυχές. Στο μεταξύ, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, είχαν ήδη δημιουργηθεί και άλλες ελληνικές εστίες σε βορειότερες ρωσικές χώρες. Από αυτές γνωστές έγιναν οι ελληνικές κοινότητες του Λβοφ (του σημερινό»; ουκρανικού Λβιφ), του Οστρόγκ και, κυρίως, της Νίζνας (Νιέζιν).

Προς τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα το ελληνορθόδοξο στοιχείο στον ευρύτατο αυτόν γεωγραφικό χώρο αυξάνεται και αναδιανέμεται. Καταρχάς τον Σε-πτέμβριο του 1779 μετακινήθηκε μαζικά το μέγιστο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού της Κριμαίας (18.395 άτομα) προς τις πρόσφατα κατακτημένες από τους Ρώσους παράλιες περιοχές της Προαζοφικής. Τότε ουσιαστικά αναδείχθηκε ο ελληνικός χαρακτήρας της νεόδμητης Μαριούπολης και των χωριών της. Ακολούθησαν στην επόμενη δεκαετία -κυρίως μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1788-1792- νέοι μαζικοί ελληνικοί εποικισμοί στη “Νέα Ρωσία” με στρατιωτικούς, ναυτικούς, αλλά και απλούς μετανάστες από διάφορες περιοχές της ελληνικής Ανατολής, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, τη Θράκη, την Ήπειρο και τη Μικρά Ασία.
Ως καταλύτης στην προσέλευση ξένων εποίκων στις νεοκατακτημένες επαρχίες της κάτω Ουκρανίας λειτούργησε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1790, η ίδρυση (στη θέση του ως τότε άσημου ταταρικού χωριού Χατζήμπεη) της Οδησσού, μιας πόλης που έμελλε να αποκτήσει για τον Ελληνισμό της Νότιας τουλάχιστον Ρωσίας θρυλικό χαρακτήρα. Είναι πιθανόν ότι η ίδια η επιλογή της ονομασίας της (που δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι η νέα πόλη ιδρύθηκε “κοντά”, 45 βέρστια ανατολικά, της αρχαίας ελληνικής Οδησσού) να έγινε για να προκαλέσει περισσότερο το ενδιαφέρον των ελλήνων εμπόρων και εποίκων. Τέλος, ένα ακόμα κύμα φυγής Ελλήνων προς τη “Νέα Ρωσία” σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης, στην αρχή από τις γειτονικές παραδουνάβιες ηγεμονίες και στη συνέχεια από διάφορα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας, τα νησιά του Αιγαίου, τα μικρασιατικά παράλια και την Κωνσταντινούπολη. Ο χαρακτήρας των μετοικεσιών προς τη Ρωσία άρχισε τώρα να αλλάζει: οι μεμονωμένες εγκαταστάσεις ατόμων ή μικρών ομάδων εξελίχθηκαν σταδιακά σε συστηματικότερες μεταναστεύσεις. Η αλλαγή αυτή θα πρέπει να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες, από τους οποίους οι δύο σημαντικότεροι ήταν η ρωσική εποικιστική πολιτική (που ενθάρρυνε τις εγκαταστάσεις χριστιανικών πληθυσμών στις νέες κτήσεις) και οι δυσμενείς συνθήκες που δημιουργήθηκαν για τον χριστιανικό πληθυσμό στην τουρκοκρατούμενη ελληνική Ανατολή (άλλοτε εξαιτίας των καταχρήσεων των οθωμανικών αρχών και άλλοτε εξαιτίας των εθνικών εξεγέρσεων, με πρώτη την ελληνική).

Προς τα μέσα του 19ου αιώνα έχει ήδη σχηματιστεί μια ζώνη ελληνικών εγκαταστάσεων, που εκτείνεται από το Ισμαήλι της νεοκατακτημένης (1812) Βεσαραβίας στα δυτικά ως το Ταγανρόγκ (Ταϊγάνιο) και το Ροστόβ επί του Δον στα ανατολικά ή ακόμα και ως το Αστραχάν. Τότε ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ρωσίας αριθμεί, σύμφωνα με υπολογισμούς της εποχής, 46.733 άτομα, με την εξής κατανομή κατά διοικητικές επαρχίες: Βεσαραβία 3.353, Ποδολία 50, Αικατερινοσλάβ 32.633, Χερσώνα 3.500, Ταυρίδα/Κριμαία 5-426, Τσέρνικοβ 1.791 και Αστραχάν 20. Στους υπολογισμούς αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται οι μαζικότερες μετοικεσίες των Ελλήνων του Πόντου προς τις χώρες του Αντικαυκάσου, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί πάνω από 40.000 άτομα. Ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός της ρωσικής επικράτειας θα υπερδιπλασιαστεί ως το τέλος του αιώνα. Έτσι, στην πρώτη επίσημη τσαρική απογραφή του 1897, έφτασε τα 207.536 άτομα, από τα οποία 105.169 ζούσαν στις χώρες του Καυκάσου, 101.945 στην Ευρωπαϊκή Ρωσία και τα υπόλοιπα σε περιοχές της Σιβηρίας (165), της Κεντρικής Ασίας (107) και των διοικητικών ενοτήτων που κάλυπταν τη σημερινή Λευκορωσία και τις χώρες της Βαλτικής (150).

Την ίδια, ωστόσο, εποχή άρχισε και η σταδιακή συρρίκνωση του Ελληνισμού της Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν σε πολλά αίτια. Καταρχάς ένα τμήμα των Ελλήνων, ιδιαίτερα εκείνο που προερχόταν από παλαιότερες μετοικεσίες και είχε εγκατασταθεί σε μεγάλα αστικά κέντρα, άρχισε να ενσωματώνεται κοινωνικά στο ρωσικό περίγυρο (κατά κανόνα περνώντας από τη δημόσια Διοίκηση και το Στρατό) και, με τη διαδοχή των γενιών, να αφομοιώνεται. Μετά το πέρασμα, εξάλλου, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα άρχισε και η παρακμή της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Οδησσού, του Νικολάιεφ, της Συμφερόπολης, ακόμα και του Ταγανρόγκ, άλλοτε εξαιτίας εσωτερικών αιτίων (του ανταγωνισμού με άλλες εθνικοθρησκευτικές ομάδες ή της συγκεντρωτικής οικονομικής πολιτικής του τσαρικού καθεστώτος ή των μετακινήσεων του ίδιου του ελληνικού πληθυσμού μέσα και έξω από τη ρωσική επικράτεια) και άλλοτε εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων (όπως ήταν π.χ. η αλλαγή των προσανατολισμών της διεθνούς ζήτησης στο εμπόριο των σιτηρών και τη ναυσιπλοΐα).

Η ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΑΥΚΑΣΟ

Αντίθετα ο αγροτικός, στην πλειονότητα του, ελληνορθόδοξος πληθυσμός των ανατολικών παραλίων της Μαύρης Θάλασσας, της Αζοφικής και των χωρών της Υπερκαυκασίας, χάρη στο συμπαγή χαρακτήρα των οικισμών του, διατήρησε σταθερότερη την εθνική του ταυτότητα. Επιπλέον, ενισχυόταν με νέες μετοικεσίες, ιδιαίτερα από τον Πόντο. Στις πρώτες δεκαετίες μετά τη ρωσική επέκταση στην επαρχία του Καρς (1878) άρχισαν να συρρέουν εκεί μαζικά, κατά εκατοντάδες, Έλληνες από διάφορες περιοχές της ποντιακής ενδοχώρας. Μόνο κατά την τετραετία 1878-1882 είχαν μετοικήσει στο ρωσοκρατούμενο Καύκασο 17.100 άτομα.
Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι για τον “χείμαρρο” εκείνο των χριστιανικών μετοικεσιών: Από τη μια, οι δελεαστικές προτάσεις των Ρώσων προς τους επίδοξους εποίκους των νέων χωρών και, από την άλλη, οι δυσμενείς συνθήκες που προκάλεσε στον Πόντο η μαζική εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων άστεγων και εξαθλιωμένων μουσουλμανικών πληθυσμών, που κατέφευγαν από τον Καύκασο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πάντως σημαντικό μερίδιο στις μετοικεσίες αυτές είχαν και οι μετακινήσεις των εποχιακών εργατών, όπως π.χ. των κατοίκων της Κρώμνης και της Σάντας, που ασκούσαν παραδοσιακά το επάγγελμα του χτίστη. Υπολογίστηκε π.χ. ότι κατά την περίοδο εκείνη 300, κατά μέσο όρο, Σανταίοι πήγαιναν κάθε χρόνο στη Ρωσία σε αναζήτηση εργασίας• από αυτούς πάρα πολλοί εγκαθίσταντο εκεί, προσκαλώντας και άλλα μέλη της οικογένειας τους. Τελικά, στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ολόκληρη η “Αντιβασιλεία” του Καυκάσου είχε ήδη 180.123 έλληνες κατοίκους, από τους οποίους οι περισσότεροι ζούσαν στα “Κυβερνεία” της Τιφλίδας (50.306), του Καρς (48.994), του Κουμπάν (28.300), του Σοχούμ (20.095) και της Μαύρης Θάλασσας (16.682).

Οι αριθμοί αυτοί αυξάνονται για άλλη μια φορά δραματικά, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, προπάντων μετά την κατάρρευση του ρωσικού μετώπου στον Αντί καύκασο (1917). Μερικοί ιστορικοί υπολόγισαν το μέγεθος αυτής της νέας και εσπευσμένης μετακίνησης των Ελλήνων του Πόντου προς διάφορες περιοχές του Καυκάσου, αλλά και άλλων περιοχών της ρωσικής επικράτειας, σε 85.800 ψυχές. Στα 1919 το ελληνικό στοιχείο ολόκληρης της Ρωσίας ανερχόταν σε 593.700 άτομα, που κατανέμονταν ως εξής, κατά τις χώρες που αναδύθηκαν μετά τη διάλυση της τσαρικής αυτοκρατορίας ή κατά περιοχές: Αζερμπαϊτζάν: 15-000, Αρμενία: 30.350, Γεωργία: 112.850, Ουδέτερη ζώνη (μεταξύ Αρμενίας-Γεωργίας-Αζερμπάίτζάν) 7.500, Περιφέρειες Σότσι και Λαζαρόφσκι (υπό μπολσεβικικό έλεγχο): 18.000, Βόρειος Καύκασος και Νότια Ρωσία: 375.000, Βόρεια Ρωσία: 35.000.