Σε ομιλία του ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα για την αποχώρηση μέρους του εκστρατευτικού σώματος από το Ιράκ, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Μέσα από αυτό το σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράκ ανταποκριθήκαμε στις υποχρεώσεις μας, αλλά σήμερα, ο πλέον επείγων στόχος μας είναι η αποκατάσταση της οικονομίας μας και το να δώσουμε πίσω στα εκατομμύρια των Αμερικανών τη δουλειά που έχασαν», αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή, 2/9/2010.
Στους πάνω από δέκα μήνες που πέρασαν από τότε, η οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ έχει χειροτερέψει, με την ανεργία στο τέλος του Ιουνίου 2011 να έχει φτάσει στο 9,2% του εργατικού δυναμικού, ποσοστό που αντιστοιχεί με 14 εκατομμύρια άτομα που θέλουν να εργαστούν, αλλά δεν βρίσκουν δουλειά. Για τα δεδομένα των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτός είναι ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανέργων, με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Όταν λάβουμε υπόψη πως το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ φτάνει το αστρονομικό ποσό των 14 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και δεδομένου ότι οι ΗΠΑ παραμένουν η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αντιλαμβανόμαστε τις δραματικές παρενέργειες σε ολόκληρο τον κόσμο αν, όπως πολλοί φοβούνται, οδηγηθούν σε χρεοκοπία.
Αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από τη βιωσιμότητα της αμερικανικής οικονομίας, ενώ αυτή με τη σειρά της εξαρτάται από την ανθηρότητα της κινεζικής οικονομίας.
Σε αυτήν την αλυσίδα των αλληλεξαρτήσεων η Ελλάδα, με την οικονομική κρίση που διέρχεται, αποτελεί έναν πολύ μικρό κρίκο. Και όμως, η παγκόσμια προσοχή σήμερα είναι στραμμένη στην μικροσκοπική Ελλάδα, με ελάχιστες αναφορές στις ΗΠΑ, τον γίγαντα με τα πήλινα πόδια.
Το ερώτημα που τίθεται είναι μέχρι πότε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θα συνεχίσει να φέρνει τον τίτλο του «Πλανητάρχη», και αν ο Αμερικανικός Αιώνας, ο οποίος μέχρι στιγμής αριθμεί λίγο παραπάνω από 60 χρόνια – άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του 1940 – θα συμπληρώσει τα 100 χρόνια.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Βρετανική Αυτοκρατορία παρέδωσε το σκήπτρο της υπερδύναμης στις ΗΠΑ και στην Σοβιετική Ένωση. Επειδή όμως μια υπερδύναμη, παράλληλα με την στρατιωτική ισχύ πρέπει να έχει και ανάλογη πολιτική αναγνώριση σε διεθνές επίπεδο, καθώς και οικονομική και βιομηχανική υπεροχή, η Σοβιετική Ένωση δεν μπόρεσε να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία στο χώρο αυτό. Ιδιαίτερα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989-1990, οι ΗΠΑ παραμένουν η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη της εποχής μας.
Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα με την ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη που σημειώνει, και το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού που διαθέτει, αρχίζει να προβάλλει ως μια μελλοντική υπερδύναμη. Και πάλι όμως είναι αμφίβολο αν η Κίνα, στις προσεχείς δεκαετίες, θα μπορέσει να ικανοποιήσει όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την κατάληψη της κορυφαίας βαθμίδας στην κλίμακα των υπερδυνάμεων.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δεν αρκεί η οικονομική ισχύς για να αναδειχθεί μια χώρα σε υπερδύναμη. Θα πρέπει ταυτόχρονα να διαθέτει και την στρατιωτική δύναμη, και πολιτικά και πολιτιστικά να χαίρει της εμπιστοσύνης των άλλων κρατών.
Εν όψει των παραπάνω κριτηρίων, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν, και πότε, η Κίνα θα καταστεί η πρώτη υπερδύναμη του Πλανήτη μας. Με βάση μόνο τα οικονομικά κριτήρια, υπολογίζεται πως σε 15-20 χρόνια η Κίνα θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν συνεχίσει να αυξάνεται κατά 9% με 10% ετησίως. Όμως η οικονομική υπεροχή από μόνη της δεν επαρκεί για να την καταστήσει την πρώτη δύναμη στον κόσμο και στους άλλους απαραίτητους τομείς.
Το 2010 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των ΗΠΑ ήταν λίγο πάνω από 14 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ της Κίνας πλησίασε τα 6 τρισεκατομμύρια, γεγονός που την κατέστησε την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, εκτοπίζοντας από τη θέση αυτήν την Ιαπωνία, η οποία τώρα κατέχει την τρίτη θέση.
Με τα πάνω από 660 δισεκατομμύρια δολάρια που διαθέτουν για τις στρατιωτικές δαπάνες ετησίως, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, σε περίπου 150 από τις 192 χώρες στον κόσμο υπάρχει κάποιου είδους αμερικανική στρατιωτική παρουσία.
ΣΤΙΣ ΗΠΑ, ΟΙ ΚΡΟΙΣΟΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΚΡΙΣΗ
Τον παραπάνω υπότιτλο τον δανείστηκα από άρθρο που δημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα (24/9/2010).
Σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, το οποίο κάθε χρόνο δημοσιεύει τα ονόματα των 400 πλουσιότερων Αμερικανών, κατά τη διάρκεια του 2010 οι κροίσοι των ΗΠΑ έγιναν ακόμη πιο πλούσιοι, και ας ήταν η χρονιά εκείνη μια από τις χειρότερες από οικονομικής πλευράς στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας.
Εκείνο που κάνει μεγαλύτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι κάποιοι από τους Αμερικανούς κροίσους αύξησαν την περιουσία τους με ποσά από 500 εκατομμύρια δολάρια μέχρι 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε έναν χρόνο! Και αυτό όταν η πλειονότητα των κατοίκων της χώρας πλήττονταν από την χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, με τους άνεργους να φτάνουν τα 14 εκατομμύρια.
Κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονιάς τα «χρυσά αγόρια» της Wall Street, όπως αποκαλούνται τα διευθυντικά στελέχη των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών και χρηματοοικονομικών εταιρειών που εδρεύουν στο οικονομικό κέντρο της Νέας Υόρκης, ενθυλάκωσαν – «τσέπωσαν» κατά τη λαϊκή έκφραση – 144 δισεκατομμύρια δολάρια σε «μπόνους», δηλαδή σε έκτακτες αμοιβές πάνω από τους παχυλούς μισθούς τους.
Την ίδια χρονιά οι ουρές των χιλιάδων Αμερικανών που περίμεναν να πάρουν μια κούτα τρόφιμα από φιλανθρωπικές οργανώσεις μάκραιναν συνέχεια. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, 45 εκατομμύρια, ή ένας στους επτά Αμερικανούς, ζει κάτω από το επίπεδο της φτώχειας, το οποίο ορίζεται στα 22.000 δολάρια το χρόνο για μια τετραμελή οικογένεια, ποσό που είναι κατά πολύ μικρότερο από εκείνο που εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή επιβίωση.
Εν όψει αυτής της θλιβερής κατάστασης η αμερικανική κυβέρνηση επαναλαμβάνει το συνηθισμένο τροπάρι «Ας κάνουμε τον ιδιωτικό τομέα να σταθεί στα πόδια του ώστε να μας βγάλει από την οικονομική κρίση». Όμως η εμπειρία των τελευταίων χρόνων διαψεύδει αυτήν την οικονομική πολιτική, αφού τα ιδιωτικά κέρδη που απογειώθηκαν τα τελευταία χρόνια δεν έφεραν ούτε απασχόληση, ούτε μείωση της φτώχειας.
Η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, έχει οδηγήσει στον ακόλουθο φαύλο κύκλο: οι απλοί καταναλωτές ανησυχούν για το μέλλον τους, και ως εκ τούτου μειώνουν την κατανάλωση αγαθών, ενώ οι επιχειρηματίες αποφεύγουν να αυξήσουν το εργατικό τους δυναμικό, μέχρι το καταναλωτικό κοινό να αρχίσει να αυξάνει τις αγορές του.
Με άλλα λόγια, οι καταναλωτές περιμένουν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, για να έχουν σιγουριά, και οι επιχειρήσεις περιμένουν περισσότερους πελάτες, για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
ΣΕ ΧΑΣΜΑ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ
Σύμφωνα με δημοσίευμα της αθηναϊκής εφημερίδας Το Βήμα (4/11/2010), στο βιβλίο τους «Ο νικητής τα παίρνει όλα: Πώς η Ουάσιγκτον έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους και γύρισε την πλάτη της στη μεσαία τάξη», οι Αμερικανοί πανεπιστημιακοί καθηγητές Τζέικομπ Χάκερ και Πολ Πίρσον υποστηρίζουν ότι κατά κύριο λόγο η αιτία για την οικτρή κατάσταση της μεσαίας και της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν η παγκοσμιοποίηση και οι τεχνολογικές αλλαγές, αλλά η κυβερνητική πολιτική που ευνόησε υπερβολικά τους πολύ πλούσιους. Γράφουν σχετικά:
«Τα τελευταία τριάντα χρόνια ολοένα και περισσότερα από τα οφέλη της ανάπτυξης πήγαν στους πλούσιους και στους πάμπλουτους. Η υπόλοιπη Αμερική, από τους φτωχούς ως την ανώτερη μεσαία τάξη, έμεινε πίσω», γράφουν.
Οι αλλαγές αυτές επήλθαν είτε διά μέσου των μεταρρυθμίσεων στην φορολογική νομοθεσία, είτε με την απορρύθμιση του κρατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις και στην κατάργηση του «δικτύου ασφαλείας» για τα χαμηλά εισοδήματα.
Αυτή η υπερβολική συγκέντρωση πλούτου και εισοδημάτων έχει διαβρώσει δραστικά την ικανότητα της κυβέρνησης να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της μεσαίας τάξης και των χαμηλόμισθων. Τίποτε δεν απεικονίζει καλύτερα την τεράστια δύναμη που έχει συγκεντρωθεί σε μια μικρή μερίδα του πληθυσμού από τη συνεχιζόμενη ικανότητα αυτής της μερίδας να προοδεύει και να ευημερεί παρά τη νέα οικονομική κρίση, που είναι ως επί το πλείστον αποτέλεσμα πολιτικών του τύπου «ο νικητής τα παίρνει όλα» και είχε τέτοια καταστρεπτικά αποτελέσματα για τόσο πολλούς Αμερικανούς.
Οι συγγραφείς του βιβλίου περιγράφουν την «επανάσταση των λόμπι» που παρατηρήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις κινητοποιήθηκαν σε τεράστια κλίμακα ώστε να προωθήσουν τους δικούς τους υποψήφιους στα δύο κόμματα, για να επιτύχουν τους στόχους τους.
Έτσι, τις τελευταίες δεκαετίες έγινε μια σημαντική στροφή στο μοίρασμα των καρπών της αμερικανικής οικονομίας, με αποτέλεσμα την συνεχώς διευρυνόμενη ανισότητα μεταξύ της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων της και της οικονομικής ολιγαρχίας.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα εξετάσω την προοπτική χρεοκοπίας των ΗΠΑ.