Το σκάνδαλο των υποκλοπών ιδιωτικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από δημοσιογράφους του συγκροτήματος Μέρντοκ «ευαισθητοποίησε», μεταξύ άλλων, και την κυβέρνηση της Αυστραλίας τόσο, που σχεδιάζει να θεσπίσει νόμο για την προστασία μας από τα ασύδοτα, επιθετικά, χρεοκοπημένα ηθικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
 Η θέσπιση νόμου θα γίνει παράλληλα με τη διενέργεια έρευνας για τις δραστηριότητες του αυστραλιανού παραρτήματος της αυτοκρατορίας του Ρούπερτ Μέρντοκ, ώστε να διαπιστωθεί αν τα αυστραλιανά ΜΜΕ ιδιοκτησίας του πρώην Αυστραλού μεγιστάνα χρησιμοποίησαν ή χρησιμοποιούν αθέμιτα, παράνομα, αντιδεοντολογικά βρωμερά μέσα παραγωγής ειδήσεων, που μετήλθε η World News της Βρετανίας.

Το εγχείρημα δεν θα είναι τόσο εύκολο για την κυβέρνηση, για δύο λόγους. Πρώτον, διότι θα συγκρουστεί με τα αυστραλιανά ολιγοπώλια ενημέρωσης και, δεύτερον, διότι θα συγκρουστεί με ανοηταίνοντες δοκησίσοφους του πολιτικού και του ακαδημαϊκού χώρου, που «ανησυχούν» για την ελευθερία έκφρασης των μέσων ενημέρωσης.

Κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, η ενημέρωση στην Αυστραλία περιήλθε στον έλεγχο μερικών οικογενειών – Murdoch, Packer, Fairfax. Οι οικογένειες αυτές εγκαθίδρυσαν πανίσχυρα μονοπώλια ενημέρωσης με δυνατότητες να επιβάλλουν πολιτική στις κυβερνήσεις της χώρας και να ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις από την εξουσία.

Είναι τεκμηριωμένος, ιστορικά ο σφετερισμός της εξουσίας από τους άθυμους, ασπόνδυλους, ενδοτικούς πολιτικούς της Αυστραλίας για να τη χρησιμοποιούν για την προώθηση και την προστασία των συμφερόντων τους και την αύξηση της επιρροής τους στον αυστραλιανό λαό.
Στην πράξη τα αυστραλιανά μονοπώλια ενημέρωσης έχουν υποκαταστήσει, προ πολλών ετών, την πολιτική εξουσία, κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων μονοπωλίων του εξωτερικού.

 Σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο –αν και η συγκυρία θεωρείται ευνοϊκή εξ αιτίας του σκανδάλου των υποκλοπών– για την κυβέρνηση Γκίλαρντ να αλλάξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μέσων ενημέρωσης, χωρίς να διακινδυνεύσει την ανατροπή της από την εξουσία.
Ο κίνδυνος ανοιχτής ρήξης με τους Murdoch, τους Packer και τους Fairfax, δεν σημαίνει, ότι δεν πρέπει να το τολμήσει η κυβέρνηση της κ. Γκίλαρντ. Απλά, πρέπει να το τολμήσει με αποφασιστικότητα για να μην γελοιοποιηθεί με συμβολικές αποφάσεις και ενέργειες που θα ενισχύσουν, δεν θα μειώσουν τη μονοπωλιακή δύναμη των ιδιοκτητών.

Η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι εξ ίσου αποφασιστική και στη σύγκρουσή της με τους ανοηταίνοντες αυτόκλητους σοφούς, αυτόκλητους υπέρμαχους της ανύπαρκτης ελευθερίας έκφρασης των ΜΜΕ.

Και λέω ανύπαρκτη ελευθερία έκφρασης των μέσων ενημέρωσης, διότι οι περισσότεροι λειτουργοί των ΜΜΕ έχουν χάσει προ πολλού την ελευθερία διατύπωσης αντικειμενικών απόψεων και κρίσεων για θέματα που αφορούν το αναγνωστικό τους κοινό, αν οι απόψεις και οι κρίσεις τους συγκρούονται με τα βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα συμφέροντα των εργοδοτών τους.

Οι περισσότεροι λειτουργοί των μέσων ενημέρωσης δεν είναι υπηρέτες των αναγνωστών, των τηλεθεατών και των ακροατών που τάσσονται να υπηρετήσουν. Είναι φερέφωνα των εργοδοτών τους. Εξ ου και ο παραμερισμός της δεοντολογίας και η αντικατάσταση της ελευθερίας από την ασυδοσία.
Είναι τεκμηριωμένες, ιστορικά, οι παρεμβάσεις του σερ Φρανκ Πάκερ, γενάρχη της οικογένειας Πάκερ, στο συντακτικό προσωπικό των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων της εταιρείας του πριν την ανατροπή της κυβέρνησης Γουίτλαμ, το 1975.

Είναι, επίσης, τεκμηριωμένες και οι άμεσες παρεμβάσεις του Ρούπερτ Μέρντοκ στα ΜΜΕ δικής του ιδιοκτησίας κατά τις προεκλογικές περιόδους, υπέρ εντός και κατά άλλου πολιτικού κόμματος της Αυστραλίας. Είναι κοινό μυστικό, ότι ο κ. Μέρντοκ επισκέπτεται την Αυστραλία παραμονές εθνικών εκλογών για χρίσει το νικητή των εκλογών.

Για ποια ελευθερία έκφρασης, ομιλούν οι δοκησίσοφοι, ενώ γνωρίζουν ότι η πολιτική γραμμή κάθε μέσου καθορίζεται από τον ιδιοκτήτη του με κριτήριο το δικό του συμφέρον;

 Θεωρούν ελευθερία έκφρασης, τα επιθετικά, υβριστικά ραδιοφωνικά προγράμματα, που φιμώνουν τους ακροατές που διαφωνούν με τις απόψεις τους;
Θεωρούν ελευθερία έκφρασης τη μεροληπτική ανάλυση της πολιτικής επικαιρότητας από ΜΜΕ ταγμένα στην υπηρεσία πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών ομάδων του ιδεολογικού της φυράματος;

 Θεωρούν ελευθερία τον εξευτελισμό πολιτών, την καταρράκωση του κύρους ατόμων και οικογενειών με σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα που στερούνται ίχνους αληθείας;

Θεωρούν ελευθερία το κυνηγητό των δημοσιογράφων με πολίτες σε δημόσιους χώρους, για να εκθέσουν «τους κακούς» στη δημόσια θέα, ή μήπως θεωρούν προστατευόμενη ελευθερία την εισβολή δημοσιογράφων σε σπίτια, καταστήματα, γραφεία «κατηγορουμένων» για παρανομίες; Υπάρχουν τα δικαστήρια για να τιμωρούν τους παραβάτες των νόμων. Τα μέσα ενημέρωσης είναι μία φθαρμένη εξουσία, ένοχη καθημερινών παραβάσεων των νόμων και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, που δεν νομιμοποιούνται να στήνουν δικαστήρια στις σελίδες τους, σε ραδιοθαλάμους ή τηλεοπτικά πλατώ.

 Εθελοτυφλούν όσοι στηρίζουν τέτοια ελευθερία για να βρίσκονται σε κουβέντα. Άλλο ελευθερία απρόσκοπτης άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και άλλο ασυδοσία. Καιρός να προστατευθεί ο πολίτης από αυτή την ασυδοσία με αυστηρούς νόμους.