Ο «Νέος Κόσμος» φιλοξενεί σήμερα επιστολή του σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, σχετική με την εκκλησιαστική αταξία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Νότιας Αυστραλίας .

Ο κ. Σεραφείμ γνωρίζει άριστα την εκκλησιαστική κατάσταση στην Αδελαΐδα, αφού υπηρέτησε στην πρωτεύουσα της Νότιας Αυστραλίας επί διετία (2000-2002) ως Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως, Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Κ. Στυλιανού.

 Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας Πειραιώς κατακεραυνώνει την ηγεσία της Κοινότητος Αδελαΐδας για τις εκκλησιολογικές παλινωδίες της που, κατά την κρίση του, συντηρούν το εκκλησιαστικό σχίσμα και αφετέρου αναστέλλουν «την αιώνια λύτρωση και κοινωνία των ομογενών αδελφών μετά του Τριάγιου Θεού».
Ο κ. Σεραφείμ εκφράζει τη βαθύτατη λύπη του «δια την συνεχιζόμενη αντικανονική και πονεμένη πορεία της Ελληνικής Ομογένειας που ανήκει στην Ελληνική Ορθόδοξο Κοινότητα Νότιας Αυστραλίας» και αποκαλύπτει, ότι κατά την παραμονή του στην Αδελαΐδα προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, να υποδείξει στην ηγεσία της κοινότητος Αδελαΐδα, ότι «τυγχάνει αίρεσις ή στρέβλωση της ορθοδόξου εκκλησιολογίας (σ.σ. η άποψη) ότι δύνανται λαϊκοί όντες να δημιουργούν εκκλησιαστικό ορθόδοξο σχήμα άνευ κανονικών προϋποθέσεων και ερήμην των υπό των θείων και ιερών κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
 Δηλώνει, δε, ότι αδυνατεί να κατανοήσει πώς είναι δυνατόν λαϊκοί να ιδρύουν ή να επανιδρύουν εκκλησιαστικά σώματα (Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις) ερήμην των εκκλησιαστικών κανόνων «ως να επρόκειτο περί της δημιουργίας οιουδήποτε ενδοκοσμικού μεγέθους, συλλόγου, σωματείου ή άλλης τινός ανθρωπίνης ενώσεως».
Χαρακτηρίζει «εκκλησιολογική εκτροπή» την εκκλησιαστική αταξία της Κοινότητος Αδελαίδας και σημειώνει, ότι εξ αιτίας αυτής της εκτροπής μυστήρια που τελούνται στις στους ναούς της δεν είναι κανονικά «άπασαι αι εν αυτώ τελούμεναι ιεροπραξίαι να μην έχουν ουδεμία μυστηριακή κακονική συνέπεια και αξία». Ως εκ τούτου ομογενείς δεν «είναι βαπτισμένοι, δηλ. μέλη της Εκκλησίας, ούτε νυμφευμένοι, ούτε συγχωρούμενοι δια τας αμαρτίας των ούτε μεταλαμβάνοντες του Δεσποτικού του Σωτήρος Χριστού σώματος και αίματος».

Τέλος, ο κ. Σεραφείμ εκφράζει τη μεγάλη χαρά του για την επανένταξη της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Σίδνεϊ στην πνευματική δικαιοδοσία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας και συγχαίρει τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, τη διοίκηση και τα μέλη της Κοινότητος Σίδνεϊ για την επιτυχημένη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την κανονική εκκλησιαστική Αρχή.

Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο της επιστολής του κ. Σεραφείμ.

«Παρακολουθώ τοπικά μεν εκ του μακρόθεν, πνευματικά όμως και συναισθηματικά εκ του σύνεγγυς τα δρώμενα της ομογένειας εν Αυστραλία όπου με την χάρι του Θεού διηκόνησα επί διετία ως Επίσκοπος υπό την πεπνυμένη ποιμαντορία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ.κ. Στυλιανού.
Ηγάπησα τον τόπο και τους ανθρώπους και πάντοτε εν τω κειμηλιαρχείω της καρδίας μου θα υπάρχουν τα πρόσωπα αλλά και οι τόποι της Νότιας Αυστραλίας μετά των οποίων εις ιδιαιτέρως κρίσιμο καμπή της προσωπικής μου ζωής και πορεία συνεδέθην.

Αισθάνομαι μεγάλη πικρία ως Επίσκοπος της Εκκλησίας, αλλά και οικείος και φίλος των ομογενών της Νότιας Αυστραλίας δια την συνεχιζόμενη αντικανονική και πονεμένη πορεία της Ελληνικής Ομογένειας που ανήκει στην Ελληνική Ορθόδοξο Κοινότητα Νότιας Αυστραλίας, διότι η παραβίασις των ιερών κανόνων και η ανάπτυξις προτεσταντικής αντίληψης εκκλησιολογίας υπό του κυβερνώντος σώματος της Κοινότητος, αφ’ ενός μεν συνεχίζει την πνευματική σχάση από το ένα και αδιαίρετο σώμα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας και αφ’ ετέρου διακυβεύει την αιώνια λύτρωση και κοινωνία των ομογενών αδελφών μετά του Τριαγίου Θεού.

 Πλειαστάκις απευθυνόμενος προς την ηγετική ομάδα της Κοινότητος πατρικώς και αδελφικώς είχον συμβουλεύσει αυτούς, ότι τυγχάνει αίρεσις ή στρέβλωση της ορθοδόξου εκκλησιολογίας ότι δύνανται λαϊκοί όντες να δημιουργούν εκκλησιαστικό ορθόδοξο σχήμα άνευ κανονικών προϋποθέσεων και ερήμην των υπό των θείων και ιερών κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας σαφώς και ρητώς προβλεπομένων και καθοριζομένων. Αδυνατώ να κατανοήσω πώς είναι δυνατόν, να θεωρούν εαυτούς ορθοδόξους εφαρμόζοντες την προτεσταντική αντίληψη περί αυθαιρέτου εκκλησιολογίας και περί δήθεν αυθαιρέτου δυνατότητος ανιδρύσεως εκκλησιαστικού σώματος ως να επρόκειτο περί της δημιουργίας οιουδήποτε ενδοκοσμικού μεγέθους, συλλόγου, σωματείου ή άλλης τινός ανθρωπίνης ενώσεως.
Η άγνοια των βασικών θεσμών της ορθοδόξου εκκλησιολογίας μαρτυρείται από την εσχάτως παραπαίουσα πορεία της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Νότιας Αυστραλίας, που τη στιγμή ταύτη κέκτηται ως ταγό αυτής καθηρημένο κληρικό υπό της Εκκλησίας με προφανές αποτέλεσμα το εκκλησιαστικό αυτό ιδιότυπο σχήμα να τυγχάνει συνωδά με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας εστερημένο της θ. χάριτος και επομένως άπασαι αι εν αυτώ τελούμεναι ιεροπραξίαι να μην έχουν ουδεμία μυστηριακή κακονική συνέπεια και αξία.

 Ενταύθα κρίνεται το κρίσιμο θέμα δια τας συνειδήσεις όλων μας, που αποτελεί και την αιτία της επιστολής μου. Εφ’ όσον ούτως έχουν τα πράγματα κανονικώς, δογματικώς, πνευματικώς, εκκλησιολογικώς και ούτως έχει δογματίσει το διοικούν την Εκκλησία Πανάγιο Πνεύμα δια των Αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων και των υπ’ αυτών θεσπισθέντων θείων και ιερών κανόνων, ποίος αναλαμβάνει το βάρος και τας οντολογικάς μεταφυσικάς συνεπείας ικανοί συνέλληνες, που αγαπούν και πιστεύουν εις τον ζώντα Θεό συνεπεία της ειρημένης αυτής εκκλησιολογικής επιτροπής να είναι άμοιροι της σωζούσης αγιαστικής Θ. Χάριτος και συγκεκριμένα να μην είναι βαπτισμένοι, δηλ. μέλη της Εκκλησίας, ούτε νυμφευμένοι, ούτε συγχωρούμενοι δια τας αμαρτίας των ούτε μεταλαμβάνοντες του Δεσποτικού του Σωτήρος Χριστού σώματος και αίματος.

Δια τους λόγους αυτούς εκδηλώνω την πλείστη χαρά μου ως έσχατο μέλος της Εκκλησίας δια τον εγκεντρισμό εις την καλλιέλαιο της Εκκλησίας της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητος του Σίδνευ, συγχαίρων υϊκώς τον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Αυστραλίας κ.κ. Στυλιανόν και τη διοίκηση και τα μέλη της ειρημένης κοινότητος.

Κατακλείων την παρούσα επιθυμώ να επαναλάβω το αυτονόητο, ότι εις την Ορθόδοξο, Αδιαίρετο, Καθολική Εκκλησία οι Ι.Ναοί και τα προσκτίσματά των καθαγιάζονται εις το διηνεκές ως αιώνιοι και άφθιτοι τόποι σκηνώματος της θείας δόξης και της θείας χάριτος και κατά ταύτα είναι παντελώς αδύνατος η μετατροπή, ως συμβαίνει με τας προτεσταντικάς και εν γένει αιρετικάς κοινότητας εις χώρους ετέρων χρήσεων δι ο η τυχόν διάδοσις αντιθέτων απόψεων αποτελεί αναληθή παραπληροφόρησι».

Μετ’ ευχών και τιμής
Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ