Σεισμός στη φροντίδα των ηλικιωμένων

Στόχος: Περισσότεροι στα σπίτια, λιγότεροι στα ιδρύματα.

Εκ πρώτης όψεως και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το προτεινόμενο σχέδιο από το Συμβούλιο Παραγωγικότητας (Productivity Commission), στην κυβέρνηση όσον την αναθεώρηση του συστήματος φροντίδας των ηλικιωμένων φαίνεται και ακούγεται καλό.

Κατ’ αρχήν, οι εσπευσμένες πωλήσεις σπιτιών προκειμένου να εξασφαλίσουν οι ηλικιωμένοι μια θέση σε κάποιο ίδρυμα, φαίνεται ν’ ανήκουν στο παρελθόν.  Αντί αυτού, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να δανειστούν χρήματα πάνω στην αξία του σπιτιού τους, μέσω ενός κυβερνητικού δανείου, και να εξασφαλίσουν την κάλυψη των εξόδων φροντίδας και διαμονής.

Το δάνειο αυτό, να σημειωθεί, δεν είναι αναγκαίο να αποπληρωθεί αμέσως μετά το θάνατο του υπερήλικα, όταν υπάρχει ακόμη στη ζωή η σύντροφός του ή κάποιο ανάπηρο παιδί στο οικογενειακό σπίτι.

Από την άλλη πλευρά, εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν να πουλήσουν το σπίτι τους και να συνεχίσουν να παίρνουν το συνταξιοδοτικό επίδομα, θα μπορούν να καταθέσουν τα χρήματα σε έναν ειδικό λογαριασμό –Age Pensioners Savings Accounts– και να τα χρησιμοποιήσουν κατά βούληση.
Πάνω από ένα εκατομμύριο ηλικιωμένοι Αυστραλοί πολίτες λαβαίνουν σήμερα υπηρεσίες φροντίδας, και ο αριθμός αυτός αναμένεται να φτάσει τα 3.5 εκατ. μέχρι το 2050. Κατά συνέπεια, το κόστος για την κάλυψη των υπηρεσιών αυτών από $10 δις. που είναι σήμερα θα εκτιναχθεί στα $50δις. ετησίως μέσα σε 40 χρόνια.

ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ

Κλειδί του νέου συστήματος θα είναι να δώσει τη δυνατότητα σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ηλικιωμένων Αυστραλών να μείνουν στο σπίτι τους όσο το δυνατόν περισσότερο. «Οι Αυστραλοί, γενικά, επιθυμούν να είναι ανεξάρτητοι και να επιλέξουν οι ίδιοι πού και πώς θα περνούν τη ζωή τους. Επίσης, να είναι κοντά στην οικογένειά τους και στο στενό κοινωνικό περίγυρο που έχουν συνηθίσει να ζουν και το κυριότερο να επιλέξουν το είδος της φροντίδας που οι ίδιοι αισθάνονται ότι χρειάζονται», αναφέρει η μελέτη.

Σύμφωνα με το σχέδιο, οι ηλικιωμένοι θα πληρώνουν μέχρι και 25% των εξόδων της φροντίδας τους, πάντα με βάση τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Η κεντρική φιλοσοφία του νέου συστήματος φροντίδας των ηλικιωμένων είναι ότι οι ίδιοι θα είναι υπεύθυνοι για τα έξοδα διαμονής, είτε αυτοί μένουν στο σπίτι τους, σε βίλλες συνταξιούχων ή σε ιδρύματα, με εξαίρεση εκείνους οι οποίοι δεν έχουν εισόδημα. Σήμερα, με το τρέχον σύστημα, άτομα σε ιδρύματα πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσό που ούτε καν πλησιάζει το ύψος του κόστους της παραμονής τους σ’ αυτά και των υπηρεσιών που δέχονται, αναφέρει το συμβούλιο, προσθέτοντας ότι το κόστος των υπηρεσιών, εκτός από τον τόπο διαμονής και τα τρέχοντα έξοδα, ποικίλει σοβαρά. «Ενδέχεται να ξεκινήσει από $1.000 το χρόνο και να περιλαμβάνει στοιχειώδεις, βασικές διευκολύνσεις, και να φθάσει τις $50.000 για υπηρεσίες σε άτομα τα οποία υποφέρουν από άνοια και μένουν σπίτι τους, $65.000 δε όταν είναι σε ιδρύματα».

ΟΙ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ
Κοιτάζοντας το προτεινόμενο σύστημα σφαιρικά, φαίνεται να δίνεται πιο ευρύ φάσμα επιλογής στους ηλικιωμένους Αυστραλούς αναφορικά με το πώς επιθυμούν να ζήσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.
Η παροχή των κατάλληλων υπηρεσιών στήριξης με την ενθάρρυνση να μείνουν στο σπίτι τους, οι εναλλακτικές λύσεις αναφορικά με την πληρωμή των υπηρεσιών αυτών, στηρίζεται σε θετικές βάσεις.

Εκείνο το οποίο φαίνεται να δημιουργεί διάφορα ερωτήματα είναι τι είδους φροντίδα θα παρέχεται στους μη έχοντες.
Όπως θα πει η διευθύντρια της Αυστραλο-Ελληνικής Κοινωνικής Πρόνοιας Βούλα Μεσημέρη, «θα πρέπει να υπάρξουν διαβεβαιώσεις ότι θα συνεχιστεί και μάλιστα θα ενταθεί η στήριξη και χρηματοδότηση των οργανισμών που προσφέρουν υπηρεσίες σε άτομα μη αγγλοσαξωνικής καταγωγής. Αυτή τη στιγμή η στήριξη είναι σποραδική. Θα πρέπει να γίνει πιο συστηματική και να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι η κατηγορία αυτή των ατόμων –όπως είναι οι υπερήλικες Έλληνες μετανάστες– θα αυξάνεται σε γρηγορότερους ρυθμούς τα επόμενα χρόνια. Θα απαιτηθούν περισσότεροι μεταφραστές και διερμηνείς, περισσότεροι κοινωνικοί λειτουργοί και δίγλωσσοι επαγγελματίες για την προσφορά υπηρεσιών στα σπίτια των υπερηλίκων και στα ιδρύματα. Αν κοιτάξουμε την κατηγορία των ατόμων που πάσχουν από άνοια, η έγκαιρη διάγνωση και η παροχή κατάλληλης φροντίδας του ατόμου που δεν μιλά αγγλικά, αποτελεί μια από τις πλέον επείγουσες ανάγκες. 12.4% των ατόμων που πάσχουν από άνοια δεν μιλούν αγγλικά.

Σήμερα, όπως είμαστε, δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες της ελληνικής παροικίας», θα πει η Βούλα Μεσημέρη, τονίζοντας ότι «η αναδιοργάνωση του συστήματος φροντίδας των υπερηλίκων είναι αναγκαία. Υποστηρίζουμε τις αλλαγές, με βασική προϋπόθεση όμως ότι θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ιδιαιτερότητες των ατόμων μη αγγλοσαξωνικής καταγωγής».

Εντοπίζοντας το θέμα στην ελληνική παροικία θα πει: «Το γεγονός ότι το δυναμικό των Ελλήνων διερμηνέων και μεταφραστών γερνά και δεν υπάρχουν νεότεροι να τους αντικαταστήσουν, δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα. Πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξουν τα κατάλληλα κίνητρα, ώστε να επανδρωθεί η ελληνική παροικία με νέους στο χώρο αυτό», θα καταλήξει η Βούλα Μεσημέρη.

ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΑΝΑΒΟΛΕΣ

Με την αύξηση του πληθυσμού των ηλικιωμένων να αυξάνεται κάθετα το θέμα της αναθεώρησης του συστήματος φροντίδας των ηλικιωμένων δεν γίνεται να πάρει άλλη αναβολή.

Επί της θητείας του ο Τζον Χάουαρντ το απέφυγε επισταμένα και συγκεκριμένα τρομοκρατημένος από τη δυναμική καμπάνια κατά της προτεινόμενης «λύσης», της αναγκαστικής πώλησης των σπιτιών, προτίμησε να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία περισσότερων θέσεων στα ιδρύματα, το 2004,  προκειμένου να βρει προσωρινά την ησυχία του.

Ο Κέβιν Ραντ που τον διαδέχτηκε και κληρονόμησε το αναπόφευκτο πρόβλημα, το ‘πέρασε’ στη συμβουλευτική επιτροπή (Συμβούλιο Παραγωγικότητας) για να κερδίσει χρόνο, αλλά και να αφουγκραστεί τη φωνή των ενδιαφερομένων.
Το Συμβούλιο άνοιξε το θέμα στο κοινό και τον περασμένο Απρίλιο έλαβε 925 διαφορετικές αναφορές υποδείξεων από οργανισμούς και άτομα, ενώ στη συνέχεια προέβη και σε 13 δημόσιες συναντήσεις με τους ενδιαφερόμενους. Αποτέλεσμα, τον Ιανουάριο, να δημοσιευτεί ένα πρώτο σχέδιο για το οποίο το συμβούλιο ζητούσε ξανά τις απόψεις του κοινού.

Σήμερα, η πρωθυπουργός, μελετώντας τις προτάσεις, θα πει ότι δεν είναι έτοιμη ακόμη να πει ούτε ναι, ούτε όχι. Χρειάζεται χρόνος, λέει, «προκειμένου ν’ ακουστούν και  οι απόψεις της ευρύτερης κοινωνίας. Αν μείνουν τα πράγματα όπως είναι, δεν θα είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε στις ανάγκες των Αυστραλών που γερνάνε. Θέλω να δω ένα σύστημα το οποίο προσφέρει περισσότερες επιλογές από αυτό που λειτουργεί σήμερα. Ένα σύστημα που θα είναι οικονομικά βιώσιμο και δίκαιο τόσο γι’ αυτούς στους οποίους προσφέρει τις υπηρεσίες που χρειάζονται, όσο και για την πλατύτερη κοινωνία. Ένα σύστημα, τελικά, που θα έχει τα υψηλότερα επίπεδα ποιότητας. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε για το θέμα αυτό ανοιχτά και ελπίζω να έχουμε την ευκαιρία αυτή σύντομα».

Υποθέτουμε ότι αυτός είναι και ο λόγος που ο ομοσπονδιακός υπουργός για τη Φροντίδα των Ηλικιωμένων Μαρκ Μπάτλερ, θα πάρει τους δρόμους  για να δει, ν’ ακούσει και να εδραιώσει τις απόψεις του λαού, αναφορικά με τις προτάσεις του συμβουλίου. Το ερώτημα που προκύπτει είναι ‘πόσες φορές ακόμη θα ερωτηθεί ο λαός’, και πόσες αλλαγές θα γίνουν μέχρι να μπει σ’ εφαρμογή το τελικό διαμορφωμένο σχέδιο.