Ο Δημήτρης από τη Μοζαμβίκη μαθαίνει ελληνικά στην… Αυστραλία


Όταν μια ογκώδης ελληνική ομογένεια όπως η δική μας, της Αυστραλίας, κρατάει την παράδοση και τη θρησκεία της ζωντανή, της αξίζουν οι δάφνες, αφού το καταφέρνει όλες αυτές τις δεκαετίες μακριά από την πατρίδα. Όταν, όμως, σε μια κοινωνία μόλις 120 Ελλήνων, χτυπούν κάθε Κυριακή οι καμπάνες της εκκλησίας των Αρχαγγέλων στην πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης, με ένα ναό γεμάτο από ομογενείς που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στην Αφρική, τότε δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για ισχυρό Ελληνισμό.

Και γίνεται ακόμα πιο ισχυρή η εικόνα αυτή, αν ξέρουμε ότι οι περισσότεροι (σχεδόν όλοι) Έλληνες της Μοζαμβίκης δεν είναι πρώτης, σπανίως και δεύτερης γενιάς. Είναι εκείνοι που οι πρόγονοι τους πρωτοπήγαν στη Μοζαμβίκη στα τέλη του 19ο αιώνα, εκείνοι, η κοινότητα των οποίων μετρούσε μια περίοδο πάνω από 2.000 Έλληνες.

Βλέπω μπροστά μου ένα μελαχρινό αγόρι, που με κατάλαβε όταν τον χαιρέτησα στα ελληνικά. Γεννημένος από μεικτό γάμο, ενός Έλληνα με καταγωγή από την Ίμβρο και μιας Μοζαμβικιανής, έχει το ελληνικό χάρισμα και τα χαρακτηριστικά, αν και από την Ελλάδα τον χωρίζουν δυο γενιές, η δικιά του και του πατέρα του, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ο δρόμος έφερε την οικογένεια Νικόλα Γιαλιά από την Αίγυπτο στη Ζιμπάμπουε, απ’ όπου ο πατέρας του Δημήτρη κατέληξε στη Μοζαμβίκη πριν μερικές δεκαετίες.

Η πρωτοβουλία του συμπάροικου Νίκου Ντάλλα, όταν τον Νοέμβρη του 2010 είχε ταξιδέψει στη μαύρη ήπειρο, επισκεπτόμενος και την Μοζαμβίκη, βοήθησε ένα ταλαντούχο ελληνόπουλο να φτάσει στις ακτές της Αυστραλίας και να γνωρίσει τους ομοίους του, που σε άλλα μήκη και πλάτη του πλανήτη μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, μακριά από την πατρίδα των γονέων και των παππούδων τους. Η επαφή που σύναψε ο Νίκος Ντάλλας με τον πρόξενο της Ελλάδας στην Μοζαμβίκη κ. Γεράσιμο Μαρκέτο, έφερε στην επιφάνεια μια πραγματικότητα, μια ευκαιρία που δεν είχε δοθεί μέχρι τώρα. Επιλέχθηκε ένας μαθητής να κάνει το ταξίδι στην Μελβούρνη για πέντε εβδομάδες, κατά τη διάρκεια του οποίου θα φοιτούσε στο Alphington Grammar και θα τον φιλοξενούσε μια οικογένεια μαθητή του σχολείου. Στην πραγματοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας βοήθησε, ταυτόχρονα, η ενθουσιώδης ανταπόκριση της Ελληνικής Κοινότητας της Μελβούρνης και του διευθυντή του Alphington Grammar κ. Michael Smith.

 Έτσι, πριν από δυο εβδομάδες βρέθηκε στην Αυστραλία ο 17χρονος Δημήτρης Νικόλαος Μοχάμεντ Ισμαήλ Γιαλιάς, Ελληνομοζαμβικανός, όπως απαντάει στη ερώτηση για την εθνικότητά του. Μέχρι 5 Σεπτεμβρίου, ο Δημήτρης θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την Μελβούρνη και τα κοντινά μέρη της Βικτώριας, και ακόμα σημαντικότερο – να δει και να απολαύσει την ζωή μιας μεγάλης ελληνικής ομογένειας.
«Είναι διαφορετικά εδώ, όπως περίμενα. Πρόκειται για μια ωραία, σύγχρονη και αναπτυγμένη χώρα η οποία ζει με πολύ γρήγορους ρυθμούς» λέει ο Δημήτρης, προσθέτοντας με χαμόγελο ότι προτιμά τον τρόπο ζωής της Μοζαμβίκης.

«Όταν επιστρέψω στη Μοζαμβίκη, θα πω στους φίλους μου ότι δεν υπάρχει πιο όμορφο μέρος από τη χώρα μας. Εκεί έχεις τα πάντα – το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγα λεφτά».

Εντυπωσιακή είναι η αισιόδοξη αυτή άποψή του, αν υπολογίσουμε ότι η Μοζαμβίκη ακόμα έχει αρκετά προβλήματα λόγω υπανάπτυξης. Επιπλέον, μόνο την τελευταία δεκαετία αρχίζει να συνέρχεται από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που διήρκεσε πάνω από δυο δεκαετίες.

Αρκετά ώριμος για την ηλικία του, ο Δημήτρης φαίνεται ότι δεν δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμοστεί σ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής. Εξάλλου, ήταν και ο μοναδικός μαθητής που είχε θάρρος να απολαύσει μια καινούργια εμπειρία, όταν το ίδιο προτάθηκε σε λίγους μαθητές του καινούργιου ελληνικού σχολείου στην πρωτεύουσα Μαπούτο.

Κατά τις δυο εβδομάδες που βρίσκεται στην Αυστραλία, έχει μαζέψει ένα σωρό πράγματα που του έχουν κάνει εντύπωση, θετική ή αρνητική.
Εδώ λέει, όλοι φορούν ζώνες όταν οδηγούν. Και στους αυτοκινητοδρόμους υπάρχουν όρια ταχύτητας. Στην Μοζαμβίκη τα ορίζεις μόνος σου.

Η μητρική του γλώσσα είναι τα πορτογαλικά, που ομιλούνται στη Μοζαμβίκη, μιας και πρώην αποικία της Πορτογαλίας. Στο σχολείο της παροικίας ο Δημήτρης μαθαίνει ελληνικά τα τελευταία δυο χρόνια, ενώ η κουβέντα μας εξελίσσεται στα πολύ καλά αγγλικά του, τα οποία έμαθε από το μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος εργαζόταν στη Νότια Αφρική. Η γνώση της αγγλικής γλώσσας τον βοήθησε να παρακολουθεί καθημερινά και χωρίς πρόβλημα τα μαθήματα στο Alphington Grammar, όλες τις πέντε εβδομάδες. Όπως λέει, απολαμβάνει ειδικά το μάθημα της ψυχολογίας, την οποία δεν είχε ευκαιρία να μελετήσει στην Μοζαμβίκη.
Και τα παιδιά στο σχολείο του έκαναν εντύπωση, γιατί δεν υπακούουν τόσο πολύ τους δασκάλους τους όσο στην Μοζαμβίκη όπου οι δάσκαλοι έχουν ακόμα το πάνω χέρι.

«Επίσης, έχω παρατηρήσει, ότι οι άνθρωποι εδώ δεν σκέφτονται, δεν στενοχωριούνται για το σπίτι τους, για το πού θα μείνουν στον ίδιο βαθμό όπως στη Μοζαμβίκη, όπου υπάρχουν πάρα πολλοί άστεγοι. Μάλλον επειδή δεν είναι τόσο δύσκολο να αποκτήσεις στέγη, όπως στη χώρα μου» μας εξηγεί ο Δημήτρης, φέρνοντας στην επιφάνεια τις διαφορές και τις ομοιότητες που παρατηρεί ένας 17χρονος σε μια απολύτως διαφορετική κοινωνία από εκείνη την οποία γνωρίζει. Λογικά ακούγονται τα λόγια του, αν ξέρουμε πως πρόκειται για μια χώρα όπου το 70% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχιας.

Τον ρωτάω, πόσο δύσκολο ήταν να βρει την ισορροπία μεταξύ των δυο εθνικοτήτων, και αν και οι δυο εθνικότητες στο μεικτό γάμο των γονέων του ήταν εξίσου κυρίαρχες. Χαμογελώντας, κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. Το ελληνικό πνεύμα επικρατεί, καταλαβαίνω. Μετά έμαθα ότι η μητέρα του, από τον βορρά της Μοζαμβίκης, αντάλλαξε το Ισλάμ με την Ορθοδοξία και έμαθε να φτιάχνει όλα τα ελληνικά φαγητά, συμπεριλαμβάνοντας και το αγαπητό του παστίτσιο.
Στη Βόρεια Μοζαμβίκη, όπου η χώρα συνορεύει με την Τανζανία, μένουν πολλοί μουσουλμάνοι. Το νησί Ζανζιβάρη, που ανήκει στην Τανζανία, παλαιότερα ήταν εμπορικό κέντρο και κυβερνιόταν από Σουλτάνο. Άραβες και μουσουλμάνοι έμποροι έκαναν συχνά ταξίδια στις παραλίες της Βόρειας Μοζαμβίκης, και έτσι το Ισλάμ πρωτοήρθε στην χώρα. Αντιθέτως, η υπόλοιπη χώρα επηρεάστηκε πιο πολύ από τον καθολικισμό των Πορτογάλων.

Μιλώντας για τη Μοζαμβίκη και την ελληνική παροικία στην πρωτεύουσα Μαπούτο, ο Δημήτρης λέει ότι όλοι οι Μοζαμβικανοί ενθουσιάζονται όταν ακούν για την Ελλάδα, και θέλουν να μάθουν όσο περισσότερα γίνεται. Ιδού και ο λόγος που από το 2006, με τη συνεργασία των κυβερνήσεων  Ελλάδας και Μοζαμβίκης, αρκετοί Μοζαμβικανοί υπήκοοι βρίσκονται στις στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας με υποτροφία του Υπουργείου Άμυνας.

 Έχοντας στο νου του αυτήν τη στιγμή τις σπουδές, που σκοπεύει να κάνει στο Μαπούτο, ο Δημήτρης σκέφτεται κιόλας το στρατό. Αν και στην Μοζαμβίκη η στρατιωτική θητεία δεν είναι υποχρεωτική, ο πατέρας του λέει ότι «πρέπει να πάει». Είναι γεγονός ότι όσοι τελειώνουν το στρατό στη Μοζαμβίκη, έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να βρουν δουλειά, ο Δημήτρης όμως σκοπεύει να κάνει τη θητεία του στην Ελλάδα.

Μου κάνει εντύπωση πώς ένα μικρό παιδί, τρίτης γενιάς μεταναστών, από μεικτό γάμο, νιώθει την Ελλάδα τόσο κοντά του. Όπως κατάλαβα, έφταιγε ο πατέρας του Δημήτρη, ο οποίος έκανε το ελληνικό πνεύμα να κυριαρχεί στην οικογένεια που απέκτησε.

«Η παροικία είναι τόσο μικρή, που όλοι ξέρουμε ο ένας τον άλλον. Τις Κυριακές, η εκκλησία μας είναι γεμάτη, πηγαίνουμε σχεδόν όλοι» λέει ο Δημήτρης.
Το μικρό μέγεθος της παροικίας και η έλλειψη ελληνικού σχολείου, δεν εμπόδισαν την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στη Μοζαμβίκη. Αποκλειστικά με τη μεγάλη θέληση των μετρημένων ελληνικών οικογενειών του Μαπούτο, μετέβη πριν από δυο χρόνια στη Μοζαμβίκη η διορισμένη δασκάλα Λαμπρινή Κολαΐτη-Atzoulet, ενώ φέτος τον Φεβρουάριο άνοιξε τις πόρτες του το καινούργιο ελληνικό σχολείο.

Με την κ. Κολαΐτη ο Δημήτρης ξεκίνησε πέρυσι να μαθαίνει ελληνικά, δείχνοντας τη μεγάλη θέληση να μάθει καλά την γλώσσα της καταγωγής του.
«Νιώθω ότι έχω χρέος να το κάνω αυτό» εξηγεί ο Δημήτρης, ευελπιστώντας ότι θα του δοθεί η ευκαιρία να ξαναπάει στην Ελλάδα σύντομα. Έκανε δυο ταξίδια στην Ελλάδα το 2006 και το 2008, όπου συμμετείχε στην Μαθητιάδα Σερρών μαζί με Ελληνόπουλα από όλο τον κόσμο.

ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΜΟΖΑΜΒΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΙΟΠΛΟΪΑ ΛΕΙΖΕΡ
Ο Δημήτρης έθεσε πολλούς στόχους– να μάθει ελληνικά, να πάει στο πανεπιστήμιο, να τελειώσει το στρατό, να γίνει καλός αθλητής.
 Μια από τις μεγαλύτερες αγάπες του είναι το άγνωστο σε πολλούς άθλημα «ιστιοπλοΐα λέιζερ».

Πέρυσι τον Απρίλιο, ο Δημήτρης βρέθηκε στην Αλγερία, όπου εκπροσωπούσε τη Μοζαμβίκη στο πρωτάθλημα αφρικανικής νεολαίας, με μελλοντικό στόχο τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

 «Ξεκίνησα να ασχολούμαι με την ιστιοπλοΐα λέιζερ πριν από 8 χρόνια, επειδή το έκανε και ο πατέρας μου. Το άθλημα θέλει πολύ δύναμη και αυτοσυγκέντρωση» λέει ο Δημήτρης, προσθέτοντας ότι θα ήθελε να γίνει επαγγελματίας στο άθλημα που διάλεξε.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Woodward – ΦΙΛΟΞΕΝΟΙ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ

Τις εβδομάδες που θα περάσει στην Αυστραλία, τον Δημήτρη υποδέχεται η οικογένεια της Στέλλας και του Γκρεγκ Woodward, που έδειξαν ενδιαφέρον να φιλοξενήσουν ένα ελληνόπουλο από τη Μοζαμβίκη.

Ένα από τα κίνητρα ήταν το γεγονός ότι ο μικρότερος γιος τους Andrew είναι συνομήλικος του Δημήτρη.
«Πήραμε το e-mail από το σχολείο όπου πηγαίνει ο μικρότερος γιος μας, το Alphington Grammar, μέσω του οποίου το σχολείο προσπαθούσε να βρει τις οικογένειες που θα υποδέχονταν και θα φιλοξενούσαν τον Δημήτρη. Μετά από τη συζήτηση με τα παιδιά, αποφάσισα να ανταποκριθώ» εξηγεί η Στέλλα, Ελληνίδα παντρεμένη με Αυστραλό.

Εκτός του Δημήτρη και του Andrew, ο μικρότερος γιος της Στέλλας, ολόκληρη η οικογένεια μαθαίνει για τη Μοζαμβίκη, χώρα που μέχρι να έρθει ο Δημήτρης ήταν παντελώς άγνωστη σε αυτούς. Είναι μια εμπειρία που ανοίγει τον ορίζοντα όλων  και κάνει τους ανθρώπους να εκτιμούν περισσότερο τον τρόπο ζωής και τις ευκαιρίες που έχουν στην Αυστραλία, αντί να τον εκλαμβάνουν ως δεδομένο.

H ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Μιλάω με τον Νίκο Ντάλλα, πριν δημοσιευθεί το άρθρο για το μικρό μας φίλο, ο οποίος έφτασε στην Αυστραλία χάρη στη δική του ιδέα. Το Σάββατο ο Δημήτρης είχε την ευκαιρία να ακούσει ζωντανά τα ρεμπέτικα τραγούδια των μαθητών του ημερήσιου κολλεγίου «Άγιοι Ανάργυροι» στο Oakleigh. Έμαθα ότι ο Δημήτρης πέρασε πολύ ωραία, απολαμβάνοντας μια από τις λίγες ευκαιρίες που έχει να ακούσει την ζωντανή ελληνική μουσική, και μάλιστα από συνομηλίκους τους μαθητές, κάτι διαφορετικό από τα καθημερινά ακούσματα του πατέρα του.

Έμαθα και ότι χαμογελούσε με την καρδιά του όταν ένα παλικάρι, μέλος της χορευτικής ομάδας, άρχισε να πετά χαρτονομίσματα στους μουσικούς. Έτσι, είπε, κάνει πάντα και ο πατέρας του, Έλληνας γεννημένος και μεγαλωμένος στη μαύρη ήπειρο.

Με λίγα μέσα και πολύ θέληση, ο Δημήτρης από τη Μοζαμβίκη θα μπορούσε να είναι ζωντανό παράδειγμα συνεργασίας των ελληνικών παροικιών σ’ όλο τον κόσμο.