Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873) ήταν γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας.
Άρχισε να γράφει στίχους το 1864, αλλά τα πιο αξιόλογα ποιήματά του άρχισαν να δημοσιεύονται κατά το 1866, με την εμφάνισή στον πανεπιστημιακό Βουτσιναίο διαγωνισμό (από το όνομα του αθλοθέτη του Ιωάννη Βουτσινά) με τη μικρή ποιητική συλλογή «Στόνοι» που βραβεύεται. Το 1867, υποβάλλει τη συλλογή «Χελιδόνες» που αποσπά έπαινο. Την ίδια εποχή, έρχεται στο φως και μια άλλη συλλογή με τίτλο «Έτεραι ποιήσεις». Ακολούθησαν οι επικολυρικές συλλογές «Ορφεύς» και «Πυγμαλίων» το 1868 και 1869. Μετέπειτα ήρθε η συλλογή «Χαρακτήρες», που αποτελεί συλλογή «ιδιορρύθμων πεζών διαλογικών έργων, ηθικού ή κοινωνικού ως επί το πλείστον θέματος». Παράλληλα, ασχολήθηκε με το θέατρο και τη φιλοσοφική έρευνα.

Γράφει ο Κωστής Παλαμάς το 1934: «Ανάμεσα στους ποιητάς που κρατήσανε στην Αθήνα τα σκήπτρα του τραγουδιού, από τα 1865 ίσαμε τα 1873, ο Παπαρρηγόπουλος ξεχωρίζει…» και «Ο Παπαρρηγόπουλος είναι ποιητής με χαρακτήρα, πέρα ως πέρα… Φιλόσοφος ποιητής, είτε πλαταίνει και φέρνει τα δικά του βάσανα ίσα με τα σύνορα του κοσμικού, είτε φορτώνεται στους ώμους του τα οσμικά βάσανα, μοιρολογώντας τα σα να ήτανε δικά του. Τα τραγούδια του, σφραγισμένα από την ίδια μαυροκόκκινη σφραγίδα του πεσσιμισμού…»

Οι περισσότεροι από όσους έχουν ασχοληθεί με το έργο του Παπαρρηγόπουλου, λένε ότι κατείχε σημαντική θέση στην ελληνική λογοτεχνία που θα ήταν ακόμα σημαντικότερη εάν δεν πέθαινε νέος. Και πράγματι, ήταν από τους κορυφαίους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, πεισιθάνατος, ελεγειακός, συγκίνησε πραγματικά στην εποχή του. Η ποίησή του εκφράζει βαθύ σπαραγμό ψυχής και διακρίνεται για το συγκινημένο στοχασμό, την απαισιοδοξία και τον άκρατο ρητορισμό.

Ο ποιητής συμμετείχε σε ομάδα νέων ποιητών που αντιδρούσαν στις νεοκλασικιστικές υποδείξεις της συγκράτησης, του μέτρου και της αρμονίας, δημοσιεύοντας σειρά προκλητικών, σκόπιμα βλάσφημων και αθεϊστικών έργων, επιδιώκοντας να υπονομεύσουν το κυρίαρχο δόγμα της ελληνοχριστιανικής συνέχειας. Η ιδιοτυπία αυτής της αντίδρασης είναι ότι εκφράζεται μέσα από έργα με θέματα από την αρχαιότητα με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα ιδιότυπο μείγμα ρομαντικής έκφρασης μέσα σε κλασικιστικό ένδυμα, κάτι που χαρακτηρίζει, άλλωστε, μεγάλο μέρος του ελληνικού ρομαντισμού.

Ο Δ. Παπαρρηγόπουλος συνδυάζεται τη λατρεία για κάθε τι το κλασικό με το λυρικό ρομαντισμό, επηρεασμένος μάλλον από την πεισιθάνατη διάθεση του Ιταλού ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837), που είχε διαδοθεί και στην ευρωπαϊκή ποίηση στην περίοδο της παρακμής του ρομαντισμού (εξ ου και ο όρος λεοπαρντισμός με τον οποίο τον χαρακτηρίζουν ο Παλαμάς και άλλοι μελετητές). Μαζί με τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη επονομάσθηκαν «πεισιθάνατοι» ή «ολοφυρόμενοι», εξαιτίας της μεγάλης απαισιοδοξίας που διαπνέει το ποιητικό τους έργο.

Ο ελληνικός ρομαντισμός –του οποίου ο Δ. Παπαρρηγόπουλος υπήρξε από τους βασικότερους εκπροσώπους– αντλεί τα κύρια χαρακτηριστικά του από τη φυσική ζωή, την ελευθερία, τον αυτοσχεδιασμό, τη μελαγχολική διάθεση, το θάνατο και την απαισιόδοξη αντιμετώπιση του έρωτα, στοιχεία εν δυνάμει παρόντα στη λαϊκή παράδοση και τη δημοτική ποίηση.

Όψιμα θανατολάγνος, καθώς γράφει στις ύστερες φάσεις της ρομαντικής περιόδου, παρομοιάζει «το παρελθόν ως σάβανον» και «τη λήθην κοιμητήριον», ενώ ολόκληρο το ποίημά του είναι δομημένο με αντιστίξεις, δίπολα, έννοιες που παλεύουν μεταξύ τους, όπως πένθος-ευτυχία, σκότος-φως, ζώντας-αποθανώντας το αντιφατικό ρομαντικό περιεχόμενο των οποίων αντιτίθεται στο διαφωτισμό που κοιτάζει σταθερά προς την πλευρά της ζωής.
Στο θάνατο οδηγήθηκε από μια ιδιότυπη απεργία πείνας το 1873.