Ματαιοπονεί η αξιωματική αντιπολίτευση. Το «σκάνδαλο» Craig Thomson –του Εργατικού βουλευτή Dobell της Νέας Νότιας Ουαλίας, ο οποίος κατηγορείται για αδιακρισίες κατά τη διάρκεια της θητείας του ως γραμματέας του συνδικάτου Εργαζομένων στη Βιομηχανίας Παροχής Υπηρεσιών– δεν πρόκειται να ρίξει την κυβέρνηση Γκίλαρντ.

Το «σκάνδαλο» Thomson, που ο Συνασπισμός κρατά στην επικαιρότητα με πεζοδρομιακές μεθόδους για να καλύπτει την πολιτική γύμνια του, φθείρει την κυβέρνηση ηθικά, αλλά δεν πρόκειται να την βλάψει πολιτικά, ακόμη και αν η αστυνομική έρευνα επιβεβαιώσει τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τον κ. Thomson κατά τον πρότερο βίο του. Και τούτο, διότι πιθανή καταδίκη του κ. Thomson από ποινικό δικαστήριο και εξοστρακισμός του από το εθνικό κοινοβούλιο δεν πρόκειται να συμβούν κατά τη διάρκεια της παρούσης θητείας της βουλής.

Η κυβέρνηση απειλείται άμεσα από την ανισόπεδη ανάπτυξη της οικονομίας και, κυρίως, από πρακτικές της ευημερούσας εξορυκτικής βιομηχανίας που πλήττουν άμεσα τη σπονδυλική στήλη της εθνικής οικονομίας, τη μεταποιητική βιομηχανία (Manufacturing industry).

Η πρόσφατη απόφαση της εταιρείας Blue Scope, να απολύσει 1000 εργαζόμενους και να ακυρώσει συμβόλαια με 400 εργολάβους, εξ αιτίας της φθίνουσας ζήτησης των εγχώριων προϊόντων της από τις χρυσοφόρες βιομηχανίες εξόρυξης και εμπορίας μεταλλευμάτων, επιβεβαίωσε τη βαθμιαία ολίσθηση σε ύφεση της μεταποιητικής βιομηχανίας, του κλάδου της αυστραλιανής οικονομίας που απασχολεί το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων.

Οι διεθνείς κολοσσοί, που λυμαίνονται τους φυσικούς πόρους της Αυστραλίας και οι επιχειρηματικές δραστηριότητές τους που επιδοτούνται από τους Αυστραλούς φορολογουμένους, εισάγουν πρώτες ύλες και εξοπλισμό από το εξωτερικό, αντί να χρησιμοποιούν πρώτες ύλες και εξοπλισμό που παράγονται στην Αυστραλία.
Κολοσσοί όπως η BHP Billiton, που στην αρχή της εβδομάδας ανακοίνωσε κέρδη-ρεκόρ 22,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το λήξαν οικονομικό έτος, εξάγουν χρήματα και δουλειές στο εξωτερικό αδιαφορώντας για τις συνέπειες της πρακτικής τους επί της εθνικής οικονομίας.
Υπολογίζεται, ότι η εισαγωγή πρώτων υλών και εξοπλισμού από το εξωτερικό θα νεκρώσει σταδιακά την εγχώρια μεταποιητική βιομηχανία με αναπόφευκτες συνέπειες την αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών, τη μείωση του εθνικού εισοδήματος από την εξόρυξη και εξαγωγή ορυκτών μετάλλων, την αύξηση της ανεργίας.

Η μεταποιητική βιομηχανία μετρά, ήδη, τις σοβαρές απώλειές της, προειδοποιεί για μεγαλύτερες απώλειες και ζητά την άμεση λήψη μέτρων για την αποτροπή της καθίζησης του κλάδου. Η κυβέρνηση διατείνεται, ότι «τα χέρια της είναι δεμένα» από την πολιτική κατά «του προστατευτισμού», που ασκεί η Αυστραλία μετά την απελευθέρωση της εθνικής οικονομίας από τις πρώην Εργατικές κυβερνήσεις Χοκ και Κίτινγκ.

Ακόμη και αριστερά στελέχη της κυβέρνησης Γκίλαρντ, όπως ο υπουργός Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και Ευρεσιτεχνίας γερουσιαστής Κιμ Καρ, μηνύουν στη μεταποιητική βιομηχανία, ότι η επιβίωσή της εξαρτάται απόλυτα από την ανταγωνιστικότητά της και αποκλείουν το ενδεχόμενο «κυβερνητικής παρέμβασης» κατά της εισαγωγής υλών και εξοπλισμού από το εξωτερικό.

Σε άλλες εποχές, ο κ. Καρ και άλλα στελέχη της αριστεράς του Εργατικού Κόμματος, θα είχαν κηρύξει πόλεμο στον/στην πρωθυπουργό, απαιτώντας την άμεση παρέμβαση της κυβέρνησης υπέρ της εγχώριας βιομηχανίας. Η κυβέρνηση αποκλείει παρέμβασή της υπέρ της εγχώριας βιομηχανίας, φοβούμενη αντίποινα από μικρούς και μεγάλους εμπορικούς μας εταίρους, που απορροφούν μεταλλεύματα και άλλα αυστραλιανά προϊόντα. Και είναι βάσιμοι οι φόβοι της, αν και υπάρχουν τρόποι σιωπηρής ρύθμισης του προβλήματος,

Διακινδυνεύει, όμως, η κυβέρνηση την αλλοτρίωση της βάσης του Εργατικού Κόμματος διότι, τεκμηριωμένα, οι εργαζόμενοι στη μεταποιητική βιομηχανία είναι η μεγάλη δεξαμενή ψήφων των Εργατικών.

Ο μέσος ψηφοφόρος διαφωνεί ριζικά -και θα εκφράσει τη διαφωνία του στην κάλπη- με την πολιτική επιδότησης κλάδων της βιομηχανίας που εξάγουν το μόχθο του στο εξωτερικό. Το συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων στη μεταποιητική βιομηχανία, που πρόσκειται στην κυβέρνηση, έριξε τις πρώτες βολές. Θα ακολουθήσουν κι άλλες.

Η εξορυκτική βιομηχανία είναι ο ισχυρότερος κλάδος της εθνικής οικονομίας, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κοινοπολιτειακού θησαυροφυλακίου για το τρέχον οικονομικό έτος θα παράξει το 10% του εθνικού εισοδήματος θα καλύψει το 57% περίπου των εξαγωγών.

Η σημασία του κλάδου για την αυστραλιανή οικονομία καθιστά την κυβέρνηση διστακτική να παρέμβει. Προκύπτει, όμως, το εύλογο ε ρώτημα: Μέχρι πότε θα επιτρέπουν κυβερνήσεις της Αυστραλίας σε διεθνείς κολοσσούς να θησαυρίζουν εκμεταλλευόμενοι το μη ανανεώσιμο εθνικό πλούτο της χώρας; Πολύ δε περισσότερο, μέχρι πότε θα επιτρέπουν οι κυβερνήσεις την ομηρία της εθνικής οικονομίας από τις άπληστες πολυεθνικές με την απειλή της μεταφοράς των επενδύσεών τους σε άλλες χώρες;

Το επιχείρημα της κυβέρνησης Γκίλαρντ, ότι η μελλοντική φορολόγηση των υπερκερδών της εξορυκτικής βιομηχανίας δεν αποζημιώνει το μικρομεσαίο επιχειρηματία που ζει με τον διαρκή φόβο της χρεοκοπίας, μήτε τον εργαζόμενο που χει με τον καθιερωμένο εφιάλτη της απόλυσης.
Η μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση Γκίλαρντ δεν είναι η εξάντληση της θητείας της. Είναι η ανάκτηση των παραδοσιακών ψηφοφόρων που έχει χάσει το Εργατικό Κόμμα και αυτούς που θα χάσει, αν δεν προστατέψει το ψωμί απειλούμενων εργατών της μεταποιητικής βιομηχανίας.