Όταν εδώ και μερικούς μήνες πρωτοδιάβασα για το περίεργο βιβλιαράκι του Στεφάν Εσέλ «Αγανακτήστε!» (πρωτοκυκλοφόρησε στη Γαλλία με τον τίτλο «Indignez-vous!» το 2010) που έφερε τα πάνω κάτω, όχι μόνο στη χώρα έκδοσής του αλλά και σ’ ολόκληρη τη γηραιά ήπειρο, βρέθηκα σε αδιέξοδο. Ενώ ήθελα διακαώς να το διαβάσω αμέσως, δεν είχα καμία πρόσβαση σ’ αυτό αφού δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει ούτε στα ελληνικά ούτε στα αγγλικά. Η άρση του αδιεξόδου μου σημειώθηκε πρόσφατα μ’ έναν αναπάντεχο τρόπο –όπως κάποτε συμβαίνει στους ανθρώπους του σιναφιού μου– όταν ο αυστραλιανός εκδοτικός οίκος Scribe μου έστειλε το συγκεκριμένο βιβλίο, που μόλις είχε κυκλοφορήσει στα αγγλικά, ζητώντας μου να γράψω μια βιβλιοκριτική!…
Πριν αναφερθώ, όμως, σ’ αυτό το βιβλιαράκι, το οποίο διέψευσε όλες τις Κασσάνδρες και έγινε παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο σε χρόνο-ρεκόρ, θα ήθελα να δώσω αδρομερώς το στίγμα της αυστραλιανής του έκδοσης:
Συγγραφέας ένας άγνωστος, στο ευρύ κοινό, τέως αντιστασιακός συνταξιούχος, 93 ετών.
Θέμα, η αγανάκτηση και η εξέγερση, όχι μόνο των Γάλλων αλλά όλων των ανθρώπων του πλανήτη προκειμένου να υπερασπισθούν και διεκδικήσουν μαχόμενοι τις «κοινωνικές αξίες της σύγχρονης δημοκρατίας», γυρνώντας την πλάτη στη λατρεία και θεοποίηση του χρήματος και την παντοδυναμία των αγορών, έτσι ώστε να αλλάξει η κοινωνία προς το καλύτερο.
Πρωτοτυπία: καμία.
Συγγραφικές/λογοτεχνικές επιδιώξεις-αξιώσεις: καμία.
Χρόνος ανάγνωσης: περίπου ένα τέταρτο.
Εκδοτικό στάτους: παγκόσμιο μπεστ σέλερ (με 1,5 εκατομμύριο πωλήσεις μόνο στη Γαλλία), όταν οι Γάλλοι εκδότες του δεν περίμεναν ότι θα ξεπερνούσε λίγες εκατοντάδες αντίτυπα…
Σελίδες: μόλις 18 (του κυρίως κειμένου), 27 συνολικά (με τις υποσημειώσεις και το βιογραφικό του συγγραφέα). Ας σημειωθεί ότι για να… φτουρήσει και να γίνει πιο εντυπωσιακό σε όγκο, οι εκδόσεις Scribe αναγκάστηκαν να το παρουσιάσουν σε δίγλωσση έκδοση (αγγλικά-γαλλικά) αυξάνοντας συνολικά τις σελίδες του σε 57!
Τιμή: 9.95 δολάρια.
Το παράδοξο μ’ αυτό το μικρόν το δέμας, αλλά μεγάλο σε όραμα βιβλίο, είναι ότι, μολονότι δεν κομίζει γλαύκα ες Αθήνας, ήτοι δεν παρουσιάζει κάτι το εξαιρετικά συνταρακτικό, πρωτοποριακό ή καινοτόμο –τουναντίον μάλιστα δεν αποκλείεται ορισμένοι αναγνώστες να το βρουν κοινότοπο, ντεμοντέ και ανιαρό– εντούτοις έχει τη δύναμη να συγκινεί, να ενθουσιάζει και να συνεπαίρνει.
Αυτό φρονώ ότι συμβαίνει επειδή το μικρό αυτό κείμενο, αν κι έχει τα χαρακτηριστικά ενός καθ’ όλα μαχητικού μανιφέστου, εντούτοις δεν το διακρίνει κανένας δογματισμός. Και ίσως αυτή να είναι και η μεγαλύτερη αρετή του αφού ο αναγνώστης δεν έχει λόγους να το υποψιάζεται (δεδομένου ότι δεν κρύβει καμία σκοπιμότητα), αλλά να το εμπιστεύεται ανεπιφύλακτα. Σ’ αυτό, βέβαια, συμβάλλει τα μέγιστα και ο απλός, ζεστός λόγος του, καθώς και το διάχυτο πνεύμα ανθρωπισμού που διαποτίζει κάθε του σελίδα. Ενός ανθρωπισμού που έχει τις ρίζες του στις μεγάλες ευρωπαϊκές αξίες οι οποίες αντιστάθηκαν στη λαίλαπα του φασισμού, ναζισμού και σταλινισμού και βοήθησαν τους ανθρώπους να υπερβούν τα δεινά που αυτοί οι «-ισμοί» συσσώρευσαν και να προχωρήσουν μπροστά.
Επιπλέον, το μυστικό της απήχησης του εν λόγω βιβλίου έγκειται στην ανιδιοτέλεια, τον αυθορμητισμό, την αμεσότητα και την ειλικρίνεια των ιδεών, των σκέψεων, των συναισθημάτων και μηνυμάτων του συγγραφέα. Στο ότι ο τελευταίος δεν φιλοδοξεί να κάνει τίποτα περισσότερο ή λιγότερο απ’ το να μας υπενθυμίζει –ιδιαίτερα στους νέους– τα αυτονόητα: Ότι δηλαδή μετά από τις τόσες ανυπολόγιστες θυσίες κι εκατόμβες της δικής του προπολεμικής γενιάς (θυμίζουμε ότι ο συγγραφέας, ως επιζών στρατοπέδων συγκέντρωσης, καθότι εβραϊκής καταγωγής, υπήρξε συντελεστής της οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1948), η ανθρωπότητα αντί να πηγαίνει μπροστά κάπου έχασε τον μπούσουλά της. Έτσι, μετά από μια εντυπωσιακή μεταπολεμική περίοδο υλικής ευμάρειας και αχαλίνωτου καταναλωτισμού, έχει εισέλθει σε μια επικίνδυνη ατραπό πισωγυρισμάτων όπου διακυβεύονται όλα εκείνα τα οράματα, ιδανικά, αξίες και κατακτήσεις για τα οποία αγωνίστηκαν οι προγενέστεροι.
Γι’ αυτό και το βιβλιαράκι αυτό λειτουργεί ως «κώδωνας κινδύνου» με τον οποίο επιδιώκει να αφυπνίσει όλους (κυρίως όμως του νέους) να βγουν από το τέλμα της αδιαφορίας και απραξίας (απότοκα της κουλτούρας που διαμόρφωσε η ευημερία, ο καταναλωτισμός και η ευκολία) κάνοντας έκκληση για μια ειρηνική αγανάκτηση, αντίσταση κι εξέγερση ενάντια σε οτιδήποτε κίβδηλο και φανταχτερό τους παρουσιάζεται ως η μόνη προοπτική ζωής και πολιτισμού μέσα από τη μαζική κατανάλωση και τον ξέφρενο ανταγωνισμό.
Μελετημένος και ψαγμένος συγγραφέας και άνθρωπος, με πλουσιότατες εμπειρίες από την πολυκύμαντη ζωή του, έχοντας αναμετρηθεί πλειστάκις με το θάνατο κι έχοντας καταφέρει να επιζήσει κοντά έναν αιώνα, ο Εσέλ δεν μπορεί παρά να παραμένει αθεράπευτα οπτιμιστής. Εξ ου και, αντί για μια καταστροφολογική θεώρηση της ιστορίας της ανθρωπότητας, είναι υπέρμαχος της πιο αισιόδοξης εκδοχής και προοπτική της αφού, όπως διατείνεται, ή πορεία της (της ιστορίας της ανθρωπότητας) δεν είναι μόνο μια αλληλουχία καταστροφών αλλά και προόδου. Κι ακόμη, ως οπαδός του Σαρτρ (ιδρυτή της φιλοσοφίας του υπαρξισμού) ο Εσέλ αποδίδει μέγιστη σημασία στην υπευθυνότητα που οφείλει να έχει ο άνθρωπος, αντί να εναποθέτει τον εαυτό του, τις ελπίδες και τη μοίρα του σε άλλον/ους – είτε πρόκειται για εγκόσμια είτε για μεταφυσική εξουσία. Απ’ αυτή την άποψη, ο σημερινός άνθρωπος έχει κάθε λόγο ή οφείλει να βρει λόγους για να αγανακτήσει και να κινητοποιηθεί, έστω κι αν – όπως ομολογεί – η μεταπολεμική και ιδιαίτερα η σημερινή κατάσταση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη ή πρόσφορη όσο εκείνη λ.χ. της αντιναζιστικής περιόδου.
Περισσότερο και από «μανιφέστο», στον σημερινό αβέβαιο κόσμο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και των ποικιλόμορφων άλλων επιμέρους «κρίσεων», το κείμενο του Εσέλ, εκτός από ένα αποχαιρετιστήριο αντίο (αφού «το τέλος δεν είναι μακριά» γι’ αυτόν, όπως λέει) είναι ταυτόχρονα και μια προσωπική παρακαταθήκη-νουθεσία προς τη νέα γενιά για να πάρει τις ευθύνες και το μέλλον στα χέρια της και να μην εναποθέτει τη μοίρα της στα χέρια της πολιτικής εξουσίας. (Ελπίζω να ακούσουν καλά αυτό το μήνυμα οι απελπισμένοι, άνεργοι νέοι της Ελλάδος, της Ευρώπης αλλά και της Αυστραλίας…).
Υπό άλλες συνθήκες, βέβαια, το ολιγοσέλιδο αυτό κείμενο θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί αναχρονιστικό, αφήνοντας τους πάντες παγερά αδιάφορους. Στη σημερινή παγκόσμια συγκυρία, όμως, και προερχόμενο από έναν άνθρωπο με την παιδεία, τη σοφία και – προπάντων – τα βιώματα και τις αγωνιστικές περγαμηνές του Εσέλ, το περί «αγανάκτησης» κήρυγμά του προσλαμβάνει εντελώς ξεχωριστές διαστάσεις. Μια φρέσκια φωνή από το παρελθόν παρεμβαίνει δυναμικά και καίρια για να αποτιμήσει θαρραλέα το παρόν και να διαμορφώσει καθοριστικά το μέλλον. Ακόμη κι υποθέσουμε ότι το «κήρυγμα» του Εσέλ ακούγεται για κάποιους ουτοπικό, δεν έχουμε την πολυτέλεια να το αγνοήσουμε, ιδιαίτερα στη ρευστή, χαώδη και ταραγμένη εποχή μας.
Λέγεται ότι ένα (οποιοδήποτε) βιβλίο δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει τον κόσμο. Ίσως. Ωστόσο, λίγο πριν ή λίγο μετά τη δημοσίευση αυτής της μικρής «Βίβλου», εκατομμύρια άνθρωποι, στην Ευρώπη κυρίως αλλά και αλλαχού, αυτοαποκαλούμενοι «Αγανακτισμένοι» βγήκαν μαζικά στους δρόμους και τις κεντρικές πλατείες των μεγαλουπόλεων για να διαμαρτυρηθούν και διαδηλώσουν ειρηνικά για μια καλύτερη ζωή. Αναρωτιέμαι κατά πόσο αυτό ήταν συμπτωματικό…
Υ.Γ.: Κάτι μου λέει ότι όσο συνεχίζεται και επιδεινώνεται η αβεβαιότητα, η οικονομική κρίση και η ανεργία διεθνώς, το «Αγανακτήστε!» του Εσέλ δεν θα πάψει να ενσαρκώνει τη μικρή «Βίβλο» και να αποτελεί την αιχμή του δόρατος των απανταχού «Αγανακτισμένων».
(Σημ.: Θερμές ευχαριστίες στις εκδόσεις Scribe για την ευγενική αποστολή του βιβλίου τους).
*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, λογοτέχνης, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας.