Βαθύ προβληματισμό έχει προκαλέσει στην εκπαιδευτική οικογένεια της παροικίας η πρόταση των μελών της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελληνισμού (ΠΑΔΕΕ) για χρηματοδότηση της ελληνομάθειας από τον Ελληνισμό της διασποράς.
Στην πρόσφατη, Όγδοη Διάσκεψη της Επιτροπής στην Αθήνα, οι 29 κοινοβουλευτικοί της διασποράς –επτά εκ των οποίων από την Αυστραλία– συζήτησαν, μεταξύ άλλων, όπως αποκάλυψε η αγγλική έκδοση του Νέου Κόσμου, την ανάληψη του κόστους διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού από τις κοινότητες της διασποράς.
Βασικοί άξονες συζήτησης ήταν η δυνατότητα της δεινοπαθούσης οικονομικά Ελλάδας να συνεισφέρει για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού στο εξωτερικό και η ιεράρχηση των εκπαιδευτικών προτεραιοτήτων του εθνικού κέντρου, ώστε οποιαδήποτε παροχή της Ελλάδας για την ελληνομάθεια να διατίθεται σε χώρες που δεν ασκούν πολυπολιτισμική πολιτική, άρα δεν ενισχύσουν χρηματικά τη διδασκαλία γλωσσών.
Οι κοινοβουλευτικοί της διασποράς συζήτησαν με τους ελλαδίτες συναδέλφους τους την κατάργηση του θεσμού των αποσπασμένων εκπαιδευτικών στην Αυστραλία και σε άλλες χώρες, που οι ελληνικές κοινότητες έχουν τη δυνατότητα να μισθοδοτούν δασκάλους και καθηγητές της ελληνικής γλώσσας από δικούς τους πόρους.
Η συζήτηση αυτή έγινε ερήμην του ελληνισμού της Αυστραλίας. Όπως δήλωσε στο «Νέο Κόσμο» ο πρόεδρος της ΠΑΔΕΕ, πρώην υπουργός Γιάννης Πανταζόπουλος, ο ίδιος και οι άλλοι Ελληνοαυστραλοί βουλευτές και γερουσιαστές που συμμετείχαν στη Διάσκεψη, δεν συζήτησαν το θέμα με την ομογένεια πριν την αναχώρησή τους για την Αθήνα.
«Στη διάσκεψη έγινε ανταλλαγή απόψεων με τους κοινοβουλευτικούς άλλων περιοχών της διασποράς και ελλαδίτες συναδέλφους μας, για το πώς θα μπορέσουμε να απαλλάξουμε την Ελλάδα από το κόστος διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε περιοχές της διασποράς που η διδασκαλία της γλώσσας μας επιδοτείται από τις τοπικές κυβερνήσεις.
Για παράδειγμα, στην Αυστραλία που η διδασκαλία της γλώσσας μας επιδοτείται από την κοινοπολιτειακή και τις πολιτειακές κυβερνήσεις, έχουμε δεκάδες αποσπασμένους εκπαιδευτικούς από την Ελλάδα. Άλλες περιοχές της διασποράς δεν έχουν αυτό το προνόμιο. Συζητήσαμε, λοιπόν, αν θα ήταν ωφελιμότερο η Ελλάδα να αποσπά εκπαιδευτικούς σε ελληνικές κοινότητες που δεν στηρίζονται οικονομικά από τις ξένες κυβερνήσεις».
Στην παρατήρησή μας ότι ο αριθμός των μαθητών και μαθητριών που σπουδάζουν την ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των μαθητών και μαθητριών του υπόλοιπου αγγλόφωνου κόσμου, άρα οι ανάγκες μας είναι αυξημένες, ο κ. Πανταζόπουλος απάντησε.
«Δεν πήραμε αποφάσεις, ανταλλαγή απόψεων έγινε με κριτήριο την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και τις ανάγκες κάποιων περιοχών της διασποράς».
Ρωτήσαμε τον κ. Πανταζόπουλο, γιατί ενεπλάκησαν σε τέτοια συζήτηση, εν αγνοία του Ελληνισμού της Αυστραλίας και σε περίοδο που η βοήθεια της Ελλάδας συνυπολογίζεται στις βασικές προϋποθέσεις για την περίληψη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών.
«Σας είπα, δεν πήραμε αποφάσεις, ανταλλαγή απόψεων έγινε. Εν καιρώ θα διαβουλευτούμε με την παροικία και θα διαμορφώσουμε γνώμη και πρόταση» είπε.
Η δημοσιονομική λιτότητα που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση έπληξε την ελληνομάθεια στην Αυστραλία. Στις αρχές του έτους το Υπουργείο Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης μείωσε κατά 50%, περίπου, τον αριθμό των αποσπασμένων εκπαιδευτικών που υπηρετούσαν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Οι 75 δάσκαλοι και καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων, που υπηρετούσαν στην Ωκεανία (Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία) μειώθηκαν σε 44 από τις αρχές του 2011. Κάποιοι εκπαιδευτικοί ανακλήθηκαν στην Αθήνα και άλλοι υπέβαλαν αιτήσεις επιστροφής στην Ελλάδα, κλονισμένοι από τις μισθολογικές περικοπές και από την αβεβαιότητα που αισθάνονται για το μέλλον τους και το μέλλον των οικογενειών τους.
Σήμερα υπηρετούν 17 αποσπασμένοι στη Βικτωρία και Τασμανία, 14 στη Νέα Νότια Ουαλία και Νέα Ζηλανδία και 13 στη Νότια Αυστραλία και τη Βόρεια Περιφέρεια, και διδάσκουν και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, Δημοτικό Γυμνάσιο και Πανεπιστημιακά Τμήματα Ελληνικών.
Η μείωση του αριθμού των αποσπασμένων συμβαίνει σε περίοδο αυξημένου ενδιαφέροντος για την Ελληνομάθεια και ενώ η ομογένεια αγωνίζεται για την προνομιακή περίληψη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Γλωσσών.
Σύμφωνα με συγκεντρωτικά στοιχεία του Γραφείου Συντονιστή Εκπαίδευσης το 2010:
– 40.000 παιδιά ελληνικής και μη καταγωγής σπούδαζαν την ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία, μεγαλύτερος αριθμός από το σύνολο των ελληνόπουλων που σπουδάζουν την ελληνική γλώσσα στις αγγλόφωνες χώρες του κόσμου.
– Τα Ημερήσια Κολέγια της Αυστραλίας προσέφεραν μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε 4.469 μαθητές και μαθήτριες.
– Παρακολούθησαν μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε κρατικά σχολεία 17.450 μαθητές και μαθήτριες.
– Φοίτησαν σε ομογενειακά σχολεία (Δημοτικό και Γυμνάσιο) 12.682 μαθητές και μαθήτριες. Εξ αυτών το 68% προερχόταν από οικογένειες που χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα στα σπίτια τους.
– Η τοποθέτηση αποσπασμένου φιλόλογου καθηγητή στο Τμήμα Ελληνικών του Πανεπιστημίου Monash συνέβαλε στον τριπλασιασμό των φοιτητών σε διάστημα 12 μηνών. Το 2011 ο αριθμός των φοιτητών του Τμήματος αυξήθηκε σε 34 από 10 που ήταν το 2010.
Ομογενείς εκπαιδευτικοί, με τους οποίους συζητήσαμε την εξωφρενική ιδέα των κοινοβουλευτικών της διασποράς, διαφωνούν κάθετα με την ακύρωση του θεσμού των αποσπασμένων και υπογραμμίζουν, ότι θα πλήξει καίρια την ελληνομάθεια, ιδιαίτερα στα επαρχιακά κέντρα.
ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Ο διευθυντής του Τμήματος Ελληνικών του Πανεπιστημίου Flinders της Νότιας Αυστραλίας, δρ Μιχάλης Τσιανίκας, θεωρεί άστοχη, άκαιρη και επικίνδυνη για την ελληνομάθεια τη διακοπή των αποσπάσεων εκπαιδευτικών στην Αυστραλία:
«Οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί υπηρετούν συμβολικές και πρακτικές ανάγκες μας» τονίζει. «Αυτοαναιρείται η Ελλάδα με τη διακοπή της βοήθειας προς τον Ελληνισμό της Αυστραλίας. Θεωρώ, ότι είναι επικίνδυνο να κινούμεθα από το ένα άκρο του εκκρεμούς στο άλλο. Αν πιστεύουμε ότι πρέπει να αλλάξει η στοχοθεσία μας, τότε θα πρέπει να καθορίσουμε νέους στόχους μετά από ώριμη συζήτηση όλων των εμπλεκομένων στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού. Οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί μας είναι απόλυτα χρήσιμοι και δεν πρέπει να συζητάμε αβασάνιστα την κατάργηση του θεσμού».
ΟΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η κ. Μαρία Ηροδότου, υπεύθυνη του Τμήματος Ελληνικών του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης, εκτιμά ότι η κατάργηση του θεσμού των αποσπασμένων από την Ελλάδα θα ζημιώσει την ελληνομάθεια σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης.
«Χρειαζόμαστε τους αποσπασμένους εκπαιδευτικούς, διότι εκτός της κάλυψης πρακτικών αναγκών στη διδασκαλία της γλώσσας και του πολιτισμού μας διατηρούμε την επαφή μας με την Ελλάδα και ανανεωνόμαστε.
«Πιστεύω, όμως, ότι πρέπει να καλυτερεύσουν τα κριτήρια επιλογής τους για να αναβαθμιστεί και ο ρόλος τους στις χώρες που τοποθετούνται. Θα βοηθούσε, κατά τη γνώμη μου, και η συμμετοχή των ομογενειακών φορέων στην επιλογή των εκπαιδευτικών που αποσπώνται στην Αυστραλία.
«Η χρηματοδότηση της ελληνομάθειας από την ομογένεια είναι ένα πολύπλοκο θέμα, που συζητάμε χρόνια χωρίς να έχουμε κάνει βήμα, ίσως επειδή υπάρχουν οι δομές και τα μέσα. Θέλω να υπενθυμίσω, ότι στις δομές αυτές θεμελιώθηκε εν μέρει η επιχειρηματολογία μας για την περίληψη της γλώσσας μας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών.
Επειδή, δε, η διδασκαλία της γλώσσας και του πολιτισμού μας επιδοτείται από το αυστραλιανό Κράτος -κοινοπολιτειακή και πολιτειακές κυβερνήσεις- και από το ελληνικό Κράτος, είναι ωφέλιμο να αποφεύγουμε δημόσιες συζητήσεις για χρηματοδότηση της ελληνομάθειας από την ομογένεια ερήμην της ομογένειας».
ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΛΙΑΣ
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Notre Dame της Δυτικής Αυστραλίας, δρ Τάσος Τάμης, εκτιμά, ότι η κατάργηση του θεσμού των αποσπασμένων «θα πλήξει τη ραχοκοκαλιά της ελληνομάθειας».
«Μέσω των αποσπασμένων εκπαιδευτικών προσλαμβάνουμε την ελληνική γλώσσα αρτιότερα. Οι ελλαδίτες εκπαιδευτικοί είναι φορείς της φυσικής ελληνικής λαλιάς, της ελληνικής γλώσσας και αποτελούν μοντέλα μέσα στην τάξη.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγουν οι εγγενείς αδυναμίες των ντόπιων δασκάλων, και δεν κάνω κριτική εδώ. Απλώς υπενθυμίζω, ότι τα παιδιά μας μαθαίνουν, χρησιμοποιούν και καλλιεργούν την ελληνική ως ξένη γλώσσα. Γι’ αυτό υποστηρίζω, ότι οι αποσπασμένοι μας είναι απόλυτα χρήσιμοι.
Συντρέχει και άλλος, πολύ σοβαρός λόγος. Αν η Ελλάδα σταματήσει να στέλνει αποσπασμένους στην Αυστραλία θα καταρρεύσει αυτομάτως η συμφωνημένη αμοιβαιότητα, συγχρηματοδότηση από τις δύο χώρες της ελληνομάθειας.
Στις εισηγήσεις μας στην Επιτροπή Διαμόρφωσης του Εθνικού Προγράμματος Γλωσσών (ACARA), υπογραμμίσαμε έντονα την αμοιβαιότητα και τις εκπαιδευτικές δομές του ομογενειακού χώρου. Δεν μπορούμε σήμερα να συζητάμε την κατάργηση του θεσμού των αποσπασμένων, διότι αναιρούμε όσα είπαμε στην ACARA.
Η χρηματοδότηση της ελληνομάθειας από ομογενειακούς πόρους, θα απαιτήσει απόλυτη συναίνεση, σχέδιο και στρατηγική επίτευξης του στόχου. Δυστυχώς, σήμερα δεν έχουμε καμία από αυτές τις προϋποθέσεις» λέει ο δρ Τάμης.
ΑΝΘΙΣΤΑΝΤΑΙ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ
Τη διατήρηση του θεσμού των αποσπασμένων στηρίζει αναφανδόν και ο ομογενής φιλόλογος και διευθυντής των απογευματινών Σχολείων της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας κ. Γιάννης Μηλίδης.
Η γνώμη του κ. Μηλίδη εδράζεται στα πορίσματα έρευνάς του, που δημοσίευσε η «Νέα Ελλάδα» (13/12/2008).
Η έρευνα διαπίστωσε, ότι «οι αποσπασμένοι πληρούν ένα πολύ μεγάλο κενό, που υπάρχει σε όλα τα σχολεία, όπου δεν βρίσκονται εύκολα εκπαιδευτικοί Ελληνικών όταν προκύψει ανάγκη».
Ο κ. Μηλίδης επιβεβαιώνει την άποψη του δρ Τάμη, ότι οι εκπαιδευτικοί εξ Ελλάδος είναι γλωσσικά μοντέλα για τους μαθητές και τις μαθήτριές τους. «Πολύ φοβάμαι ότι, αν δεν είχαμε την παρουσία των αποσπασμένων, η γλώσσα μας θα είχε φθαρεί και μέσα στο σχολείο, όχι μόνο μέσα στον κοινωνικό χώρο, όπου έχει ήδη φθαρεί» σημειώνει και προσθέτει, ότι οι αποσπασμένοι ανθίστανται στη χρήση της αγγλικής γλώσσας κατά τη διδασκαλία, σε αντίθεση με τους ντόπιους εκπαιδευτικούς.
«Ένα άλλο θέμα που μας απασχολεί είναι η χρήση της αγγλικής γλώσσας μέσα στην τάξη ελληνικών. Μερικοί ντόπιοι συνάδελφοι δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτόν τον πειρασμό και το θεωρούμε πρόβλημα. Η παρουσία των αποσπασμένων είναι επίσης ωφέλιμη και σε αυτό το θέμα. Ότι, δηλαδή, μπορούμε να διδάξουμε την ελληνική αποτελεσματικά χωρίς να καταφεύγουμε σε αγγλικές επεξηγήσεις» διαπιστώνει ο κ. Μηλίδης.
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΤΑΙ Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ
Τη συνέχιση του προγράμματος αποστολής εκπαιδευτικών από την Ελλάδα στηρίζει και η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας.
Σε επιστολή της προς το Υπουργείο Παιδείας και Δια βίου Μάθησης (24/1/2011) -με αφορμή την ανάκληση των μισών περίπου αποσπασμένων από την Αυστραλία- το Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας γράφει στην υπουργό Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου.
«Με την επιστολή αυτή, η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας, η αρχαιότερη και μεγαλύτερη οργάνωση του Αυστραλιώτη Ελληνισμού, επιθυμεί να εκφράσει τη δυσαρέσκεια και τη θλίψη της για την απόφαση της κυβέρνησής σας να ανακαλέσει την πλειοψηφία των αποσπασμένων εκπαιδευτικών που προσέφεραν τις υπηρεσίες του στους μαθητές μας, παιδιά της δεύτερης και τρίτης γενιάς, στην Πολιτεία της Βικτώριας.
Σημειώνουμε, ότι πάνω από 14.000 μαθητές διδάσκονται Ελληνικά στις διάφορες σχολικές μονάδες που προσφέρουν προγράμματα διδασκαλίας της γλώσσας μας. Συνολικά, 110 και πλέον σχολεία προσφέρουν το μάθημα των Ελληνικών και ο αριθμός των 32 αποσπασμένων εκπαιδευτικών ήταν ήδη μικρός και δεν ανταποκρινόταν στις πολυάριθμες ανάγκες των μαθητών μας.
Η μείωση του αριθμού κατά το ήμισυ, όπως καταλαβαίνετε, δημιουργεί ακόμη περισσότερα προβλήματα και ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου ζουν πάνω από 700.000 Έλληνες.
Ζητούμε να επανεξετάσετε και αναθεωρήσετε την απόφασή σας, ώστε να παραμείνουν οι εκπαιδευτικοί για να συνεχίσουν να προσφέρουν την πολύτιμη βοήθειά τους στην προώθηση της Ελληνομάθειας στην παροικία μας».
ΑΝΑΣΤΑΤΟΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΤΑΡΓΟΥΙΝ
Την απόφαση του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας είχε αποδοκιμάσει και η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Βόρειας Αυστραλίας, που εδρεύει στο Ντάργουιν.
Σε επιστολή του προς την Ευπουργό Παιδείας, κ. Άννα Διαμαντοπούλου, ο πρόεδρος της εν λόγω Κοινότητας, κ. Γιάννης Νικολάκης, είχε μηνύσει στην υπουργό ότι η ανάκληση των δύο από τους τέσσερεις αποσπασμένους εκπαιδευτικούς μηδενίζει αγώνες ετών για την εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού στα κρατικά σχολεία της Βόρειας Αυστραλίας.
Γράφει ο κ. Νικολάκης: «…επιθυμώ να σας θέσω το αίτημα της ελληνικής παροικίας του Ντάργουιν για την παραμονή των καθηγητριών Αγγλικής Φιλολογίας Πελαγίας Γκαρελά και Ηρώς Δαριδάκη. Οι προαναφερθείσες καθηγήτριες ενημερώθηκαν ότι θα πρέπει να επιστρέφουν πάραυτα στην Ελλάδα. Μια τέτοια απόφαση θα είναι λίαν επώδυνη για τα προγράμματα των Ελληνικών στα σχολεία του Ντάργουιν.
Η ανάκληση των καθηγητριών αυτών θα θέσει σε κίνδυνο τα προγράμματα μας τόσο στα κρατικά σχολεία, όσο και στα απογευματινά. Ταυτόχρονα, φαινόμαστε αναξιόπιστοι προς την εδώ αυστραλιανή κυβέρνηση, η οποία άρχισε τα προγράμματα ελληνικών σε κρατικά σχολεία, με δική μας εισήγηση και την υπόσχεση των εκάστοτε συντονιστών εκπαίδευσης για συνεχή στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης.
Σας διαβεβαιώνω, κυρία Υπουργέ, ότι όλος ο Ελληνισμός του Ντάργουιν και οι σύλλογοι, Μακεδονικός, Κυπριακός και η Αδελφότητα των Καλυμνίων, υποστηρίζουν το δίκαιο αυτό αίτημά μας και πιστεύουμε ότι σύντομα θα επιληφθείτε του θέματος» καταλήγει η επιστολή.
ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ
Η ανεπαρκής ενημέρωσης των ομογενών κοινοβουλευτικών της Αυστραλίας πιστοποιείται και από την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στα Μνημόνια Κατανόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Αθήνας και των πολιτειακών κυβερνήσεων της Αυστραλίας.
Τα Μνημόνια καθορίζουν το είδος και το εύρος της συνεργασίας του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας με τα αντίστοιχα Υπουργεία των Πολιτειών. Μέσω των Μνημονίων, η Ελλάδα δεσμεύεται να αντισταθμίζει τις εκπαιδευτικές παροχές των πολιτειών της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας με αποσπασμένους εκπαιδευτικούς σε κρατικά και ομογενειακά σχολεία και σε πανεπιστημιακά τμήματα ελληνικών.
Τα Μνημόνια θεσμοθετούν, επίσης, το θεσμό του Συμβούλου Ελληνικών Σπουδών στα πολιτειακά Υπουργεία, που λειτουργεί ως «σύνδεσμος» της Αθήνας με τα πολιτειακά Υπουργεία Παιδείας.
Ακόμη τα Μνημόνια καθορί
ζουν τον αριθμό των αποσπασμένων εκπαιδευτικών από την Ελλάδα και το ρόλο τους σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Το Μνημόνιο Κατανόησης της Ελλάδας με την κυβέρνηση της Βικτωρίας έχει λήξει από το 2005 και από τότε λειτουργεί άτυπα με παρεμβάσεις του συντονιστή Εκπαίδευσης, ομογενών πολιτικών και κοινοτικών παραγόντων.
Η ανανέωση του Μνημονίου Αθήνας-Βικτωρίας επρόκειτο να ανανεωθεί κατά την επίσκεψη στην Αυστραλία της Ελληνίδας υφυπουργού Παιδείας κ. Φώφης Γεννηματά. Η επίσκεψη της κ. Γεννηματά αναβλήθηκε και το Μνημόνιο παραμένει μετέωρο.
Εντός των προσεχών μηνών, λήγουν και τα Μνημόνια Συνεργασίας της Ελλάδας με τις κυβερνήσεις της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Νότιας Αυστραλίας. Ουδείς γνωρίζει αν και πότε θα στέρξει η Αθήνα να ανανεώσει τα εν λόγω Μνημόνια, ώστε να διατηρηθούν τα κεκτημένα και να γίνουν βελτιώσεις που θα διασφαλίζουν τη μακροβιότητα της ελληνομάθειας στις δύο πολιτείες.
Τέλος, η Αθήνα έχει στα χέρια της σχέδιο Μνημονίου Κατανόησης με την κυβέρνηση της Βόρειας Περιφέρειας (Northern Territory). Μέχρι χθες δεν είχε γίνει καμία ενέργεια από την Αθήνα για την προώθηση της εκπαιδευτικής συνεργασίας και με τη Βόρεια Περιφέρεια, που τα τελευταία χρόνια δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνομάθεια.
Μία απλή συζήτηση των ομογενών κοινοβουλευτικών με το Συντονιστή Εκπαίδευσης θα είχε δώσει τη δυνατότητα στους ομογενείς πολιτικούς να λειτουργήσουν ως συνήγοροι της ομογένειας για την ανανέωση των ληξάντων Μνημονίων και την υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας με τη Βόρεια Περιφέρεια.