Οι διηγήσεις είναι κουραστικό πράγµα. Εκεί που κάθεσαι και παρακολουθείς κάτι τόσο απλό, όπως ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου, εµφανίζεται ένας περίεργος, ένας ηλικιωµένος ή απλώς ένας επαγγελµατίας γκρινιάρης, µπαίνει στο κάδρο και προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή µε τα πιο ανθεκτικά όπλα που του έχουν αποµείνει: τη νοσταλγία και την γκρίνια. Μόλις δει κάτι αρνητικό, θα σου πει «Έλα µωρέ, ποδόσφαιρο είναι αυτό; Να σου πω εγώ για τότε που…». Μόλις δει κάτι θετικό, δεν θα µιλήσει αµέσως, αλλά λίγο µετά, στην πρώτη αδράνεια, θα βγάλει από τη φαρέτρα των αναµνήσεων του κάτι ωραίο και παλιό, κάτι που µε την πάροδο του χρόνου έχει γιγαντωθεί σε κάτι µνηµειώδες, έχει λουστραριστεί από τον χρόνο, και θα αρχίσει και πάλι την γκρίνια για «τότε που ήταν όλα καλύτερα». Γνωστά κόλπα αυτά. Και η νοσταλγία και η γκρίνια. Πιο παλιά και από το ποδόσφαιρο. Αλλά κάπως απαραίτητα.
Κάποια στιγµή, όµως, έρχεται η εκδίκηση. Η στιγµή που ο επαγγελµατίας γκρινιάρης δέχεται επίθεση από την πραγµατικότητα. Η ώρα που δεν µπορεί να µιλήσει, δεν µπορεί να µιζεριάσει, δεν µπορεί να µεταδώσει τα εκνευριστικά vibes της παρελθοντολογίας. Αυτή είναι συνήθως η ώρα που ο Λιονέλ Μέσι κινείται µέσα στο γήπεδο. Η ώρα της αλήθειας, όταν η επωδός του «παλιά ήταν όλα καλύτερα» ακούγεται ακόµη και στα δικά του εκπαιδευµένα αυτιά παράταιρη.
Και το πιο σηµαντικό απ’ όλα, η βεβαιότητα ότι στο µακρινό µέλλον, βλέποντας ποδόσφαιρο σε µια τηλεόραση τέτοιας τεχνολογίας που δεν µπορείς καν να φανταστείς, θα γυρίσεις σε νεότερους ποδοσφαιρόφιλους και µε την ίδια ακριβώς εκνευριστική φωνή θα τους πεις: «Έλα µωρέ τώρα, ποδόσφαιρο είναι αυτό που παίζεται; Θα σου πω εγώ για τότε που έβλεπα τον Μέσι». Και το καλύτερο δεν είναι ότι θα απολαµβάνεις τη δική σου µετατροπή στον εκνευριστικό τύπο που κάποτε έβριζες. Το καλύτερο είναι πως, πιθανότατα, θα έχεις δίκιο.
Πάντα υπάρχει ένας θρύλος µε µια χαρτοπετσέτα. Πριν από λίγα χρόνια, όταν ένα ντροπαλό µικρόσωµο παιδί «ανακαλύφθηκε» στην Αργεντινή από κάποιον δαιµόνιο σκάουτερ, η συµφωνία λέγεται ότι υπογράφηκε σε µια χαρτοπετσέτα. Ο πιτσιρικάς, στα 13 του, θα µετακόµιζε από την Αργεντινή στη Βαρκελώνη, η ορµονική θεραπεία για το πρόβληµα ανάπτυξης που εµφανώς αντιµετώπιζε ο αποστεωµένος πιτσιρικάς θα πληρωνόταν από την Μπαρτσελόνα και το ταλέντο του θα ανήκε στην οµάδα. Το deal ήταν καλό για όλες τις πλευρές. Ακόµη και αν ο πιτσιρικάς που δεν µιλούσε, µόνο έκλαιγε, έµοιαζε να έχει τις αντιρρήσεις του. Πλέον δεν τις έχει.
Το θυµάται ο ίδιος, µας το λέει: «Δεν ήταν µια εύκολη επιλογή να αλλάξω χώρα όταν ήµουν 13. Εγώ το αποφάσισα, µε βοήθησε και η οικογένειά µου, αλλά ήταν δική µου απόφαση. Το ξεκίνηµα δεν θέλω καν να το θυµάµαι. Ήταν σκληρό. Αλλά προτιµώ να µη θυµάµαι τα αρνητικά. Προτιµώ να κοιτάω µπροστά και να λέω ευχαριστώ για αυτά που µου δίνει η ζωή καθηµερινά».
Αν κοιτούσε πίσω, σε εκείνη την εποχή που µια παρέα πιτσιρικάδων –οι ίδιοι που βρίσκονται σήµερα στην κορυφή του κόσµου– έπαιζαν στην ακαδηµία της Μπαρτσελόνα, τη θρυλική Μάσια, θα θυµόταν τη σιωπή του. Καθισµένος σε µια γωνία, µε την ιδιοσυγκρασία των ντροπαλών τύπων, αντιµετώπιζε σχεδόν τη χλεύη των πιο δραστήριων πιτσιρικάδων. «Μήπως είσαι µουγκός;» ήταν το πείραγµα του τωρινού συµπαίκτη του Τζέραρντ Πικέ. «Όχι» απάντησε αυτός, αλλά άφησε τα υπόλοιπα στη φαντασία. Ο Πικέ, νυν σύντροφος της Σακίρα, πειραχτήρι και πάντα έτοιµος για την κατάλληλη ατάκα, είχε ακούσει από έναν προπονητή να του λέει «πρόσεξε τον µικρό, µην τον χτυπήσεις, είναι πολύ εύθραυστος». Του απάντησε αµέσως: «Μην ανησυχείς, έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να τον πιάσουµε ποτέ έτσι όπως παίζει». Δεν είχε και άδικο.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να απαντήσεις στον κυνισµό. Ο Μέσι, δεδοµένης της κατάστασής του, έχει δεχθεί τόνους ποδοσφαιρικού κυνισµού. Στα παιχνίδια µε τη Ρεάλ Μαδρίτης, ο Ζοζέ Μουρίνιο ακόµη και αν δεν το οµολογεί, πάντα έδινε εντολές ποδοσφαιρικής βίας στους παίκτες του. Συνήθως, ο Μέσι σε όλες αυτές τις κλωτσιές, σε όλη αυτήν τη σκληρότητα, απαντούσε µε ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα. Και όταν δέχεται ερώτηση για τον Μουρίνιο, επιστρατεύει και τη διπλωµατία: «Είναι καλός ο Μουρίνιο. Πολύ καλός προπονητής. Το αποδεικνύουν τα επιτεύγµατά του». Για τον Κριστιάνο Ρονάλντο, όταν δέχεται ερώτηση για τη µεγάλη –και, ειλικρινά, εντελώς άτοπη– κόντρα για το ποιος είναι καλύτερος, πάλι απαντά διπλωµατικά: «Είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες του κόσµου». Για τον προπονητή του, τον Πεπ Γκουαρδιόλα, και την όλη κουλτούρα της Μπαρτσελόνα, είναι πιο απελευθερωµένος: «Το σηµαντικό είναι η φιλοσοφία. Οι αξίες της ταπεινότητας, της καθηµερινής δουλειάς, της θυσίας και της οικογένειας. Μάλλον γι’ αυτό κερδίζουµε έτσι όπως κερδίζουµε». Σε όλα αυτά, ας προσθέσουµε και το τερατώδες ταλέντο, αλλά, είπαµε, ταπεινότητα.
Όταν είσαι ψηλά, είσαι εκτεθειµένος. Και ο Μέσι έχει δεχθεί, εκτός από αµήχανο θαυµασµό, εκτός από επιφωνήµατα θρησκευτικής αποθέωσης, και κριτική. Κάποιοι λένε πως δεν αξίζει να τα έχει όλα αυτά, πως η Χρυσή Μπάλα θα ταίριαζε σε κάποιον από τους πιο αθόρυβους παίκτες της Μπαρτσελόνα, τον Τσάβι ή τον Ινιέστα: «Έχουµε δηµοκρατία. Οι άνθρωποι έχουν δικαίωµα να λένε την άποψή τους και τη σέβοµαι. Δεν ξέρω ποιος είναι ο καλύτερος στον κόσµο, δεν θα πω εγώ αν είµαι ο κορυφαίος. Αλλά οι Ινιέστα και Τσάβι είναι από τους καλύτερους, δεν υπάρχει αµφιβολία».
Οι συγκρίσεις έχουν περισσότερη πλάκα από τις διηγήσεις στο ποδόσφαιρο. Είναι άλλωστε τόσο ανεδαφικές, τόσο εκτός πραγµατικότητας, που µπορούν να πυροδοτούν συζητήσεις για χρόνια ολόκληρα. Ποιος είναι ο καλύτερος, ο Μαραντόνα ή ο Πελέ; Και, τώρα τελευταία, µήπως είναι και ο Μέσι; Ο ίδιος έχει την απάντηση: «Δεν συγκρίνεται. Ο Μαραντόνα και ο Πελέ ήταν οι καλύτεροι στον κόσµο στην εποχή τους. Τώρα, είναι ακόµη θρύλοι, ο κόσµος µιλάει για αυτούς τόσα χρόνια µετά. Εγώ είµαι µόλις 24, ελπίζω να παίζω ποδόσφαιρο και αυτό θα το δείξει µόνο το µέλλον». Τόση επιτυχία, τόση ταπεινότητα. Μήπως η δόξα δεν τον έχει αλλάξει καθόλου; «Δεν νοµίζω να µε έχει αλλάξει. Ένα από τα κλειδιά για να πετύχεις στη ζωή είναι να µη σε αλλάξει, απλώς να βελτιώνεσαι µέσα από τις εµπειρίες της ζωής».
Η επόµενη ερώτηση είναι σχεδόν κλασική: «Τι θα έκανες αν δεν έπαιζες ποδόσφαιρο;». Κλασική και η απάντηση: «Όχι µόνο δεν ξέρω, αλλά δεν θέλω να το φαντάζοµαι. Από µικρός, πάντως, αυτό ήθελα, δεν µπορώ ούτε να φανταστώ τι θα κάνω σε δέκα χρόνια από σήµερα. Ελπίζω να παίζω ακόµη».
Είναι δύσκολο να µιλήσεις µε ποδοσφαιριστές για λεφτά. Ειδικά αν έχουν τόσα που δεν µπορούν να τα µετρήσουν. Οι περισσότεροι απαντούν ότι δεν τους νοιάζει, ότι παίζουν απλώς ποδόσφαιρο και άλλα τέτοια, όχι και τόσο πειστικά. Ο Μέσι δεν διαφέρει. «Δεν σκέφτοµαι τα λεφτά, ειλικρινά. Πιο πολύ µε ενδιαφέρει να παίζω µπάλα». Μια κλασική απάντηση. Ωστόσο, βλέποντας αυτόν τον ντροπαλό τύπο στον οποίο τα ένστικτα του κυνηγού ξυπνούν µόνο τη στιγµή που αγγίζει τη µπάλα, βλέποντάς τον να κινείται µόνο µέσα στο γήπεδο σαν να του ανήκει ο κόσµος, πείθεσαι ότι µάλλον ο συγκεκριµένος το εννοεί. Και αυτή είναι µια καλή ιστορία να διηγείσαι, χρόνια µετά, εκνευρίζοντας τα παιδιά σου µε τις νοσταλγικές αναµνήσεις σου.