O πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, που πραγματοποιεί επίσκεψη στην Αυστραλία, επαίνεσε την πρωτοβουλία της κυβέρνησης Γκίλαρντ να λάβει μέτρα για τον περιορισμό των ρύπων.

Αν και το μέτρο αυτό δείχνει να μην τυγχάνει της αποδοχής του αυστραλιανού λαού και έχει μεγάλο πολιτικό κόστος για την Εργατική κυβέρνηση, ο κ. Μπαρόζο επαίνεσε την κ. Γκίλαρντ για το θάρρος της, είπε ότι η κίνηση αυτή εκτιμάται στην Ευρώπη και είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Αναφερόμενος στην οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Μπαρόζο εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα αποφύγει την ύφεση αλλά παραδέχθηκε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι περιορισμένος.

Για την Ελλάδα είπε ότι είναι πολύ νωρίς ακόμα για να βγουν συμπεράσματα αν τα καταφέρει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και μειώσει το χρέος της.
«Είμαστε σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και μόλις τώρα έκαναν σημαντικές δηλώσεις ότι θα εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους. Αυτό είναι σίγουρα πολύ σημαντικό για την Ελλάδα και είναι επίσης πολύ σημαντικό για την ΕΕ» σημείωσε ο κ. Μπαρόζο.

Ο ίδιος πρόσθεσε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξεργάζεται μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, προκειμένου να βρεθεί λύση στην οικονομική κρίση της ευρωζώνης, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε ακαδημαϊκούς και διπλωμάτες, που παραβρέθηκαν στο Πανεπιστήμιο της Καμπέρα στη Αυστραλία.
Συγκεκριμένα, κατά την επίσκεψή του στη Βουλή της Αυστραλίας, ο κ. Μπαρόζο δήλωσε ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να ηρεμήσουν τις οικονομικές ανησυχίες που υπάρχουν στην Ευρωζώνη – από την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων έως την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης, την αυστηροποίηση των δημοσιονομικών ρυθμίσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

«Θέλω να είμαι σαφής. Η ΕΕ και το ευρώ είναι ισχυρά και ανθεκτικά» δήλωσε χαρακτηριστικά, όπως μεταδίδει το πρακτορείο Reuters. Ο κ. Μπαρόζο είπε ότι είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί, αν η Ελλάδα θα επιτύχει τις δεσμεύσεις για τη μείωση του δημόσιου χρέους της, αλλά τόνισε τις δηλώσεις της ελληνικής Κυβέρνησης να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της. «Είμαστε σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και μόλις τώρα έκαναν σημαντικές δηλώσεις ότι θα εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους. Αυτό είναι σίγουρα πολύ σημαντικό για την Ελλάδα και είναι επίσης πολύ σημαντικό για την ΕΕ» σημείωσε ο κ. Μπαρόζο.

Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, διέψευσε την Τρίτη το ενδεχόμενο σύστασης, από την Κομισιόν, ενός οίκου αξιολόγησης, που θα ανταγωνίζεται τους καθιερωμένους οίκους, έπειτα από μια σειρά υποβαθμίσεων χωρών της Ε.Ε.

Ο Πορτογάλος πολιτικός, σε δηλώσεις του από την Αυστραλία όπου βρίσκεται, ανέφερε μεν ότι υπάρχουν ερωτηματικά για το ρόλο των οίκων αξιολόγησης στην περίοδο που οδήγησε στην οικονομική κρίση, αλλά απέρριψε εισηγήσεις ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να εγκαθιδρύσει τον δικό της οίκο.
«Δεν έχουμε καμία πρόθεση να δημιουργήσουμε οποιουδήποτε είδους δημόσιο οίκο αξιολόγησης» είπε ο κ. Μπαρόζο.

Ευρωπαίοι ηγέτες και αξιωματούχοι της Ε.Ε. παρουσιάζονται επικριτικοί ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν προοδευτικά υποβαθμίσει τα πιο αδύνατα μέλη της Ευρωζώνης, επιδεινώνοντας έτσι την οικονομική κρίση.

Ειδικότερα το μέλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Χοσέ Μανουέλ Γκονζάλεθ-Παράμο, κατηγόρησε τον περασμένο μήνα τους οίκους αξιολόγησης για «κατάφωρες συγκρούσεις συμφερόντων», λέγοντας ότι είναι «εφικτό και επιθυμητό» να αυξηθεί ο ανταγωνισμός στη βιομηχανία (με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οίκου).
Τα αρνητικά σχόλια για τους οίκους ακολουθούν μια άνευ προηγουμένου υποβάθμιση των ΗΠΑ από το ΑΑΑ στο ΑΑ+ από τον οίκο Standard and Poor’s, με το αιτιολογικό ότι οι πολιτικοί της χώρας αυτής είναι ανήμποροι να διαχειριστούν το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ. Ωστόσο οι οίκοι Fitch και Moody’s διατηρούν τη δική τους αξιολόγηση στο ΑΑΑ.

Ωστόσο, ενισχύονται φήμες για μια υποβάθμιση της γαλλικής οικονομίας με πιθανή αιτιολόγηση ότι η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, η οποία ξεκίνησε από την Ελλάδα τροφοδοτείται περαιτέρω από φόβους για χρεοκοπία της Ισπανίας και της Ιταλίας. Ταυτόχρονα, επενδυτές διερωτώνται κατά πόσον η Γερμανία και η Γαλλία, οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, μπορούν να συνεισφέρουν στην εγγύηση του χρέους άλλων χωρών χωρίς οι ίδιες να απολέσουν τις κορυφαίες αξιολογήσεις των οικονομιών τους.

Ενώ οι οίκοι αξιολόγησης επικρίνονται για την ανυπομονησία τους για υποβαθμίσεις, αντιμετωπίζουν χλευασμό λόγω των κορυφαίων αξιολογήσεων που έδιναν σε τοξικά προϊόντα στις ΗΠΑ, που αργότερα οδήγησαν στην παγκόσμια οικονομική κρίση.