Έχασα και το τελευταίο ίχνος σεβασμού, που είχα για τον Έλληνα υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κ. Ανδρέα Λοβέρδο, παρακολουθώντας την απέλπιδα προσπάθειά του να χρεώσει τα δεινά του ελληνικού λαού στους υπαλλήλους του ελληνικού Κράτους.
Κατά τον κ. Λοβέρδο, δεν νοείται «ένα εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι να ταλαιπωρούν δέκα εκατομμύρια Έλληνες πολίτες», κατάσταση, που επιβάλει άμεση αλλαγή του Συντάγματος ώστε «οι παχιές αγελάδες» του ελληνικού Δημοσίου να χάσουν τη μονιμότητα, βασική αιτία της χρόνιας αβελτηρίας του κρατικού μηχανισμού.
Θα αντιπαρερχόμουν τη λαϊκίστικη, την κιτρινιάρικη -για να ακριβολογώ- δήλωση του κ. Λοβέρδου, αν ήταν μεμονωμένη δήλωση για εσωτερική κατανάλωση και όχι στοιχείο της συντονισμένης προσπάθειας της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου να αμβλύνει τις αντιδράσεις των εκατοντάδων χιλιάδων απολυθέντων του ιδιωτικού τομέα με σχεδόν καθημερινές επιθέσεις στους «προνομιούχους» δημοσίους υπαλλήλους.
Από την ημέρα που ξέσπασε η οικονομική κρίση παρακολουθώ με ένταση -μαζί και αηδία- την προσπάθεια της κυβέρνησης Παπανδρέου να στρέψει τους μισούς εργαζομένους εναντίον των άλλων, τους «αδικούμενους» εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα εναντίον των «προνομιούχων» του Δημοσίου, παρ’ ότι τα μέτρα που σχεδιάζει και υλοποιεί πλήττουν καίρια όλες τις κατηγορίες των Ελλήνων εργαζομένων.
Με τη μέθοδο εξομοίωσης όλων των εργαζομένων -toll poppy syndrome, όπως είναι παγκοσμίως γνωστή η μέθοδος αυτή- η κυβέρνηση Παπανδρέου εκμαυλίζει ή προσπαθεί να εκμαυλίσει τις κατηγορίες των εργαζομένων που επλήγησαν πρώτοι από την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας – έργο των Ελλήνων πολιτικών όλων των χρωμάτων και αποχρώσεων. Μάταια, όμως, διότι οι εργαζόμενοι με ένα δράμι μυαλό ανίχνευσαν έγκαιρα την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης «να διαιρέσει για να βασιλεύσει» και γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους την όψιμη «καταδίκη» των δημοσίων υπαλλήλων για τα χάλια του Ελληνικού Kράτους.
Το διαπιστώσαμε στις πρόσφατες διαδηλώσεις των «αγανακτισμένων», όπου εργαζόμενοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα διαμαρτύρονταν μαζί για τη σφαγή τους από το Μνημόνιο, διαγράφοντας με τη συσπείρωσή τους τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές που σύρει η ελληνική κυβέρνηση.
Όχι, ότι η δημόσια διοίκηση λειτουργεί σωστά – τίποτα δεν λειτουργεί σωστά στην Ελλάδα, εξ ου και τα χάλια της. Γι’ αυτό ευθύνονται άμεσα οι ανίκανοι, αδέξιοι, ανεύθυνοι, ωφελιμιστές πολιτικοί, που εξέθρεψαν και συντήρησαν το αδηφάγο τέρας της ελληνικής γραφειοκρατίας.
Είναι άκρως υποκριτική η όψιμη διαπίστωση από τους «Λοβέρδους» της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής, ότι η δημόσια διοίκηση, η οικονομία, η ανάπτυξη και η πρόοδος της Ελλάδας χωλαίνουν εξ αιτίας της ανεπάρκειας, της μειωμένης παραγωγικότητας, των ασύμφορων προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων.
Δέκα πέντε χρόνια κυβέρνησε το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1981-2004. Χρόνος υπεραρκετός για αξιολόγηση της δημόσιας διοίκησης και καταλυτικές παρεμβάσεις για αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού, κατάργηση της ζημιογόνας μονιμότητας και επιβολή εργασιακού ήθους που θα απέβαλε βαθμιαία τα μη παραγωγικά παχύδερμα της δημόσιας διοίκησης. Δεν έγιναν.
Μήτε η ΕΡΕ -που κυβέρνησε την Ελλάδα τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια- και η απόγονός της Νέα Δημοκρατία τόλμησαν την κάθαρση στη δημόσια διοίκηση. Αντί να απολύουν τους «περιττούς» διόριζαν συνεχώς, με συνέπεια ένας υπάλληλος να εξυπηρετεί τον πολίτη και εννιά να πίνουν καφέ, να πλέκουν, να καθαρίζουν φασολάκια, να διεκπεραιώνουν ιδιωτικές υποθέσεις εν ώρα εργασίας.
Γιατί δεν έγινε η κάθαρση; Απλούστατα, διότι η πλειοψηφία των Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων ήταν και είναι διορισμένοι από τα πολιτικά κόμματα που εναλλάσσονταν και εξακολουθούν να εναλλάσσονται στην εξουσία. Διότι η δημόσια διοίκηση ήταν και παραμένει η «δεξαμενή» ψήφων από την οποίαν αντλούν ψήφους τα πολιτικά κόμματα κάθε τετραετία. Το μάθαμε και εμείς, οι Έλληνες της Αυστραλίας, από τους διορισμούς που έγιναν και στο χώρο μας από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα.
Ελάχιστοι Έλληνες πολιτικοί σεβάστηκαν τους εαυτούς τους και το λειτούργημά τους και απέφυγαν τους ρουσφετολογικούς διορισμούς. Ως εφευρέτες και συντηρητές της πελατειακής σχέσης με τους Έλληνες ψηφοφόρους οι Έλληνες πολιτικοί δεν δικαιούνται να διαμαρτύρονται σήμερα για την κατάντια της δημοσίας διοίκησης. Αυτοί καθιέρωσαν και συντηρούν τη διαδικασία ανταλλαγής ψήφων με διορισμούς στον κρατικό μηχανισμό και δημόσιες επιχειρήσεις, ως «εγγύηση» για την παραμονή τους στην εξουσία και στη Βουλή των Ελλήνων.
Δεν γνωρίζω, αν και πόσους έχει διορίσει ο κ. Λοβέρδος στη δημόσια διοίκηση. Πολύ πιθανό να ανήκει στην εξαίρεση, να ανήκει στους ελάχιστους Έλληνες πολιτικούς που αποποιήθηκαν το ρουσφέτι και αναδέχθηκαν την αξιοκρατία. Είναι, όμως, μέλος πολιτικού κόμματος που κυβέρνησε την Ελλάδα δύο δεκαετίες περίπου και έβαλε -όπως η ΕΡΕ και η Νέα Δημοκρατία- ψηφοφόρους του από τις πόρτες και τα παράθυρα υπουργείων, υπηρεσιών και δημοσίων επιχειρήσεων. Είναι σόλοικο, κατά συνέπεια, κάποιοι να ομιλούν για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου.
Συμφωνώ με τον κ. Λοβέρδο, ότι ο κρατικός μηχανισμός δεν δούλεψε ποτέ, μήτε δουλεύει αποτελεσματικά. Ποιος ευθύνεται για την ανεπάρκεια, για την αναποτελεσματικότητα για την υπο-παραγωγικότητά του; Οι πολιτικοί προϊστάμενοι των δημοσίων υπαλλήλων φέρουν ακεραία την ευθύνη για την εξαθλίωση της δημόσιας διοίκησης, διότι υπονομεύουν με τις ρουσφετολογικές παρεμβάσεις τους υπηρεσιακούς προϊσταμένους και παγιώνουν την εργασιακή ασυδοσία.
Ποιος υπηρεσιακός προϊστάμενος θα τολμήσει να επιπλήξει τους αργόμισθους υφισταμένους του, όταν επικρέμεται πάνω από το κεφάλι του ο κίνδυνος του εξοστρακισμού; Ουδείς, φυσικά. Ποιος προϊστάμενος θα τολμήσει να καταγγείλει ασυνείδητους, ανεύθυνους, αδιάφορους υφισταμένους του, όταν γνωρίζει ότι το βασικότερο προσόν τους είναι το πολιτικό μέσον, «το βύσμα», όπως χαρακτηρίζουν το μέσον οι Νεοέλληνες. Ουδείς, φυσικά.
Οι «Λοβέρδοι» της σύγχρονης πολιτικής οφείλουν να προβούν σε αυτοκάθαρση, πλην τολμήσουν την κάθαρση στο ελληνικό δημόσιο, για να γίνουν πιστευτοί από τον ελληνικό λαό και από τους αφέντες της τρόικα, που αποφασίζουν αν και πόσο θα φάει ο μέσος Έλληνας.
Ως κατακλείδα, θα υπενθυμίσω στον κ. Λοβέρδο, ότι οι γενικολογίες είναι επικίνδυνες. Θα ωφεληθεί ο ίδιος και θα βοηθήσει και την ελληνική κυβέρνηση αποφεύγοντας τις γενικολογίες που «καίνε τα ξερά μαζί με τα χλωρά» κατά τη λαϊκή έκφραση.