Το επιχειρησιακό περιβάλλον της αλ-Κάιντα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που την περιέβαλλε όταν η οργάνωση εξαπέλυσε την πιο διαβόητη επιχείρησή της, τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο Οσάμα μπιν Λάντεν, ο ιδρυτής και χαρισματικός αρχηγός της αλ-Κάιντα, δολοφονήθηκε από το πολεμικό ναυτικό των Η.Π.Α. στο Πακιστάν, το Μάιο. Τρεις βάναυσες δικτατορίες της Μέσης Ανατολής κατέρρευσαν φέτος – δύο μέσω της τακτικής των άοπλων λαϊκών εξεγέρσεων, και μία μέσω της ένοπλης εξέγερσης με την υποστήριξη του NATO. Οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη έχουν σκοτώσει πολλούς από τους πιο έμπειρους διοικητές της αλ-Κάιντα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον Ατίγια Αμπντ αλ-Ραχμάν.

Έχει λοιπόν αποτύχει ο «τζιχαντισμός», ο ακραίος ισλαμισμός του «ιερού πολέμου» κατά των απίστων, θέτοντας σε αμφιβολία την επιβίωση της αλ-Κάιντα;
Ο τζιχαντισμός είναι μια σύγχρονη επαναστατική ιδεολογία, που πρεσβεύει ότι η πολιτική βία είναι ένας θεολογικά νόμιμος και τακτικά αποτελεσματικός τρόπος πυροδότησης κοινωνικοπολιτικών αλλαγών. Η τρομοκρατία είναι η κυρίαρχη ένοπλη δραστηριότητα των περισσότερων ομάδων που στρατεύονται σε αυτήν την κοσμοθεωρία, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της αλ-Κάιντα.

Ωστόσο, παρ’ ότι η αλ-Κάιντα διατήρησε την ιδεολογία της και μετά την 11ηη Σεπτεμβρίου, η δομή της άλλαξε δραματικά. Από συγκεντρωτική, ιεραρχική οργάνωση, μεταβλήθηκε σε μια αποκεντρωμένη δομή, με τα τοπικά παρακλάδια να αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η αλ- Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου έκανε την εμφάνισή της στα τέλη του 2002 στη Σαουδική Αραβία, συντονίζοντας μια εντυπωσιακή επίθεση στο Ριάντ το 2003. Ακολούθησε ο ερχομός της αλ-Κάιντα του Ιράκ το 2004. Ως το 2007, η αλ- Κάιντα είχε επίσης εμφανιστεί στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ. Το αποκεντρωμένο μοντέλο «franchising» είχε παγιωθεί πλήρως. Εντούτοις, δέκα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτές οι θυγατρικές οργανώσεις δεν επεκτείνονται πλέον.

Παράλληλα προς το μοντέλο «franchise», η αλ-Κάιντα έχει επίσης υιοθετήσει ένα σύστημα προσέγγισης τύπου «ιστός της αράχνης», το οποίο αδιαφορεί για την ιεραρχία και επιτρέπει αποτελείται σε εκπαιδευμένες επιχειρησιακές ομάδες να σχηματίζουν μικρούς πυρήνες ώστε να πραγματοποιήσουν συγκεκριμένες επιθέσεις και μετά να διασκορπιστούν. Οι ομάδες βομβιστών που επιτέθηκαν στη Μαδρίτη και το Λονδίνο αντιπροσωπεύουν αυτό το μοντέλο.

Έπειτα, υπάρχει το μοντέλο του «ιδεολογικού μετώπου», που είχε πρωτοϋποστηριχθεί από το διάσημο στρατηγικό μυαλό στις υπηρεσίες του τζιχάντ, Αμπού Μουσάμπ αλ-Σούρι. Το σκεπτικό εδώ, όπως και για το σύστημα του «ιστού της αράχνης», είναι πως ο ασφαλέστερος τρόπος οργάνωσης είναι η έλλειψη οργάνωσης: «Αυτό υπερνικά κάθε μέτρο ασφαλείας», έγραψε ο αλ-Σούρι στο παραστρατιωτικό του εγχειρίδιο έκτασης 1.600 σελίδων, με τίτλο «Κάλεσμα για την Παγκόσμια Ισλαμική Αντίσταση».
Το μοντέλο αυτό λειτουργεί με τη διάδοση μιας αφήγησης που περιστρέφεται γύρω από τις βαριές αδικίες και την ταπείνωση που έχουν υποστεί οι μουσουλμάνοι, και με την ανάπτυξη μιας ιδεολογίας που προσδιορίζει τα μέσα ώστε να αποτιναχθούν αυτοί οι ζυγοί εξάρτησης. Μετά, το μόνο που απομένει είναι οι νέοι οπαδοί να στρατολογηθούν στις τάξεις της αλ-Κάιντα ή να ξεκινήσουν δικές τους επιχειρήσεις. Αυτό ήταν το μοντέλο που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του ταγματάρχη του αμερικανικού στρατού, Νιντάλ Χάσαν, ο οποίος δολοφόνησε 13 συναδέλφους του στρατιώτες του στο στρατόπεδο Φορτ Χουντ του Τέξας, το 2009, και από τον Ροσανάρα Τσούντρι, που μαχαίρωσε τον Βρετανό βουλευτή Στίβεν Τιμς το 2010.

Η αλ-Κάιντα δεν έχει μεταλλαχθεί μόνο ως προς τη δομή της, αλλά δέχεται και συνεχή ιδεολογικά πλήγματα από τις πλέον απίθανες πλευρές. Μετά από την 11η Σεπτεμβρίου, πολλά κινήματα, φατρίες, ηγετικές μορφές του τζιχάντ και μεμονωμένοι πολεμιστές υπήρξαν ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στην συμπεριφορά της αλ-Κάιντα, και άρχισαν να στρέφονται προς την πλήρη άρνηση της βίας, στερώντας την αλ-Κάιντα από δεκάδες χιλιάδες πιθανούς υποστηρικτές. Αυτό οδήγησε στην μεταστροφή ολόκληρων οργανώσεων στην Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Αλγερία, και ενός σημαντικού αριθμού μεμονωμένων πολεμιστών στη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη, την Ινδονησία και σε άλλες χώρες.

Στην Αίγυπτο, η αλ-Γκαμάα αλ-Ισλαμίγια, («Ισλαμική Ομάδα»), πρώην σύμμαχος της αλ-Κάιντα και πρωταγωνιστής στην δολοφονία του προέδρου Ανουάρ αλ-Σαντάτ το 1981, έχει πλέον εγκαταλείψει την πολιτική βία. Η Ισλαμική Ομάδα, που ηγείτο της εξέγερσης στην Άνω Αίγυπτο από το 1992 έως το 1997, ενώ εμπλεκόταν και στον βομβαρδισμό του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στη Νέα Υόρκη το 1993, άρχισε να αποκηρύσσει τις ένοπλες τακτικές το 1997, και παγίωσε αυτήν την αλλαγή εκδίδοντας 25 τόμους με θεολογικά και λογικά επιχειρήματα ώστε να προωθήσει την νέα της ιδεολογία.

Έπειτα από την πτώση από την εξουσία του Χόσνι Μουμπάρακ, νωρίτερα μέσα στο χρόνο, η ΙΟ προτίμησε, αντί να στοιβάξει σωρούς όπλα και να αναδημιουργήσει την ένοπλη ομάδα της, να διοργανώσει αντίθετα εσωτερικές εκλογές. Ζήτησε από τα μέλη της να συμπληρώσουν αιτήσεις εγγραφής τους στο κόμμα, οργάνωσε συλλαλητήρια ενάντια στην θρησκευτική βία, εξέδωσε κοινά ανακοινωθέντα μαζί με την Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης, και ίδρυσε πολιτικό κόμμα («Ανοικοδόμηση και Ανάπτυξη») ώστε να συμμετάσχει στις ερχόμενες εκλογές.

Αλλά και η Ισλαμική Τζιχάντ, από τις τάξεις της οποίας ξεπρόβαλε ο σημερινός ηγέτης της αλ- Κάιντα Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι, επίσης εφάρμοσε μια εν μέρει επιτυχημένη διαδικασία μεταστροφής. Κάποιες από τις φατρίες της ακόμα υποστηρίζουν ένοπλες πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης και της τρομοκρατίας. Άλλοι είναι σε μεγάλο βαθμό επικριτικοί απέναντι στην αλ- Κάιντα και επιχειρούν να σχηματίσουν συμβατικά πολιτικά κόμματα στην Αίγυπτο.

Η Λιβυκή Ισλαμική Ομάδα Μαχητών (LIFG), άλλος ένας τέως σύμμαχος της Αλ Κάιντα, εγκατέλειψε την τρομοκρατική ιδεολογία μεταξύ 2005 και 2010, και συμμετείχε στην επανάσταση εναντίον της δικτατορίας του συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι. Ο επικεφαλής της LIFG, Αμπντ αλ-Χακίμ Μπελχάτζ (γνωστός και ως Αμπού Αμπντουλάχ αλ-Σαντίκ) είναι σήμερα ο διοικητής του Στρατιωτικού Συμβουλίου της Τρίπολης, και ηγήθηκε της επίθεσης στο κτιριακό συγκρότημα του Καντάφι στην Μπαμπ αλ-Αζιζίγια.

Αφού βγήκε νικητής, ο Μπελχάτζ έδωσε εντολές για να ενισχυθεί η ασφάλεια, για προστασία της περιουσίας, για κατάπαυση των αντεκδικήσεων και για το χτίσιμο μιας νέας Λιβύης. Ο τόνος μετριοπάθειας ανταποκρινόταν σε όσα έλεγαν οι αρχηγοί της LIFG κατά τους τελευταίους έξι μήνες, τόσο στην ανατολική όσο και στην δυτική Λιβύη. Συνολικά, η Αραβική Άνοιξη επέφερε ένα βαρύ πλήγμα στον τζιχαντισμό και έφθειρε σημαντικά την θεωρητική του βάση – ότι δηλαδή ο ένοπλος αγώνας αποτελεί το πιο αποτελεσματικό και το πιο νόμιμο μέσο για την επίτευξη αλλαγών.

Πράγματι, το συνδυαστικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων συλλογής πληροφοριών, των επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, των μεταλλάξεων μέσα στις τάξεις των «ιερών πολεμιστών» και φυσικά της Αραβικής Άνοιξης έχουν αποδυναμώσει την ισχύ της «κεντρικής» αλ- Κάιντα. Τα θυγατρικά παρακλάδια και η αναπροσαρμοσμένη ιδεολογία μαρτυρούν ότι κάποια ψήγματα της Αλ Κάιντα πιθανότατα θα επιβιώσουν, καθώς έχουν ριζώσει βαθύτερα σε κάποιες περιοχές. Αλλά η αλ-Κάιντα ως παγκόσμια απειλή έχει υποβαθμιστεί σημαντικά.


*Ο Ομάρ Ασούρ είναι διευθυντής του Προγράμματος Μεσανατολικών Σπουδών του Ινστιτούτου Αραβικών και Ισλαμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Έξετερ (στο Ηνωμένο Βασίλειο), και συνεργάζεται με το Doha Center του Ινστιτούτου Brooking.