Κάθε Πέμπτη η κόρη του, αφού αφήσει τα παιδιά στο σχολείο, τον παίρνει για να πάνε στα ψώνια. Την περιμένει αυτή την ώρα και έχει από πριν σχεδιάσει τι να της πει, τι να την ρωτήσει, γιατί πολλές φορές ξεχνά και μετά πρέπει να περιμένει άλλη μια βδομάδα, αφού αυτή είναι η μόνη επαφή μαζί της. Και οι γιορτές, φυσικά. Έρχεται και τον πηγαίνει σπίτι της. Από τότε που έχασε τη γυναίκα του όμως νιώθει άβολα. Κάθεται σε μια γωνιά, ένας αθόρυβος θεατής. Όλα βιαστικά, λες και θα χάσουν το τραίνο. Αυτή είναι η εικόνα που δίνει ο ογδοντάχρονος, που σήμερα χαίρεται τη συντροφιά ενός… νέου εξηνταπεντάρη εθελοντή.
«Ο Θεός τον έστειλε», θα πει. «Είχα ανάγκη από μια ζεστή ανθρώπινη συντροφιά. Να πω δυο κουβέντες, να μοιραστώ τις σκέψεις μου μ’ έναν άνθρωπο που ξέρω ότι θα με καταλάβει. Ξέρεις, αν δεν πάμε έξω για καφέ, παίζουμε τάβλι», θα πει σιγά, λες και μοιράζεται μαζί μου ένα μυστικό.
Χαρακτηριστική περίπτωση συμπαροίκου που έμεινε μόνος και διψά για ανθρώπινη συντροφιά.
Πήρε το θάρρος, θα πει, να τηλεφωνήσει στην Αυστραλο-Ελληνική Κοινωνική Πρόνοια όταν άκουσε ότι ‘υπάρχουν άνθρωποι που πάνε στα σπίτια μοναχικών ηλικιωμένων και τους κρατάνε συντροφιά’.
Ήταν τυχερός, θα προσθέσει, γιατί δεν περίμενε πολύ και ‘ο φίλος που του έστειλαν κάνει πολύ καλή παρέα’. «Έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα, λέμε αστεία, παλιές ιστορίες από τον πρώτο καιρό που ήλθαμε στην Αυστραλία. Πώς γνωρίσαμε τις γυναίκες μας, τι αφήσαμε πίσω στο χωριό, τις νεανικές μας τρέλες, ό,τι μας έρχεται στο νου και γελάμε, γελάμε πολύ».
Η Αυστραλο-Ελληνική Κοινωνική Πρόνοια έχει στους καταλόγους της 200 εθελοντές, μας πληροφορεί η υπεύθυνη Εθελοντικών Προγραμμάτων, κοινωνική λειτουργός, Παρασκευή Τσίγκα. Οι περισσότεροι εθελοντές είναι άνω των 65 χρόνων, με εξαίρεση δέκα περίπου νέους. Επισκέπτονται μοναχικά άτομα στα Γηροκομεία, στα σπίτια και στα ημερήσια κέντρα φροντίδας, από τα οποία διαθέτει τέσσερα ο οργανισμός στα βόρεια, νότια, ανατολικά και δυτικά προάστια.
ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
«Όλοι οι εθελοντές μας, θα πει η Παρασκευή Τσίγκα, εκπαιδεύονται πριν ξεκινήσουν την προσφορά τους, συνεχίζουμε δε να τους παρέχουμε εκπαίδευση σε μηνιαία βάση πάνω σε θέματα που σχετίζονται με το ρόλο τους και τις ανάγκες των ατόμων που επισκέπτονται. Τα σεμινάρια γίνονται στο Brunswick και στο Oakleigh».
Για τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η επιλογή των εθελοντών, θα πει ότι «βασικά θα πρέπει να μιλούν ελληνικά, να γνωρίζουν την ελληνική κουλτούρα, να έχουν κατανόηση και να μπορούν να επικοινωνούν στο επίπεδο του άλλου ατόμου, να είναι εχέμυθοι και διακριτικοί αναφορικά με θέματα που τους εμπιστεύονται και φυσικά να έχουν αναπτυγμένο το αίσθημα της προσφοράς».
Η ίδια θα διευκρινίσει ότι ο εθελοντής είναι εκεί για να προσφέρει μια ζεστή φιλική παρέα και όχι να βοηθήσει το άτομο στις βασικές του ανάγκες για τις οποίες υπάρχουν άλλες υπηρεσίες.
«Ο ρόλος τους είναι σπουδαίος και οι υπηρεσίες που προσφέρουν πολύτιμες, διότι όπως γνωρίζουμε, η παροικία γερνά και οι ανάγκες των ηλικιωμένων για συντροφιά είναι περισσότερες. Ακόμη και εκείνοι που έχουν παιδιά, διψάνε για φιλική συντροφιά. Όλοι γνωρίζουμε πόσο απασχολημένη είναι στις μέρες μας η δεύτερη γενιά. Έχουν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες, στις περισσότερες περιπτώσεις εργάζονται και οι δύο γονείς, και είναι πολύ δύσκολο, όσο και αν το επιθυμούν, να έχουν το χρόνο που απαιτείται για μια συχνή ουσιαστική επαφή με τους γονείς τους. Σε πολλές περιπτώσεις, ο εθελοντής είναι ο συνδετικός κρίκος με τον έξω κόσμο, αλλά προσφέρει και ανάσα ανακούφισης σε άτομα που φροντίζουν ηλικιωμένους ή άτομα με ειδικές ανάγκες, με το να είναι εκεί, να τους κρατάνε συντροφιά, να τους βγάζουν έξω για καφέ, μια βόλτα στη θάλασσα, μια εκδρομή ή σινεμά, αν επιθυμούν, όπως και στην εκκλησία, στο κοιμητήριο ή στο γιατρό. Εξαρτάται ποιες είναι οι ανάγκες του καθενός».
ΑΛΛΑΞΕ Η ΕΙΚΟΝΑ
Στη συνέχεια, η Παρασκευή Τσίγκα θα πει ότι αναφορικά με τις ανάγκες της παροικίας, στο θέμα που θίγουμε αυτή τη στιγμή, η εικόνα έχει αλλάξει.
«Ανάγκη για μια φιλική συντροφιά, έχουν πάρα πολλοί συμπάροικοι σήμερα, από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μπορεί ο άλλος να μένει σε μια έπαυλη, να έχει χάσει τη σύντροφό του, να μην έχει παιδιά ή αν έχει αυτά να είναι σε άλλη πολιτεία και να είναι ολομόναχος. Να έχει οικονομική άνεση, να μην έχει όμως κάποιον να παίξει ένα τάβλι ή να πιει έναν καφέ».
Σ’ αυτή την κατηγορία, μπορούμε όλοι μας να σκεφτούμε άτομα που ήταν τόσο απορροφημένοι από το επάγγελμά τους που δεν είχαν χρόνο να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις. Όταν απεχώρησαν από την ενεργό δράση, βρέθηκαν ολομόναχοι.
«Κάποιος τηλεφώνησε και μας ζήτησε αν μπορούμε να του βρούμε κάποιον εθελοντή που ενδιαφέρεται να παίξει τάβλι μαζί του.
Κάποιος άλλος που δεν μπορούσε πλέον να οδηγήσει, μας είπε ότι έχει επιθυμήσει να πάει στο καφενείο. Ήξερε ότι οι παλιοί φίλοι ήταν ακόμη εκεί και τον αποζητούσαν».
Σ’ ερώτηση, ‘ποιες είναι οι πιο άμεσες, όσο και σκληρές περιπτώσεις για την παρουσία ενός εθελοντή’, η έμπειρη και ευαισθητοποιημένη κοινωνική λειτουργός, θα πει:
“Ό,τι σου τρυπά την καρδιά είναι όταν συναντάς ανθρώπους που δεν περιμένουν τίποτε από τη ζωή. Είναι μόνοι, σε όλη την έκταση, το βάθος και την ένταση, που μπορεί να περιέχει αυτή η έννοια. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση, όταν, με το να τους χτυπήσεις την πόρτα και να μπεις μέσα, να ενδιαφερθείς γι’ αυτούς, βλέπεις τη σπίθα της ελπίδας και της χαράς στο βλέμμα τους. Γιατί ποτέ δεν είναι αργά να διαπιστώσει ο άνθρωπος ότι ναι, υπάρχει συμπόνια και αγάπη για τον συνάνθρωπο. Δεν έχουν όλα χαθεί’.
«Μερικές εθελόντριες είναι εκεί γιατί η συγκεκριμένη γυναίκα που κρατούν συντροφιά, τις θυμίζει τη δική τους μητέρα».
Αυτό, μου ανοίγει την πόρτα να εκμυστηρευτώ μια δική μου εμπειρία, την τακτική μου επίσκεψη σε ηλικιωμένη κυρία που με γεμίζει συγκίνηση και χαρά.
Συνήθως, φτάνω στις 10, με περιμένει όμως από νωρίς. Το καταλαβαίνω από την αδημονία που διακρίνω στο πρόσωπό της, αλλά και όλη την ετοιμασία που έχει κάνει. Η φρεσκοπλυμένη αυλή, η γαρδένια στην μπροστινή πόρτα, ακόμη με τη δροσιά στα φύλλα της, ο νεροχύτης που αστραφτοκοπά, τα φλιτζάνια του καφέ στο τραπέζι, το μπρίκι έτοιμο στην άκρη της στόφας. Μπαίνω και είναι σα να έχει να με δει καιρό. Μ’ αγκαλιάζει, με βομβαρδίζει με ερωτήσεις. Για όλους και για όλα. Κι’ όμως είναι μόνο μια βδομάδα που πήγα να τη δω, την περασμένη Πέμπτη που η μέρα μου αρχίζει συνήθως πιο χαλαρά.
Έχει παιδιά, εγγόνια, αδελφές. Δεν είναι μόνη με την ερμηνεία που δίνουμε στην έννοια. Εγώ είμαι εκεί γιατί πάντα μου θύμιζε τη μητέρα μου που, φεύγοντας μικρή από κοντά της, δεν την χάρηκα. Το ίδιο χαμόγελο, η ίδια ευγένεια και χαρά για τη ζωή, η ίδια αγάπη για τον άνθρωπο.
Ήθελα να ρωτήσω την Παρασκευή ‘τι παίρνουν οι εθελοντές από όλη αυτή την ιστορία’, αλλά το βρίσκω περιττό. Σίγουρα περισσότερα από όσα δίνουν.