Ο θησαυροφύλακας, Γουέϊν Σουάν, ανακηρύχθηκε ο καλύτερος υπουργός Οικονομικών του κόσμου από το περιοδικό Euromoney.
Η απονομή του βραβείου θα του επιδοθεί κατά την διάσκεψη της G20 στο τέλος της εβδομάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ψήφιση του κ. Σουάν θα τονώσει κάπως το ηθικό της κυβέρνησης Γκίλαρντ που παραπαίει στις δημοσκοπήσεις.

Ο κ. Σουάν ψηφίστηκε από τους κορυφαίους οικονομολόγους για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την παγκόσμια οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα η Αυστραλία να αποφύγει την ύφεση.

Είναι δε ο δεύτερος Αυστραλός θησαυροφύλακας που τιμάται με το βραβείο αυτό. Ο πρώτος ήταν ο Πολ Κίτινγκ (και μετέπειτα) πρωθυπουργός της Αυστραλίας το 1984.
Αντιθέτως ο Πίτερ Κοστέλο, ο μακροβιότερος Θησαυροφύλακας στην ιστορία της Αυστραλίας και ο άνθρωπος που κατέθετε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, δεν έχει τιμηθεί.

Ο σκιώδης Θησαυροφύλακας, Τζο Χόκι, σχολίασε πως το συγκεκριμένο βραβείο στερείται σοβαρότητας αφού ο κ. Σουάν όχι μόνο δεν έχει καταθέσει κανένα πλεονασματικό προϋπολογισμό αλλά οι τέσσερις προϋπολογισμοί έχουν ένα συνολικό έλλειμμα 154 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Λίγο πριν την αναχώρησή του από την Αυστραλία, ο κ. Σουάν εξέφρασε την δυσαρέσκειά του για την αναποφασιστικότητα που δείχνουν οι ηγέτες της ευρωζώνης στην αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους και όχι μόνον.

Ο κ. Σουάν πιστεύει ότι οι εταίροι δεν έπρεπε να αναβάλουν για τον Οκτώβριο την απόφασή τους για την Ελλάδα και τόνισε ότι αυτή αναποφασιστικότητά τους και η αναβλητικότητά τους φέρνει σε δυσκολότερη θέση την Ελλάδα αλλά και την παγκόσμια οικονομία.

Στο μεταξύ, στην εκπομπή «7.30 Report» του κρατικού δικτύου ABC προβάλλεται η συνέντευξη της εγνωσμένου κύρους οικονομολόγου, Ann Pettifor, η οποία, στο βιβλίο που εξέδωσε προ πενταετίας, είχε προβλέψει την κρίση που «απειλεί σήμερα την Ευρώπη» και για την οποία θεωρεί ότι «δεν γίνεται καθόλου σωστή διαχείριση».

Πιο συγκεκριμένα, η κορυφαία οικονομολόγος διατείνεται ότι η Ελλάδα «βρίσκεται σε τροχιά ραγδαίας πτώσης» όπως και η Ισπανία, καθώς «τα επιβαλλόμενα μέτρα λιτότητας αντιβαίνουν σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια και η ανάπτυξη είναι το μοναδικό εργαλείο που μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Επομένως, η οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη να αποτύχει».

Διατυπώνει με απόλυτη βεβαιότητα ότι «θα υπάρξει κατάρρευση και χρεωκοπία για την Ελλάδα», το ζητούμενο είναι εάν αυτό θα γίνει «με τον καταστροφικό και χαοτικό τρόπο που αντιμετωπίζεται η κρίση ως τώρα ή εάν οι κεντρικές τράπεζες και οι ιθύνοντες αποφασίσουν να διαχειριστούν αποτελεσματικά την αναδιάρθρωση του χρέους, καθώς τα χρέη έχουν αγγίξει δυσθεώρητα μεγέθη». Οι τράπεζες, αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά μια «συστημική κρίση», «θα υποστούν ισχυρό πλήγμα, αλλά έτσι πρέπει να γίνει. Είναι απαραίτητο να διαγραφεί μεγάλο μέρος των χρεών, εφόσον έτσι και αλλιώς δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθούν».
Υποστηρίζει, επιπρόσθετα, ότι «η μοναδική λύση είναι να επιτραπεί στις υπερχρεωμένες χώρες να χρεοκοπήσουν και εν συνεχεία να ενισχυθούν οικονομικά οι τράπεζες, αλλά μόνο αν υλοποιηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις». Φερ’ ειπείν θα έπρεπε οι τράπεζες να υποχρεούνται να «δανείζουν παραγωγικές επιχειρήσεις, να μην κερδοσκοπούν, να δανείζουν με χαμηλά επιτόκια και να μην αυτο-επιβραβεύονται με μπόνους» και σε αντίθετη περίπτωση να «υπάρχουν κυρώσεις ακόμα και στέρηση της άδειας λειτουργίας τους».
Εν κατακλείδι, η συνεντευξιαζόμενη εκφράζει την έντονη ανησυχία της βλέποντας «την παθητικότητα των πολιτικών ηγετών ενόψει της κατάρρευσης του φιλελεύθερη οικονομικού συστήματος» και σκιαγραφεί την κατά την κρίση της εξέλιξη, ότι δηλαδή «θα καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, θα σημειωθούν κοινωνικές αναταραχές και θα γίνουμε μάρτυρες της ανόδου ακροδεξιών κομμάτων στην εξουσία, όπως έγινε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1930 με την άνοδο του φασισμού».
Πληθώρα δημοσιευμάτων και τηλεοπτικών ρεπορτάζ των αυστραλιανών μέσων ενημέρωσης αναφέρονται στη σύσκεψη κορυφής των ευρωπαίων υπουργών οικονομικών στην Πολωνία, στην οποία αποφασίστηκαν αυστηρότεροι δημοσιονομικοί κανόνες και ταχύτερη επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση παραβίασής τους, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών.
Καταγράφεται, επίσης, η «επιμονή της Φινλανδίας για την παροχή εγγυήσεων, πριν προβεί σε έγκριση της επιπλέον οικονομικής στήριξης της Ελλάδας», η ακύρωση του προγραμματισμένου ταξιδιού του Έλληνα πρωθυπουργού, κ. Γ. Παπανδρέου, στη Νέα Υόρκη και το αίτημα του κόμματος της αντιπολίτευσης στην Αθήνα για εκλογές ως «λύση του προβλήματος».
 Την ίδια στιγμή σε άρθρο της εφημερίδας «The Australian» εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για «το κατά πόσο θα μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να συγκεντρώσει το ποσό που υπολογίζει από την είσπραξη φόρων, δεδομένου ότι, αφενός, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση απ’ όσο υπολογιζόταν τον περασμένο Μάιο και, αφετέρου, οι πολίτες αρνούνται να πληρώσουν, καθώς δεν έχουν πειστεί ότι οι θυσίες τις οποίες υφίστανται θα έχουν αίσια έκβαση ούτε ότι είναι σκόπιμες, προκειμένου οι γαλλικές τράπεζες να έχουν τις μικρότερες δυνατές απώλειες».
Εξάλλου, το κεντρικό θέμα στο οικονομικό ένθετο Business της εφημερίδας «The Sydney Morning Herald» αναφέρει ότι, «ενώ η πρώτη φάση της κρίσης αφορούσε στην οικονομική ενίσχυση των ιδιωτικών τραπεζών από τα κρατικά κονδύλια για την αποτροπή ενδεχόμενης κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, η δεύτερη φάση αφορά στη διάσωση των ίδιων των κυβερνήσεων και στο κατά πόσο η επιβολή εξοντωτικών μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας είναι δυνατόν να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη».