H γιορτή είχε γίνει• είχε λήξει νωρίς, όπως όλες οι αμερικανικές τελετές γενεθλίων στη Βιρτζίνια που τυχαίνει να πέφτουν καθημερινή. Ο εορτάζων βρισκόταν έξω από το σπίτι του και, ακόμη και αν δεν ήταν, έμοιαζε προβληματισμένος με τη ζωή του. 28 Αυγούστου, καλοκαίρι. Είχε μείνει με το εσώρουχο, φορούσε τα παλιά του παπούτσια, αυτά που χρησιμοποιούσε όταν κούρευε το γκαζόν της μονοκατοικίας, και σκεφτόταν τη ζωή του. Ηταν φανερό, κάτι δεν πήγαινε καλά. Σε μια ταινία το επόμενο καρέ θα ήταν ένα άναμμα τσιγάρου, μια θλιβερή μουσική υπόκρουση, ένα δάκρυ. Στην πραγματική ζωή τού τότε 30χρονου Ελληνοαμερικανού Ντιν Καρνάζη η επόμενη κίνηση ήταν ένα ολονύχτιο τρέξιμο με το εσώρουχο και τα βρώμικα παπούτσια. Από τότε έχουν περάσει χρόνια. Τα ρούχα έχουν αλλάξει, τα παπούτσια επίσης, η απόγνωση έχει υποχωρήσει, αλλά το τρέξιμο ακόμη δεν έχει σταματήσει. Και ούτε προβλέπεται.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να θρηνήσεις. Ο σιωπηλός, ο γοερός, ο σπαρακτικός, ο υπόγειος, ο βασανιστικός. Κάποια στιγμή όμως, καθώς ο χρόνος περνάει, ο οργανισμός προσπαθεί να εξορθολογιστεί. Και να σκεφτεί τι ακριβώς θα γίνει με το μέλλον: ακινησία ή εσωτερική δύναμη; Βουβός πόνος ή αντίδραση; Διάλεξε ζωή. Ο άνθρωπος με την ξεκάθαρη δύναμη απαντά: «Εκείνη την εποχή θρηνούσα τον θάνατο της αγαπημένης μικρής μου αδελφής. Είχε συμβεί πριν από χρόνια, αλλά δεν το είχα αποδεχθεί, και ας είχα περάσει θεωρητικά όλα τα στάδια του θρήνου. Επρεπε όμως κάπως να συνεχίσω. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα πως η κατάθλιψη είχε κρατήσει αρκετά. Και ήρθε η στιγμή να μετατρέψω τα συναισθήματά μου, να κάνω την ακινησία δύναμη. Να την τιμήσω με τον τρόπο μου. Και το μόνο που ήξερα να κάνω καλύτερα από τον καθένα ήταν να τρέχω».
Η αλήθεια είναι πως πέρα από την κινηματογραφική αρχή στα πρότυπα του Φόρεστ Γκαμπ, ο Ντιν Καρνάζης ήξερε από μικρός να τρέχει. Ξεκίνησε με μια παραχώρηση στη μητέρα του: «Μην έρθεις να με πάρεις από το σχολείο, θα γυρίσω τρέχοντας». Στα 11α γενέθλιά του, αντί να πάει με το αυτοκίνητο στους παππούδες του, 32 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, αποφάσισε να τρέξει, έτσι για πλάκα. Αργότερα αποθεώθηκε σε σχολικούς στίβους όπου γνώρισε τον προπονητή και μέντορά του Σοπ Μακ Τάβις. Ηταν τόσο στερεοτυπικά καλός/κακός, που όταν τελείωνε μακράν πρώτος έναν μαραθώνιο και τον ρωτούσε «πώς ήταν;», αν δεχόταν την απάντηση «μια χαρά», του απαντούσε «τότε δεν έτρεχες καλά. Αν έτρεχες καλά, θα ένιωθες σαν να ζούσες στην κόλαση».
Μετά ήρθε η κανονική ζωή. Από τα 15 μέχρι τα 30 του, λίγο οι σπουδές, λίγο η ρουτίνα, λίγο η οικογένεια, τον είχαν απομακρύνει από το τρέξιμο, τον είχαν κάνει «φυσιολογικό». Αλλά δεν ήταν, όπως δεν είναι κανένας. Μάλλον γέμιζε με μια απόκοσμη ενέργεια, που ακόμη δεν έχει εξατμιστεί.
Εχει τρέξει 50 συνεχόμενους μαραθώνιους σε 50 Πολιτείες της Αμερικής μέσα σε 50 ημέρες – ακόμη και να το γράψεις είναι κουραστικό –, 560 χιλιόμετρα χωρίς να κοιμηθεί για τρία συνεχή βράδια, έναν μαραθώνιο στον Νότιο Πόλο και 210 χιλιόμετρα χωρίς στάση στην «Κοιλάδα του Θανάτου» της Καλιφόρνιας, υπό θερμοκρασία 45°C. Η εύκολη ερώτηση είναι μήπως τελικά τρέχοντας ασταμάτητα προσπαθεί να γλιτώσει από κάτι. «Προτιμώ να σκέφτομαι πως δεν τρέχω για να ξεφύγω, αλλά τρέχω προς κάτι. Κάποιοι τρέχουν προσπαθώντας να γλιτώσουν, εγώ τρέχω απλώς γιατί το αγαπώ».
Επιστροφή σε εκείνη την κινηματογραφική στιγμή. Πάνω στο ακούρευτο γρασίδι, σε μια κρίση ζωής από τις πολλές. Εγινε κάτι που άλλαξε τη ζωή του; «Αλλαξαν τα πάντα. Από εκείνη τη στιγμή αποφάσισα κάθε στιγμή της ζωής μου να προσπαθώ να καταφέρω το καλύτερο δυνατό. Να γιορτάζω τη ζωή αντί να θρηνώ. Η αδελφή μου, σκέφτηκα, έτσι θα το ήθελε. Τώρα νιώθω το πνεύμα της μαζί μου».
Ο Καρνάζης δεν είναι ένας τυπικός δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Κάτι μεταξύ ήρωα διαφημιστικού, αθλητή αμερικανικής ταινίας και υπερανθρώπου σωματικά, ο άντρας που ψηφίστηκε ως το «Καλύτερο σώμα» το 2004 από το περιοδικό «GQ» είναι ένας άνθρωπος που έχει επανεφεύρει τον εαυτό του. Εξακολουθώντας να ασκεί εξ αποστάσεως το παλιό του επάγγελμα ως σύμβουλος επιχειρήσεων, έχει δημιουργήσει μια νέα κερδοφόρα επιχείρηση σε σχέση με τον εαυτό του. Εχει κατηγορηθεί από άλλους αθλητές για υπερπροβολή – «Απλώς με ρωτάνε, να μην τους απαντώ;» υποστηρίζει –, έχει εμφανιστεί στο ντοκυμαντέρ «Ultramarathon Man» με πρωταγωνιστή τον εαυτό του και έχει ανοίξει αλυσίδα υγιεινής διατροφής στις ΗΠΑ.
Μια τέτοια ιστορία μπορεί να δημιουργήσει κάποιο σύμπλεγμα όταν τη διαβάζουν κανονικοί άνθρωποι, από εμάς που μας «έχει τρελάνει ο μοντέρνος τρόπος ζωής, του γραφείου, που στην ουσία είναι μια παρά φύσιν κατάσταση την οποία έχουμε δεχθεί ως φυσιολογική τον τελευταίο αιώνα». Οι συμβουλές του είναι απλές: «Μην ξεκινήσετε να τρέχετε. Αρκεί πρώτα λίγο περπάτημα. Δεν θα φτιάξετε το καλύτερο σώμα του κόσμου, αλλά θα γίνετε καλύτεροι. Μετά τζόγκινγκ. Και μετά τρέξτε. Μόνο καλό θα σας κάνει».
Πέρα από τα χρήματα και τη mediophilia, η ερώτηση παραμένει: Γιατί τρέχει ασταμάτητα; «Νομίζω πως είναι στο αίμα μου. Από μικρός έβγαζα την υπερβολική μου ενέργεια εκεί, και ο πατέρας μου, ένας αμετανόητος Ελληνας που, όσο και να έγινε Αμερικανός, πάντα γυρνούσε στην πατρίδα, μου έλεγε πως κατάγομαι από το μέρος του Φειδιππίδη. Αν το εξετάσουμε από την άποψη του DNA, μάλλον έτσι εξηγείται». Για την ακρίβεια ούτε έτσι εξηγείται, αλλά τρέχα γύρευε…