Φόρο τιμής στους εμπνευστές και πρωτεργάτες του οργανισμού, αλλά και στους άξιους συνεχιστές του έργου τους, είναι το πρώτο που αισθάνομαι ότι έχω καθήκον να κάνω, σήμερα που συμπληρώνονται 40 χρόνια από τη γέννηση της Αυστραλο-Ελληνικής Κοινωνικής Πρόνοιας, ενός οργανισμού για τον οποίο η παροικία έχει κάθε λόγο να αισθάνεται περήφανη αλλά και ευγνώμων για την ύπαρξή του.
Ο εμπνευστής της ιδέας, δρ. Σπύρος Μωραΐτης, θα δώσει απλά το στίγμα της γέννησης του οργανισμού:
«Το 1960 μια μικρή ομάδα συμπαροίκων άρχισε να προβληματίζεται και να συζητά θέματα που ανάγονταν στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, της θρησκείας, της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού μέσα στην αυστραλιανή κοινωνία. Ανύπαρκτες μέχρι αναποτελεσματικές υπηρεσίες για τους μετανάστες και τα δικαιώματά τους ήταν το κεντρικό θέμα των συζητήσεων αυτών. Ιδιαίτερα ανησυχητικό ήταν το επίπεδο εκπαίδευσης των παιδιών των μεταναστών στα σχολεία των εσωτερικών προαστίων της Μελβούρνης.
»Ο καταλύτης που έφερε την ομάδα των ατόμων αυτών στο ίδιο τραπέζι συζητήσεων, ήταν η ίδρυση της Επιτροπής για τη Δημιουργία της Έδρας Νεοελληνικών το 1969 και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Επιστημόνων που προήλθε από αυτήν το 1972. Από υποεπιτροπή κοινωνικής πρόνοιας του Συνδέσμου, γεννήθηκε η Αυστραλο-Ελληνική Κοινωνική Πρόνοια, σε μια άτυπη συνάντηση που είχε οργανώσει η Μαργαρίτα Μωραΐτη, στις 15 Αυγούστου 1972» θα πει ο Σπύρος Μωραΐτης, δίνοντας το ακριβές σκηνικό της γέννησης του οργανισμού.
Θα αναφερθεί σε παρεμφερείς οργανισμούς από τους οποίους ζητήθηκαν πολύτιμες πληροφορίες, όπως ήταν το Οικουμενικό Μεταναστευτικό Κέντρο και ο Αυστραλο-Εβραϊκός Σύνδεσμος Ανακούφισης και Κοινωνικής Πρόνοιας, υπογραμμίζοντας ότι ‘ο στόχος της Αυστραλο-Ελληνικής Κοινωνικής Πρόνοιας ήταν να διεκδικήσει δυναμικά τα δικαιώματα των μεταναστών και των παιδιών τους, με έμφαση στη βελτίωση των υπηρεσιών στους τομείς παιδείας, υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, παιδικής φροντίδας και διατήρησης της ελληνικής γλώσσας’.
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο ίδιος θα υπογραμμίσει το γεγονός ότι «από τα πρώτα στάδια της ύπαρξής του, ο οργανισμός κράτησε ουδέτερη στάση στην πολιτική, διατηρώντας επαφή και ζητώντας στήριξη και συνεργασία από όλα τα πολιτικά κόμματα, τις κυβερνήσεις και τους γραφειοκράτες. Αυτό, δε, σήμαινε ότι η πολιτική του οργανισμού δεν διαγραφόταν με προσοχή και ευστοχία».
Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στην ίδρυση του ραδιοφωνικού σταθμού 3ΖΖ που έδωσε φωνή στην Αυστραλο-Ελληνική Κοινωνική Πρόνοια και την έφερε κοντά στην παροικία, καθώς επίσης και στο «Νέο Κόσμο» που έπαιξε ενημερωτικό ρόλο.
Την πρώτη κρατική οικονομική ενίσχυση επιτυγχάνει ο οργανισμός το 1974, οπότε και προσλαμβάνει το πρώτο προσωπικό του στα πρόσωπα των Σελεστίνης Ντούφα και Ρίτας Πάκερ.
Τον Ιούνιο του 1975, με ενίσχυση από την ομοσπονδιακή και πολιτειακή κυβέρνηση της Βικτώριας, ο οργανισμός προβαίνει στην αγορά στέγης, στο 8 Corsair St., στο Richmond, όπου δύο χρόνια αργότερα, ιδρύεται Παιδικός Σταθμός, ο οποίος λειτουργεί επί 12ώρου βάσεως και εξυπηρετεί τις οικογένειες των εργαζόμενων μεταναστών.
Τον ίδιο χρόνο και δύο μήνες αργότερα, τον Απρίλη του 1977, με βλέμμα στις μελλοντικές ανάγκες των μεταναστών, ιδρύεται ο Αυστραλο-Ελληνικός Σύνδεσμος για την Φροντίδα των Ηλικιωμένων, με πρωτοστατούντα αρκετά μέλη που αποσπάστηκαν από τον κορμό της ΑΕΚΠ, όπως ο Τζον Σαλβάρης, η Μαρίκα Μπισά, ο Κον Κωνσταντίνου και η Άννα Μάθιους.
Το 1977 και 1978 σοβαρές κυβερνητικές οικονομικές ενισχύσεις, βοήθησαν τον οργανισμό να επεκτείνει τις υπηρεσίες του και στο χώρο της παιδείας.
Η εντόπιση της ανάγκης για επαγγελματίες διερμηνείς και μεταφραστές, καθώς επίσης και η συγκρότηση ανάλογων προγραμμάτων, αναμφίβολα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του οργανισμού.
Η ΑΕΚΠ με το χέρι της διαρκώς στο σφυγμό της παροικίας συνεχίζει την ανοδική της πορεία.
Ο δρ. Μωραΐτης θα πει χαρακτηριστικά: «Σε αυτούς που συνδέονται με τον οργανισμό από τη γέννησή του, προκαλεί θαυμασμό το γεγονός ότι κράτησε τόσα χρόνια. Δεν μας εκπλήσσει εντούτοις στο ελάχιστο η ανυπολόγιστη αξία που έχει για την παροικία, η εξέλιξη σε θέματα στρατηγικής και προσαρμογής στις ανάγκες της παροικίας».
Μεγάλη βαρύτητα αποδίδει στο γεγονός ότι «ο οργανισμός απέδειξε έμπρακτα στην αυστραλοελληνική παροικία ότι οι οργανισμοί μπορούν, όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά να αποδώσουν τα μέγιστα, αν κρατήσουν πολιτική ουδετερότητα, και ακόμη ότι το λόμπι είναι απαραίτητο για την ύπαρξή τους, το ίδιο όπως και η ανάγκη για γηροκομεία και γηριατρεία. Επίσης, ότι κοινωνική πρόνοια δε σημαίνει και δε μεταφράζεται μόνο σε χρήματα, αλλά και την ανάγκη δίγλωσσων σχολείων και προγραμμάτων.
Εντόπισε και ανέδειξε την ανάγκη συγκρότησης υπηρεσιών για τις μη αγγλόφωνες κοινότητες, ως μέρος των υπηρεσιών που προσφέρονται στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο».
ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑΞΑΝ
Πολλά άλλαξαν, αλλά και πολλά μένουν τα ίδια, θα πει η γενική διευθύντρια του οργανισμού, Βούλα Μεσημέρη, η οποία συμπληρώνει 22 χρόνια στην υπηρεσία της ΑΕΚΠ.
«Η ουσία παραμένει ότι ο οργανισμός, στηριζόμενος σε γερά θεμέλια έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται στις ανάγκες της παροικίας.
Μετά από 40 χρόνια ορισμένα πράγματα εξακολουθούν να μας απασχολούν με την ίδια ένταση και αμεσότητα, όπως είναι τα οικογενειακά προβλήματα και η πληροφόρηση για την ύπαρξη υπηρεσιών. Από τα μεγαλύτερα ζητήματα σήμερα είναι η φροντίδα των ηλικιωμένων και η πληροφόρηση των νεότερων γενεών για τις υπηρεσίες που προσφέρονται σήμερα, ώστε οι ηλικιωμένοι να έχουν τη δυνατότητα να μείνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο σπίτι τους. Αυτό συμφέρει, φυσικά, από πρακτικής πλευράς και την Πολιτεία, γι’ αυτό το προωθεί και το στηρίζει δυναμικά.
Το ευχάριστο είναι ότι η δεύτερη γενιά είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη στο θέμα αυτό και ενδιαφέρεται να έχει πρόσβαση σ’ όλες τις σύγχρονες διευκολύνσεις που υπάρχουν, ώστε οι γονείς τους να μείνουν στο σπίτι τους, όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα.
Στα αρχικά στάδια του οργανισμού υπήρχε μεγάλη ανάγκη για πληροφόρηση των μεταναστών εργατών σε θέματα ασφάλειας στον τόπο εργασίας και των δικαιωμάτων τους. Υπήρξε συνεργασία με τα εργατικά συνδικάτα σ’ αυτόν το χώρο. Υπήρχε επίσης η ανάγκη εύρεσης εργασίας που και εκεί ο οργανισμός έπαιξε ουσιαστικό ρόλο, κατευθύνοντας τα άτομα στις ανάλογες υπηρεσίες».
Η ΓΛΩΣΣΑ ΖΩΝΤΑΝΗ
Στο θέμα της διατήρησης της γλώσσας, θα πει η Βούλα Μεσημέρη, η ΑΕΚΠ εξακολουθεί να παίζει ζωτικό ρόλο.
«Ο Παιδικός Σταθμός «ΑΛΦΑ», εξυπηρετεί σήμερα 88 οικογένειες. Το προσωπικό είναι δίγλωσσο και δίνεται η ευκαιρία και σε μη ελληνόπουλα να μάθουν την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα, πράγμα πάρα πολύ σημαντικό. Στα πρώτα χρόνια εξυπηρετούσε την Ελληνίδα μητέρα που δούλευε στο εργοστάσιο, άρχιζε δουλειά νωρίς και δεν είχε πού να αφήσει τα παιδιά της. Σήμερα, έχουμε την Ελληνίδα δεύτερης γενιάς που εργάζεται –μπορεί να είναι επιστήμονας, επιχειρηματίας ή υπάλληλος– έχει όμως τις ίδιες ανάγκες. Εκεί μας δίνεται η ευκαιρία να δούμε επίσης πόσο ενδιαφέρεται η δεύτερη γενιά για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας».
Σ’ ερώτηση ‘τι έχει αλλάξει στα οικογενειακά θέματα’ που καλείται η ΑΕΚΠ να βοηθήσει, η Βούλα Μεσημέρη, θα πει: “παλιά, υπήρχαν προβλήματα που προκαλούσε η συγκατοίκηση –δυο-τρεις οικογένειες στο ίδιο σπίτι– ή συγκατοίκηση με τους γονείς ή τα πεθερικά, επίσης η απομόνωση, κυρίως στις Ελληνίδες μετανάστριες. Ήταν σ’ έναν ξένο τόπο, χωρίς την επαφή με τους συγγενείς και τους συγχωριανούς που είχαν συνηθίσει. Επίσης, υπήρχαν προβλήματα μεταξύ των ζευγαριών εξαιτίας της έντασης που προκαλούσαν διάφορα θέματα, από την άγνοια της γλώσσας, το υπερφορτωμένο ωράριο γυναικών και ανδρών, ακόμη και τα διαφορετικά ‘πιστεύω’ ανάμεσα στο ζευγάρι που, στις περισσότερες περιπτώσεις, η γνωριμία γινόταν γρήγορα και ο γάμος το ίδιο εσπευσμένα, χωρίς οι άνθρωποι να είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν.
Υπήρχαν, κατά συνέπεια σοβαρά προβλήματα στα οποία προσπαθούσε ο οργανισμός να βοηθήσει, απασχολώντας έναν μεγάλο αριθμό ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών.
ΝΕΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
«Τις δεκαετίες ΄80 και ’90 έκαναν την εμφάνισή τους προβλήματα που συνδέονταν με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, τον τζόγο και το αλκοόλ.
Επίσης, πολλοί γονείς, με την οικονομική κρίση του ΄90, έχασαν τα σπίτια τους, με το να τα βάλουν υποθήκη για να αγοράσουν τα παιδιά τους κάποια επιχείρηση. Εκεί ο ρόλος μας ήταν συμβουλευτικός, αλλά και οικονομικά ενισχυτικός, όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη».
Αναφερόμενη στα προβλήματα του σήμερα, η Βούλα Μεσημέρη, θα θίξει αυτό των νεομεταναστών που καταφθάνουν στην Αυστραλία τους τελευταίους δώδεκα μήνες και υπάρχουν σοβαρά προβλήματα γι’ αυτή την ίδια τη συντήρησή τους: «Είναι, όπως γνωρίζουμε, διαφορετικοί από τους μετανάστες της μαζικής μετανάστευσης. Είναι νέοι, οικογενειάρχες στις περισσότερες περιπτώσεις που έρχονται εδώ για ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, μιας και τα πράγματα στην Ελλάδα, είναι άσχημα, η έκπληξη όμως που τους περιμένει είναι ότι κι’ εδώ υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες, για να βρει κάποιος δουλειά, αν έλθει με πρόσκληση και εγγύηση κάποιου. Εκείνο που βλέπουμε είναι ότι τα άτομα που εγγυούνται για στέγη, διατροφή και όλα τα έξοδα διαβίωσης, δεν μπορούν να το κάνουν για μεγάλο διάστημα. Έτσι δημιουργείται στους επισκέπτες θέμα επιβίωσης και καταλήγουν σε μας. Δυστυχώς όμως το κονδύλι που διαθέτει ο οργανισμός για κρίσιμες καταστάσεις είναι μόλις $15.000 το χρόνο. Δεν μπορούμε, λοιπόν, εκ των πραγμάτων, να κάνουμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πολλά. Γι’ αυτό η σωστή πληροφόρηση σε όσους σκέπτονται να ‘βρουν την τύχη τους’ στην Αυστραλία, είναι απαραίτητη».
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι ότι παρ’ ότι η ελληνική παροικία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα ατόμων που ζητούν στήριξη, το κράτος, χρηματοδοτεί τη θέση μόνο ενός κοινωνικού λειτουργού, υποστηρίζοντας ότι ‘μετά από μισό αιώνα η παροικία θα πρέπει να έχει προσαρμοστεί και να μην έχει πλέον προβλήματα!’. Έτσι υποχρεωνόμαστε να βρούμε εμείς τα χρήματα για να έχουμε τουλάχιστον δύο κοινωνικούς λειτουργούς».
Καταλήγοντας, η Βούλα Μεσημέρη, θα πει ότι «υπάρχουν πολλά θετικά σημεία για την σταθερή πορεία του οργανισμού και τα επερχόμενα χρόνια, χάρη στον επαγγελματισμό, τη σωστή στρατηγική και τη σοβαρότητα που εξακολουθεί να έχει ο οργανισμός σε θέματα προσαρμογής στις εκάστοτε ανάγκες της παροικίας».