Ανώτατα στελέχη τραπεζών της Αυστραλίας ένωσαν τη φωνή τους με πολιτικούς στη χώρα καταγγέλλοντας την πρόταση για την επιβολή ενός φόρου στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές από μέρους του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο.
Ο Μπαρόζο αναφέρθηκε στην πρόταση αυτή στην ετήσια ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης στο Ευρωκοινοβούλιο στο Στρασβούργο, στη Γαλλία, εν μέσω της επιβράδυνσης της οικονομίας και της κρίσης στην ευρωζώνη.
Ανέφερε ότι ο φόρος θα συμβάλλει να συγκεντρώνονται 55 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο και ότι θα ανέρχεται σε 0,1% στις αγοραπωλησίες ομολόγων και μετοχών και 0,01% στις αγοραπωλησίες παραγώγων, αρχής γενομένης από το 2014.
Η κυβέρνηση της Αυστραλίας έχει απορρίψει την πρόταση αυτή, όπως και η Ένωση Τραπεζών της Αυστραλίας.
«Αυτός είναι απλά ένας φόρος στον υπόλοιπο κόσμο που καλείται να πληρώσει για τα προβλήματα του χρέους της Ευρωπαϊκής Ένωσης» δήλωσε ο επικεφαλής της ένωσης Στίβεν Μάντσενμπεργκ. «Οι χώρες που τάσσονται υπέρ αυτού του είδους φόρου είναι εκείνες οι τράπεζες των οποίων έχουν αληθινά προβλήματα. Αυτές οι χώρες θέλουν να φορολογήσουν τις τράπεζές τους διότι είχαν χρησιμοποιήσει χρήματα των φορολογουμένων για να διασώσουν τις τράπεζες στην διάρκεια της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης, αντίθετα με την Αυστραλία, τον Καναδά και άλλες χώρες».
Ο Μάντσενμπεργκ είπε ότι οι φορολογούμενοι δεν χρειάστηκε να χρηματοδοτήσουν τις τράπεζες της Αυστραλίας.
«Αυτός είναι ένας ‘μαγικός’ φόρος – με κάποιον τρόπο συγκεντρώνονται δισεκατομμύρια δολάρια χωρίς υποτίθεται ουδείς να πληρώνει πολλά» ανέφερε ο Μάντσενμπεργκ.
«Η πραγματικότητα είναι ότι κάποιος πρέπει να πληρώσει, είτε μέσω υψηλότερου κόστους των τραπεζικών επιχειρήσεων ή μέσω χαμηλότερων αποδόσεων για τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια και τους απλούς μετόχους», πρόσθεσε.
«Μοιάζει να γίνεται η υπόθεση, σε αυτήν την πρόταση επιβολής φόρου, ότι οι χρηματαγορές ασχολούνται μόνο με ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία παρά με τη διαχείριση κινδύνου».