Άπληστος και αείμαργος κόρακας ο νους μου αδιάντροπα ξεψαχνίζει πάλι την Καινή Διαθήκη και διαβάζει:
«. . . ελθών Ιωσήφ [ο] από Αριμαθαίας ευσχήμων βουλευτής, ός και αυτός προσδεχόμενος την βασιλείαν του θεού, τολμήσας εισήλθεν προς τον Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκος, 15:43). «. . . ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, τούνομα Ιωσήφ, ός και αυτός εμαθητεύθη τω Ιησού. Ούτος προσελθών των Πιλάτω ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Ματθαίος, 27:57-8). «Και ιδού ανήρ ονόματι Ιωσήφ βουλευτής υπάρχων [και] ανήρ αγαθός και δίκαιος . . . από Αριμαθαίας πόλεως των Ιουδαίων, ός προσεδέχετο την βασιλείαν του θεού, ούτος προσελθών των Πιλάτω ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Λουκάς, 23:50-52). «Μετά δε ταύτα ηρώτησεν τον Πιλάτον Ιωσήφ [ο] από Αριμαθαίας, ών μαθητής του Ιησού κεκρυμμένος δε δια τον φόβον των Ιουδαίων, ίνα άρη το σώμα του Ιησού» (Ιωάννης, 19:38).
Παρατηρούμε εδώ και τους τέσσερις Ευαγγελιστές να μιλούν για «σώμα», και όχι για «πτώμα», του νεκρού Ιησού – και υπάρχει λόγος. Το πέρασμα από το «σώμα» στο «πτώμα» έχει τη δική του ιστορία (θα την ψηλαφίσουμε με κομμένα νύχια πιο κάτω).
ΒΑΡΒΑΡΙΖΕΙ Η ΒΑΡΒΑΡΑ;
Η Αυστραλίς θεολόγος Dr Barbara Thiering, στο βιβλίο της, Jesus the Man. A New Interpretation from the Dead Sea Scrolls (Bantam ed., 1993), γράφει: «Jesus did not die on the cross. He recovered from the effects of the poison, was helped to escape from the tomb by friends, and stayed with them until he reached Rome, where he was present in AD 64» (σ. 154).
Μεταφράζω: «Ο Ιησούς δεν πέθανε πάνω στον σταυρό. Συνήλθε από τις επιδράσεις του δηλητηρίου, οι φίλοι του τον βοήθησαν να δραπετέψει από τον τάφο, και παρέμεινε με αυτούς μέχρι που έφτασε στη Ρώμη, όπου ήταν παρών το 64 μ.Χ.».
Δεν έχω διαβάσει – κακώς, βέβαια – τους χειρόγραφους πάπυρους της Νεκρής Θάλασσας (βρέθηκαν την Άνοιξη του 1947 από έναν 15χρονο γιδοβοσκό που έψαχνε να βρει το χαμένο κατσίκι του), και συνεπώς δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν (και κατά πόσο) αυτά που καταθέτει εδώ η Dr Thiering απηχούν την ιστορική πραγματικότητα. Αλλά έστω και αν απορρίψουμε την άποψη της Αυστραλίδας θεολόγου – μια διαδομένη άποψη που εξετάζεται ανοιχτά από μελετητές – και δεχτούμε την παραδοσιακή εκδοχή ότι ο Ιησούς πέθανε πάνω στον σταυρό (παρότι οι δύο σταυρωμένοι ληστές δίπλα του δεν πέθαναν πριν δεχτούν τη «χαριστική βολή», δηλ. τη θράση των κνημιαίων οστών που οδήγησε στην παύση της λειτουργίας του αναπνευστικού τους συστήματος), οι Ευαγγελιστές δεν ήσαν υποχρεωμένοι να μιλήσουν για «πτώμα» του νεκρού Ιησού.
ΠΑΜΕ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ
Ο θείος Όμηρος τραγουδά: «Ψυχή δ’ εκ ρεθέων πταμένη Άϊδοσδε βεβήκει / όν πότμον γοόωσα, λιπούσ’ ανδροτήτα και ήβην» (Ιλιάδα, 16. 856-7 και 22.362-3). Δηλαδή: «Πέταξε από τα μέλη η ψυχή και στον Άδη πήγε, και πικρά έκλαιγε για την κακή της τη μοίρα, παλικαριά πίσω αφήνοντας και νιάτα».
Εδώ βλέπουμε ότι, από τη στιγμή που η ψυχή εγκαταλείψει το σώμα, με το οποίο αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο – τη ζωή – , το σώμα παύει να είναι σώμα: γίνεται πτώμα. Και το «πτώμα» τι πράγμα είναι; Πάλι ο θείος Όμηρος τραγουδά την άκρατη εκδίκηση του Αχιλλέα, που άσχημα ατιμάζει του Έκτορα το πτώμα, σέρνοντάς το γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου. Μιλά ο Απόλλων στους άλλους θεούς: «ού μην οι τό γε κάλλιον ουδέ τ’ άμεινον. / Μη αγαθώι περ εόντι νεμεσσηθέωμεν οι ημείς. / Κωφήν γαρ δη γαίαν αεικίζει μενεαίνων» (ό.π. 24.52-4). Δηλαδή: «Μα βέβαια αυτό που κάνει ούτε ωραίο είναι ούτε γι’ αυτόν συμφέρον. Μήπως θυμώσουμε κι εμείς μαζί του, κι ας είναι από θεία γενιά γιατί, πάνω στη μανία του, αναίσθητο χώμα ατιμάζει». Πολύ όμορφο! Το πτώμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας άψυχος χωμάτινος σβώλος!
Αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε ζωντανό «σώμα», ο θείος Όμηρος το ονομάζει «δέμας», ενώ αυτό που εμείς ονομάζουμε «πτώμα», εκείνος το ονομάζει «σώμα». Ένα παράδειγμα: «Τυδεύς τοι μικρός μεν έην δέμας, αλλά μαχητής» (5.801), δηλ. «ο Τυδέας, αν και μικρόσωμος, ήταν παλικάρι». Σήμερα το «δέμας» γλίτωσε χωμένο στο σκυρόδεμα! Όσο για το «σώμα» που σημαίνει «πτώμα», στην Οδύσσεια διαβάζουμε τη φράση: «σώμα κατελείπομεν ημείς άκλαυτον και άθαπτον» (11.53-4). Όμως ας μην ξεχνούμε την ποιητική άδεια και το παιχνίδι με τις λέξεις.
Ξαναπιάνοντας λοιπόν το νήμα από τη μεριά των Ευαγγελιστών, που μιλούν για «σώμα», και όχι για «πτώμα», του νεκρού Ιησού, μια ματιά στο έτυμο της λέξης «πτώμα» μάς οδηγεί κατευθείαν στο ρήμα «πίπτω». Συνεπώς, «πτώμα» είναι αυτό που «πέφτει» άψυχο. Ο Ιησούς, πεθαίνοντας, δεν έπεσε άψυχος. Συνεπώς δεν έχουμε πτώμα.
Ωστόσο οι Ευαγγελιστές γνωρίζουν ότι στις μέρες τους (όπως και στις δικές μας) η λέξη «σώμα» σημαίνει (και) το «ζωντανό κορμί». Ο Λουκάς είναι ξεκάθαρος, όταν γράφει: «ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός σου» (11:34).
Συμπέρασμα: Υπάρχει ετυμολογικό ελαφρυντικό που απαλλάσσει τους Ευαγγελιστές από την κατηγορία της άρνησης να μιλήσουν ευθαρσώς για το «πτώμα» του νεκρού Ιησού. Υπάρχει κι ένα αισθητικό ελαφρυντικό: η λέξη «σώμα» είναι ηπιότερη από τη φοβερή λέξη «πτώμα», όπως και η φράση «η κοίμηση της Θεοτόκου» είναι απαλότερη από τη σκληρή φράση «ο θάνατος της Θεοτόκου». Η ραχοκοκαλιά πολλών θρήσκων ανθρώπων δεν αντέχει το βάρος των λέξεων «πτώμα» και «θάνατος». Κατανοητό.