Με καθαρή ματιά στο μέλλον που διαγράφεται μέσα από ελκυστικές εικόνες της Πέμπτης Ηπείρου, εκατοντάδες νέοι άνθρωποι, στις πολυτελείς αίθουσες του «Χίλτον», προσπαθούν να οραματιστούν μια θέση στον ήλιο. Επιστήμονες, επαγγελματίες, κατέφθασαν από όλα τα μέρη της Ελλάδας, με την ελπίδα να μπορέσουν να πάρουν μέρος στην ενημερωτική διημερίδα που διοργάνωσε το Αυστραλιανό Υπουργείο Μετανάστευσης και Υπηκοότητας στην Αθήνα.
Το ενδιαφέρον τεράστιο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι από τις 15.000 αιτήσεις, η πόρτα άνοιξε μόνο σε 1.250 άτομα.
Τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, οι περισσότεροι, περιποιημένοι, καλλιεργημένοι, πήγαν εκεί για να εξακριβώσουν τι προσφέρεται.
Τι μπορεί, μέσα στο γενικό κλίμα της μαυρίλας και της αβεβαιότητας που αναπνέουν στην Ελλάδα, να τους δώσει η Αυστραλία σήμερα.
Είναι μια εντελώς διαφορετική «φουρνιά» επίδοξων μεταναστών. Καμία σχέση με εκείνους που έφευγαν το ’50 και το ΄60 από τα χωριά, κυρίως, της Ελλάδας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις εισόδου στη χώρα, ήταν να έχουν γερά μπράτσα. Όσο πιο χοντρόπετσα ήταν τα χέρια τους, όσο πιο ροζιασμένα, τόσο καλύτερες οι προοπτικές να φύγουν με τη ΔΕΜΕ.
Οι του «Χίλτον», από τις δηλώσεις τους, το ύφος τους, τη συμπεριφορά τους, φαίνονται προσγειωμένοι. Σίγουρα, δεν περιμένουν όπως οι παλιοί, τα κόκκινα χαλιά, ούτε τα δολάρια στους δρόμους. Δεν περιμένουν τον εύκολο πλουτισμό για να «τα μαζέψουν» και να γυρίσουν σε πέντε χρόνια πάμπλουτοι, όπως ονειρευόταν η πρώτη γενιά και διαψεύστηκε οικτρά.
Οι επίδοξοι Έλληνες νεομετανάστες, δεν έχουν ψευδαισθήσεις, ούτε και αυταπάτες, ευτυχώς. Γνωρίζουν ότι, έστω κι αν διαθέτουν προσόντα, η διαδικασία για τη βίζα και την αναγνώριση πτυχίων και ειδικότητας, δεν είναι εύκολη.
ΜΑΣ ΔΙΩΧΝΕΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
Οι εκφράσεις τους είναι λιτές, περιεκτικές, μετρημένες: «Δεν έχει τίποτε η Ελλάδα για να μας κρατήσει. Μας διώχνει καθημερινά». Έτσι απλά και τραγικά μαζί. Μια κατάσταση που ενέσκηψε από το πουθενά. Ούτε πόλεμοι, ούτε πείνες και κατοχές προηγήθηκαν, όπως παλιά. Ούτε αξίζει αυτή τη στιγμή να ασχοληθεί κανείς με τα αίτια. Όχι ότι δεν πρέπει. Απλώς, πρόκειται για περιττή πολυτέλεια.
Οι άνθρωποι του «Χίλτον» ενδιαφέρονται για την ουσία και σ’ αυτήν επικεντρώνονται.
«Η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη» θα πει ο Σάκης Ζαφειρόπουλος, πρόεδρος του Δ.Σ. της «Φροντίδας», που παρακολούθησε τη διημερίδα στο «Χίλτον», εκ μέρους του οργανισμού, αλλά με δικά του έξοδα, τονίζει, αφού «ούτως ή άλλως, ήμουν εκεί διακοπές με την οικογένεια».
«Ο οργανισμός έχει ανάγκη για δίγλωσσους νοσηλευτές και αυτή ήταν μια ευκαιρία που προσφερόταν για εκμετάλλευση» θα πει.
Ο ίδιος έδωσε το προφίλ της Βικτώριας, όσον αφορά την ελληνική παροικία, τις δημογραφικές αλλαγές που έχει υποστεί, τονίζοντας ότι η ελληνική παροικία γερνά με γρήγορους ρυθμούς, με το 44.2% της να είναι 65 χρόνων και άνω σήμερα.
Στη συνέχεια, έδωσε μια ιδιαίτερα κατατοπιστική εικόνα των ιδρυμάτων της «Φροντίδας», του έργου και των μελλοντικών της σχεδίων.
Κατέληξε με τα προσόντα τα οποία θα πρέπει να έχουν όσοι ενδιαφέρονται για τον κλάδο των νοσηλευτών και τις απολαβές που θα έχουν.
ΔΙΨΟΥΣΑΝ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
«Διψούσαν για πληροφόρηση» θα πει ο Σάκης Ζαφειρόπουλος. «Από την πλευρά των οργανωτών είχε γίνει πολύ καλή δουλειά. Δόθηκε μια πραγματική εικόνα και οπτικά για τις τρεις Πολιτείες που εκπροσωπήθηκαν -Βικτώρια, Δυτική και Νότια Αυστραλία- η αγωνία όμως των ανθρώπων να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες, ήταν ορατή. Προσωπικά, με βομβάρδιζαν με ερωτήσεις, ήταν πάρα πολύ πρακτικοί στην προσέγγιση του θέματος, φανερά ενδιαφερόμενοι για την ουσία.
Έμεινα κατάπληκτος από το γεγονός ότι οι επιστήμονες, για παράδειγμα, δεν ήταν απόφοιτοι που δεν μπορούσαν να διοριστούν, σε κλινικές ή δημόσια νοσοκομεία, αλλά με προϋπηρεσία, ορισμένοι 20 χρόνων, που δεν έβλεπαν να διαγράφεται καμία ευοίωνη προοπτική για το μέλλον τους και αυτό των παιδιών τους, αλλά, αντίθετα, ένιωθαν να ζώνονται από μια κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Η σύγκριση με τους μετανάστες του ‘50 και του ‘60, έγινε σχεδόν αυτόματα. Πώς να συγκρίνεις όμως δύο ανόμοιες κατηγορίες ανθρώπων;
To μόνο που τους ένωνε, κατά τη γνώμη μου, ήταν το αίσθημα αγωνίας για το αύριο. Αυτό, μπορούσες σχεδόν να το αγγίξεις».
ΟΧΙ ΠΕΡΙΤΤΑ ΛΟΓΙΑ
Αυτό που τού έκανε, επίσης, εντύπωση, θα πει ο Σάκης Ζαφειρόπουλος, ήταν ο εύστοχος λόγος των ανθρώπων του «Χίλτον»: «Δεν άκουγες ηχηρά παράπονα. Δεν άκουγες ίσως περιττά λόγια».
Ναι, σε τραγικές καταστάσεις, είναι γεγονός, ότι τα λόγια γίνονται χρυσός. Αποκτούν άλλη διάσταση και άλλη αξία.
«Δεν άκουγες, για παράδειγμα, λόγια πικρίας για το σύστημα, γι’ αυτούς που ‘έφαγαν τα λεφτά’, όπως ακούς από τους οδηγούς ταξί ή τους ανθρώπους που συναντάς στο δρόμο, ακόμα και από τους γνωστούς».
Το πολιτικό ήταν εκτός θέματος, προφανώς γιατί οι άνθρωποι ένιωθαν στο πετσί τους ότι τα πράγματα είναι πολύ τραγικά για να περιγραφούν σωστά, αλλά, το κυριότερο, ότι δεν ωφελεί σε τίποτε.
«Ένιωσα συγκλονισμένος. Γιατί άλλο είναι ν’ ακούς ότι υπάρχει κρίση, άλλο να πληροφορείσαι τα ζοφερά μέτρα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και άλλο να είσαι πρόσωπο με πρόσωπο με την αγωνία και την απελπισία των ανθρώπων. Ήταν κάτι απερίγραπτο».
ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Δίκοπο μαχαίρι, χαρακτηρίζει ο συνομιλητής μου, την αιμορραγία νέων, ταλαντούχων ανθρώπων από την Ελλάδα: «Από τη μια μεριά, λυπάσαι που η Ελλάδα χάνει ταλαντούχο δυναμικό. Πονάς γιατί δεν μπορεί να κρατήσει ανθρώπους που ξόδεψαν χρόνια από τη ζωή τους για να φθάσουν εκεί που είναι σήμερα, να αποκτήσουν πτυχία σε μια χώρα που όλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι αυτό, κυρίως, όμως, γιατί η γενέτειρα χάνει πολύτιμα μυαλά που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να ανακάμψει.
Ως άνθρωπος όμως που έχω ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στην Αυστραλία, που έχω ζυμωθεί με την ελληνική παροικία, έχω δει τους αγώνες της σε όλους τους τομείς για να επιπλεύσει –και τα κατάφερε περίφημα– σήμερα να γερνά και να μην υπάρχει νέο αίμα από τη γενέτειρα για να ανανεωθεί το παλιό ή να ενισχύσει το νέο εδώ στην Αυστραλία, ομολογώ ότι είναι κάτι που με πονάει. Η ελληνική παροικία πρέπει να αναζωογονηθεί. Αν η αναζωογόνηση αυτή γίνει μ’ αυτόν τον τρόπο, είμαι διατεθειμένος να δω τη θετική πλευρά του θέματος».
Το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε κι εμείς, μιας και πρόκειται για θέμα εκατέρωθεν αυτοσυντήρησης.
Το γεγονός, επίσης, ότι αυτή τη φορά δεν θα υπάρχουν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, θα παίξει κυρίαρχο ρόλο, στην ομαλή προσγείωση και διαβίωση αυτών των ανθρώπων στη νέα γη. Θα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο οι μηχανικοί, οι επαγγελματίες, οι νοσοκόμοι και οι γιατροί που, μεταξύ των άλλων, θα έλθουν, θα χτίσουν γερά το οικοδόμημα της ζωής τους στην Αυστραλία.