Το βιβλίο της Ιταλίδας συγγραφέως, Milena Agus, «Daddy’s wings» («Τα φτερά του μπαμπά») που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε αγγλική μετάφραση της Brigid Maher από τις εκδόσεις Scribe, είναι, κατά την αφηγήτρια, «Ημερολόγιο», αν και χωρίς ημερομηνίες. Αποτελείται από 35 κυρίως μικρές, αλλά και κάποιες μεγαλύτερες σε έκταση σπονδυλωτές ιστορίες, ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν να σταθούν αυτοτελώς. Οι ιστορίες αυτές περιστρέφονται γύρω από καθημερινά περιστατικά που αφορούν τον μικρόκοσμο μιας 14χρονης κοπέλας που ζει με την οικογένεια και τους γείτονές της σ’ ένα απομονωμένο, αλλά ειδυλλιακό μέρος της Σαρδηνίας, την καθημερινότητα των οποίων (χαρές, λύπες, ελπίδες και απογοητεύσεις) παρακολουθεί και περιγράφει.
Πρωταγωνιστής φαίνεται να είναι μια ώριμη γυναίκα που ακούει στο όνομα «Μαντάμ», κάτοχος ενός μεγάλου οικοπέδου-«φιλέτου» (μ’ ένα μεγάλο σπίτι που λειτουργεί και ως ξενοδοχείο) το οποίο αρνείται πεισματικά να πουλήσει στους εργολάβους που την πολιορκούν ασφυκτικά, προσφέροντάς της δελεαστικές τιμές που μπορούν να την κάνουν πλούσια. Άλλος πρωταγωνιστής (αν και αόρατος) είναι ο μυστηριωδώς εξαφανισθείς πατέρας της νεαρής αφηγήτριας, την παρουσία του οποίου νιώθει όμως μέσω της αύρας που μπαίνει από τα παράθυρα τις νύχτες και σηκώνει ψηλά τα σεντόνια τα οποία μοιάζουν σαν προστατευτικές «φτερούγες του Μπαμπά». (Αυτή η σκηνή βέβαια θυμίζει εντονότατα την περίφημη ανάληψη στους ουρανούς με σεντόνια της ωραίας Ρεμέδιος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, στο μυθιστόρημά του «Εκατό χρόνια μοναξιάς»). Ένας τρίτος πρωταγωνιστής είναι ο πολυαγαπημένος όσο και απρόβλεπτος παππούς της Νόννο και –λιγότερο– άλλα πρόσωπα της δικής της οικογένειας (όπως η θεία της Ζία που ασχολείται με τη φιλοσοφία του Liebniz), καθώς και κάποιοι γείτονές της (όπως η αυστηρή Γιαγιά κ.ά.)
Ο αληθινός πρωταγωνιστής-ήρωας, ωστόσο, αυτών των απλοϊκών, ποικιλόμορφων και κάποτε παράδοξων ιστοριών είναι η ίδια η αφηγήτρια η οποία, μέσω της οξυδερκούς και ανηλεούς ματιάς της, ουσιαστικά αυτοεξομολογείται, επιχειρώντας να αποκρυπτογραφήσει (τα διάφορα σημεία) και να νοηματοδοτήσει τη ζωή και τον κόσμο γύρω της. Έναν κόσμο κι ένα τοπίο που μολονότι λούζονται στο άπλετο εκτυφλωτικό φως του μεσογειακού ήλιου, εντούτοις δεν παύουν να περιτυλίγονται από μια αχλύ μυστηρίου, με αποτέλεσμα αρκετά πράγματα να παραμένουν ανεξιχνίαστα και ακατανόητα και πολλά «γιατί» αναπάντητα για την έφηβο, όπως λόγου χάρη:
(i) Γιατί εξαφανίσθηκε στα καλά καθούμενα ο πατέρας της; (ii) Τι σόι άνθρωπος είναι τελικά η Μαντάμ η οποία, παρά την καλοσύνη και γενναιοδωρία της νιώθει αφόρητη μοναξιά επειδή κανείς δεν την καταλαβαίνει, δεν την αγαπά και δεν μπορεί να βρει την ευτυχία με κάποιον απ’ τους τόσους εραστές της; Αλλά κι όταν τελικά τη βρίσκει αναπάντεχα στο πρόσωπο του γιατρού που παντρεύεται, γιατί συνεχίζει να νιώθει… δυστυχισμένη; (iii) Τα σαδομαζοχιστικά βασανιστήρια που βλέπει η αφηγήτρια να κάνουν στη Μαντάμ τα βράδια, είναι όντως οι εργολάβοι ή φαντάσματα; (iv) Γιατί νιώθει άγχος και φοβίες η αφηγήτρια και πώς μπορεί να τα ξεπεράσει;
Η υιοθέτηση της οπτικής, των προσλαμβανουσών, της αντίληψης και του όλου γνωσιολογικού σύμπαντος που επιχειρεί να συλλάβει κι εκφράσει με τις απλοϊκές (δήθεν) παρατηρήσεις, απορίες και την αφελή γλώσσα μιας 14χρονης εφήβου, είναι βέβαια μια έξυπνη (αν και όχι εντελώς πρωτότυπη) αφηγηματική στρατηγική. Αν μη τι άλλο επιτρέπει στη συγγραφέα να συνδυάζει κι εμπεδώνει με άνετο και συχνά (αλλά όχι πάντα) πειστικό τρόπο ρεαλιστικά, κωμικά, αυτοπαρωδικά, μεταφυσικά και παραμυθολογικά στοιχεία που να δίνουν την αίσθηση του «μαγικού ρεαλισμού». (Ο τελευταίος, ωστόσο, απέχει παρασάγγας από εκείνον των μεγάλων Λατινοαμερικάνων δασκάλων του είδους, όπως λ.χ. του Μαρκές που προαναφέραμε).
Στον μυημένο και υποψιασμένο αναγνώστη, ωστόσο, η φωνή της 14χρονης αφηγήτριας, όσο δεξιοτεχνικά καμουφλαρισμένη κι αν παρουσιάζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοπροδίδεται. Αυτό συμβαίνει όταν π.χ. με άλλοθι τη θεία της Ζία αναφέρεται στη φιλοσοφία του Liebniz, ή μέσω άλλων χαρακτήρων, πάντα, σε εδάφια της Καινής Διαθήκης, ή σε φιλοσοφικά αποφθέγματα – κάτι που είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο και όχι ιδιαίτερα πειστικό για μια έφηβο της ηλικίας της. Πολύ δε περισσότερο όταν, στην προσπάθειά της να απαντήσει σε διάφορα καίρια ερωτήματα (για το πώς, ας πούμε, γίνεται και η ζωή σ’ έναν παραδεισένιο τόπο όπως η Σαρδηνία μπορεί να μετατρέπεται ενίοτε σε εφιάλτη και κόλαση, ή γιατί η ευτυχία είναι μια τόσο ρευστή κατάσταση, ή σε τι χρησιμεύει να κρατά ημερολόγιο) η αφηγήτρια υπαινίσσεται ότι: Μόνο μέσω του αντιδότου του γραπτού λόγου (δηλαδή της μαγικής ιδιότητας της λογοτεχνίας) μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, κάνοντας τον κόσμο πιο κατανοητό, υποφερτό, βιώσιμο όσο και μαγικό γύρω μας, σημειώνοντας (αυτοπαρωδικά) μεταξύ σοβαρού και αστείου:
«Μια φορά, όταν είχε ήδη φύγει ο Μπαμπάς, [ο Νόννο] μου είπε, “Γιατί δεν κρατάς ένα ημερολόγιο; Γράψε όλους τους φόβους σου πάνω στο χαρτί, και θα δεις ότι θα φύγουν. Μάλιστα, γιατί δεν προσπαθείς να ανακαλύψεις κάτι ωραίο; ‘Οι μεγαλύτερες περιπέτειες’, είπε κάποτε ένας φιλόσοφος, ‘συμβαίνουν σ’ εκείνους που πρώτοι ξέρουν πώς να τις ανακαλύψουν’.
Γι’ αυτό και κρατώ ημερολόγιο, και ποτέ δεν γράφω για πράγματα που πραγματικά συμβαίνουν, αλλά όπως θα ήθελα να συμβαίνουν. Αυτό μ’ έχει καλμάρει και μ’ έχει επίσης γιατρέψει απ’ τη δυσκοιλιότητα […] Απ’ όταν άρχισα να γράφω – και γράφω επίσης τους εφιάλτες μου – πηγαίνω στην τουαλέτα κανονικά» (σ. 55-56).
Τελικά η Agus, μέσα σ’ ένα σχετικά ισχνό βιβλίο (μόνο 144 αραιοτυπωμένων σελίδων) κατάφερε να πει περισσότερα και πιο ενδιαφέροντα πράγματα απ’ όσα επιχειρούν να πουν –ανεπιτυχώς– άλλοι ομότεχνοί της με εκατοντάδες σελίδες. Και, το σημαντικότερο: κατάφερε να τα πει μ’ έναν άκρως απέριττο, φρέσκο, γοητευτικό και απολαυστικό τρόπο. Αν σ’ αυτό τώρα προσθέσουμε και την πικάντικη θεματολογία της (θάλασσα, ήλιο, νησιωτική ζωή, ιταλική παραδοσιακή κουζίνα, φολκλόρ, τουριστική ανάπτυξη, μουσική, φιλοσοφία, μεταφυσική, μαγικό ρεαλισμό, ωμές ερωτικές σκηνές…) δεν δυσκολεύεται να καταλάβει κανείς γιατί το πόνημα αυτό (όπως άλλωστε και το προηγούμενο της Agus) κατάφερε να εκτοξευθεί στη λίστα των διεθνή μπεστ σέλερ. Ας ελπίσουμε ότι θα μεταφραστεί και στα ελληνικά.
(Σημ.: Ευχαριστίες στις εκδόσεις Scribe για την ευγενική αποστολή του βιβλίου τους).
*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, λογοτέχνης, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας.